Δικαστική απόφαση παραγράφει φορολογικά αδικήματα
Το ∆ιοικητικό Εφετείο έκρινε παράνοµο το «ξεσκόνισµα» πέραν της 5ετίας, ανοίγοντας τον δρόµο για µαζικές προσφυγές
Το ∆ιοικητικό Εφετείο ακύρωσε τον καταλογισµό φόρων και προστίµων ύψους 4 εκατ. ευρώ σε φορολογουµένη της «λίστας Λαγκάρντ», ανοίγοντας τον δρόµο για µαζικές προσφυγές κατά του ∆ηµοσίου. Ετσι, πιθανό είναι το ενδεχόµενο της επιστροφής χρηµάτων σε ελεγχοµένους που έχουν ήδη πληρώσει. Τα πάνω-κάτω στους φορολογικούς ελέγχους για µεγάλες υποθέσεις φοροδιαφυγής των τελευταίων ετών φέρνει απόφαση του ∆ιοικητικού Εφετείου Αθηνών, που ακυρώνει την αναδροµική έρευνα για τη «λίστα Λαγκάρντ». Το δικαστήριο, ύστερα από προσφυγή που έγινε τον περασµένο Ιούνιο, έκρινε ότι είναι παράνοµη η παράταση της παραγραφής και, επιπλέον, ότι οι τραπεζικοί λογαριασµοί δεν είναι καινούργιο στοιχείο για την Εφορία, αφού πάντα ήταν στη διάθεσή της και, εφόσον ήθελε, µπορούσε να τους ελέγξει. Η προσφυγή έγινε από τη δικηγόρο φορολογικών θεµάτων Ηρα Κωτσαλά, που εκπροσωπεί φορολογουµένη από το Ψυχικό, η οποία κλήθηκε να πληρώσει φόρους και προσαυξήσεις ύψους 4 εκατ. ευρώ για λογαριασµό της που βρέθηκε στη λίστα της HSBC. Τον λογαριασµό είχε ανοίξει ο πατέρας της, ιδιοκτήτης εργοστασίου υφασµάτων, ο οποίος στο µεταξύ έφυγε από τη ζωή, και εκείνη ως συνδικαιούχος πιάστηκε στην τσιµπίδα της Εφορίας. Το ∆ιοικητικό Εφετείο µηδένισε την οφειλή της, κρίνοντας ότι η καταθέτρια δεν είναι υποχρεωµένη να καταβάλει τα 4 εκατ. ευρώ στο δηµόσιο ταµείο. «Αυτή η απόφαση διορθώνει τις υπερβολές των τελευταίων ετών και λέει το απολύτως λογικό. Οτι η φορολογική Αρχή είχε πάντα στη διάθεσή της τους τραπεζικούς λογαριασµούς του φορολογουµένου και είχε πρόσβαση σε αυτούς µε µια απλή εισαγγελική εντολή», λέει στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» η Ηρα Κωτσαλά και προσθέτει: «Παράλληλα, η απόφαση κάνει έναν διαχωρισµό στις χρήσεις και λέει ότι για τις χρήσεις µέχρι το 2006 µπορούσε να επεκταθεί η παραγραφή από 5ετία σε 10ετία µε νέα στοιχεία, εφόσον είχαν ανακύψει, αν είχε γίνει αρχικός έλεγχος και στη συνέχεια συµπληρωµατικός. Αρα, αφού οι τραπεζικοί λογαριασµοί δεν θεωρούνται νέο στοιχείο, δεν µπορεί να επεκταθεί η παραγραφή από τα 5 χρόνια, που είναι ο κανόνας, στα 10 χρόνια».
Στην απόφαση ξεκαθαρίζεται, άλλωστε, ότι η παράταση είχε προβλεφθεί µόνο για την περίπτωση που προέκυπταν συµπληρωµατικά στοιχεία σε βάρος του εκάστοτε ελεγχοµένου. «Οπως, δε, γίνεται παγίως δεκτό από τη νοµολογία, ως “συµπληρωµατικά στοιχεία” επί τη βάσει των οποίων µπορεί να εκδοθεί συµπληρωµατικό φύλλο ελέγχου θεωρούνται εκείνα τα οποία αποδεδειγµένα δεν είχε, ούτε µπορούσε να έχει δικαιολογηµένα υπ’ όψιν του ο προϊστάµενος της ∆ΟΥ κατά την αρχική φορολογική εγγραφή ή τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και αποκαλύπτουν πηγή εσόδων που δεν εκτιµήθηκε κατ’ αυτήν. Ωστόσο, αποκλείεται η έκδοση συµπληρωµατικού φύλλου ελέγχου µε βάση στοιχεία τα οποία ήταν στη διάθεση του αρµόδιου προϊσταµένου ∆ΟΥ κατά την έκδοση του αρχικού φύλλου εκείνου. Επιπλέον, η φορολογική Αρχή οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη συµπληρωµατικών στοιχείων», τονίζουν οι δικαστές. ΠΑΡΑΤΑΣΕΙΣ. Κόλαφος είναι η απόφαση και για τις διαρκείς παρατάσεις, που εκθέτουν, όπως επισηµαίνει, τον φορολογούµενο σε έναν φαύλο κύκλο ανασφάλειας. «Η παραγραφή αυτή πρέπει να έχει, συνολικά, εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ώστε, αφενός, να επιτρέπει τον αποτελεσµατικό έλεγχο εκ µέρους των φορολογουµένων της τήρησης των φορολογικών τους υποχρεώσεων, χωρίς όµως να ενθαρρύνει την απραξία των φορολογικών Αρχών, και, αφετέρου, να µην αφήνει τους µεν φορολογουµένους έκθετους σε µακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου -που αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για την ανάπτυξη οικονοµικών δραστηριοτήτων, µε δυσµενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη, γενικότερα, και της εθνικής οικονοµίαςκαι στον κίνδυνο να µην είναι πλέον σε θέση, µετά την παρέλευση µακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά τη φορολογική υποχρέωση και την κτήση του διαφυγόντος τη φορολογία περιουσιακού οφέλους, να αµυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, το δε ∆ηµόσιο έκθετο σε κίνδυνο αδυναµίας είσπραξης τυχόν βεβαιούµενων ποσών φόρων». Η απόφαση 3820/2016, η οποία εκδόθηκε στις 9 ∆εκεµβρίου από το ∆ιοικητικό Εφετείο Αθηνών, κρίνει ότι έχουν παραγραφεί οι χρήσεις τουλάχιστον µέχρι και το 2006, γεγονός που σηµαίνει ότι το κράτος δεν έχει δικαίωµα ελέγχου. «Με την απόφαση αυτή του δικαστηρίου, η πολλοστή παράταση που επιθυµεί να δώσει το ελληνικό κράτος για αναδροµικούς ελέγχους σε φορολογικές υποθέσεις και έχει προκαλέσει την οργή των δανειστών κρίνεται παράνοµη», λέει στα «Π» η δικηγόρος Ηρα Κωτσαλά. «Πάγιο αίτηµα της τρόικας είναι να δοθεί βάρος από τον φοροελεγκτικό µηχανισµό στις ζωντανές υποθέσεις και όχι στα φαντάσµατα του παρελθόντος», προσθέτει.
Νοµολογία-πιλότος και για άλλες υποθέσεις υπόπτων
Ειδικά για τη «λίστα Λαγκάρντ» το ∆ικαστήριο καταλήγει σε συµπέρασµα-πιλότο, που µπορεί να επεκταθεί σε όλες τις λίστες υπόπτων για φοροδιαφυγή που έχουν φτάσει στα χέρια των εφοριακών σε ηλεκτρονική µορφή, είτε σε CD είτε σε στικάκι, καθώς οι ελεγχόµενοι δεν ταυτοποιήθηκαν από την αρχή ως µεµονωµένα πρόσωπα, αλλά συµπεριλαµβάνονταν σε ψηφιακό δίσκο µε ενιαία εισαγγελική παραγγελία. «Και τούτο διότι µε την ΑΒΜ ΕΟΕΛΛ 28/2014 εισαγγελική παραγγελία παραδόθηκε στον έλεγχο το εµπιστευτικό έγγραφο µαζί µε οπτικό ψηφιακό δίσκο (CD), ενώ ακολούθως εκδόθηκε η υπ’ αριθµ. 1151/10.4.2014 εντολή ελέγχου και όχι από την έκδοση της υπ’ αριθµ. 283/4.20.2012 εισαγγελικής παραγγελίας, όπως αναποδείκτως διατείνεται το ∆ηµόσιο, απορριπτόµενου του σχετικού ισχυρισµού του», τονίζουν οι δικαστές. «Το δικαστήριο έκρινε ότι ο ισχυρισµός του ∆ηµοσίου πως η παραγραφή σχετικά µε καταθέσεις για τη “λίστα Λαγκάρντ” παρατάθηκε µε τον νόµο του 2013, διότι είχε ήδη εκδοθεί σχετική εισαγγελική παραγγελία από το 2012, είναι εσφαλµένος και δεν αποδείχθηκε, διότι τα σχετικά στοιχεία παραδόθηκαν στον έλεγχο µε νεότερη εισαγγελική παραγγελία του 2014 και όχι µε αυτή του 2012, µε αποτέλεσµα η συγκεκριµένη υπόθεση να µην καταλαµβάνεται από τη διάταξη του 2013 για παράταση της παραγραφής», εξηγεί η Ηρα Κωτσαλά. ΑΚΥΡΕΣ. Σύµφωνα µε την απόφαση, κρίνονται άκυρες οι εντολές ελέγχου για τις περισσότερες -αν όχι όλεςτις λίστες, επειδή εκδόθηκαν µαζικά και αναφέρονται συλλήβδην σε ολόκληρο το περιεχόµενο των CDs και όχι ονοµαστικά κατά περίπτωση, όπως στη λίστα-µαµούθ των 1,3 εκατ. φορολογουµένων, που καλείται να ερευνήσει το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουµένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ). «Ακόµα χειρότερα, το δικαστήριο καταρρίπτει και τους ισχυρισµούς της φορολογικής Αρχής ότι στην επίµαχη υπόθεση ισχύει 10ετής ή και 20ετής παραγραφή του δικαιώµατος του ελληνικού ∆ηµοσίου να ασκήσει έλεγχο, θεωρώντας ότι τα στοιχεία που επικαλείται η Εφορία ως “νεότερα” ή “συµπληρωµατικά” (οπτικός δίσκος – CD) είναι στην πραγµατικότητα “παλιά” (υπόλοιπα τραπεζικών καταθέσεων) και, άρα, δεν τα αξιοποίησε τόσα χρόνια και δεν εξέδωσε ποτέ πιο πριν εντολή ατοµικού ελέγχου. Εποµένως, ισχύει και για τους ελεγχοµένους της “λίστας Λαγκάρντ” το δικαίωµα 5ετούς παραγραφής (2008 και πριν), όπως και για όλους τους υπόλοιπους φορολογουµένους που δεν έχουν υποστεί έως τώρα κανέναν φορολογικό έλεγχο», αναφέρει η κ. Κωτσαλά και προσθέτει: «Η απόφαση είναι εξαιρετικά τεκµηριωµένη και συµπεριλαµβάνει όλες τις λίστες µε τα εµβάσµατα. Είτε µε την παράταση που θέλει να δώσει η κυβέρνηση είτε χωρίς, φαίνεται πως δηµιουργείται νοµολογία µε την οποία οι υποθέσεις αυτές (υπό προϋποθέσεις) καταπίπτουν ήδη στα δικαστήρια και οι µόνοι που έχουν λόγο να πληρώσουν είναι όσοι είναι πιασµένοι για τα καλά στη φάκα της Εφορίας. Ακόµα και στο ΣτΕ να καταφύγει το ∆ηµόσιο για να προσβάλει την απόφαση, η αβεβαιότητα δεν ευνοεί το εισπρακτικό σχέδιο της κυβέρνησης».