Η ιστορία των μαρτυρικών Ψαρών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
Τι ανέφερε ο Προκόπης Παυλόπουλος κατά την τελετή ανακήρυξής του ως επίτιμου δημότη Ψαρών
Εξαιρετικά ενδιαφέρον ήταν το σκέλος της αντιφωνήσεως του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Προκόπη Παυλόπουλου κατά την τελετή ανακηρύξεώς του ως επιτίμου δημότη του Δήμου Ψαρών, καθότι, σε σημαντικό τμήμα αυτής, με γλαφυρό και εμπεριστατωμένο τρόπο παρουσιάζει την ιστορία του ηρωικού και μαρτυρικού νησιού μέχρι την απελευθέρωσή του στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων του 1912-13.
Το σχετικό με την ιστορία των Ψαρών τμήμα της αντιφωνήσεως του κ.Πρ.Παυλόπουλου έχει ως εξής:
«…Η μεγάλη συμβολή του τόπου σας στους αγώνες του Έθνους μας για Ανεξαρτησία και Ελευθερία δεν εξαντλείται ασφαλώς στην εξέγερση και στη συμμετοχή του στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα κατά των Τούρκων, κορυφαία στιγμή του οποίου υπήρξεν αναμφιβόλως η ηρωϊκή του αντίσταση και, δυστυχώς, η συνακόλουθη σφαγή και αιχμαλωσία όλων σχεδόν των κατοίκων του νησιού, το 1824, από τους Τούρκους. Η ηρωϊκή, όμως, αυτή θυσία των πολεμιστών και των γυναικοπαίδων των Ψαρών, την μνήμη των οποίων ευλαβώς σήμερα τιμούμε, έχει διαχρονική σημασία ως απαράμιλλο μάθημα Ελευθερίας. Η σφαγή των Ψαρών άγγιξε τις πιο ευαίσθητες χορδές μεγάλων Ελλήνων δημιουργών στον χώρο των γραμμάτων και της τέχνης, όπως αποδεικνύεται από τον χαμένο σήμερα ζωγραφικό πίνακα του Νικολάου Γύζη, «Η Δόξα των Ψαρών», την ωδή του Κάβου, «Εις Ψαρά», με το συγκλονιστικό δίστιχο, «Επί το μέγα ερείπιον, η Ελευθερία ολόρθη», αλλά και το μοναδικής εκφραστικής δύναμης επίγραμμα του Εθνικού μας Ποιητή, Διονυσίου Σολωμού:
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη, περπατώντας η δόξα μονάχη μελετά τα λαμπρά παλικάρια και στην κόμη στεφάνι φορεί γεναμένο από λίγα χορτάρια που 'χαν μείνει στην έρημη γη…
Στο σημείο αυτό, επιτρέψατέ μου να αναφερθώ σε μερικούς μόνον, λόγω των αδήριτων χρονικών περιορισμών, σταθμούς της καθόλα ένδοξης ιστορίας των Ψαρών:
Η αρχαιότερη γνωστή μαρτυρία για το πανέμορφο νησί σας βρίσκεται στην Οδύσσεια του Ομήρου, όπου αναφέρεται ως Ψυρ(ρ)ίη στη διήγηση του Νέστωρα, στο επεισόδιο του Νόστου. Αλλά και ο Στράβων αναφέρεται στον τόπο σας, ονοματίζοντάς τον «τα Ψύρα». Η ίδια ονομασία απαντάται και σε έργο του 11ου αιώνα (του Ευστάθιου του Θεσσαλονικέως, ο οποίος απέδωσε στα ελληνικά την Περιήγηση της Οικουμένης, του Διονυσίου του Περιηγητή), όπου σημειώνονται τ’ ακόλουθα: «Ψυρία δε νησίδιον, Χίου φασίν απέχον σταδίου ογδοήκοντα λιμένα έχον νηών είκοσι, λέγεται δε και ουδετέρως τα Ψύρα».
Στα Ψαρά οι αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως ευρήματα της ανθρώπινης δραστηριότητας, αδιαλείπτως από την τελική νεολιθική περίοδο (5η - 4η χιλιετία π.Χ) έως τον 5ο αιώνα π.Χ., με κορυφαία περίοδο ακμής την ύστερη εποχή του Χαλκού (14ος - 12ος αιώνες π.Χ.).
Από την προϊστορική περίοδο έχουν βρεθεί τάφοι όπου φαίνεται ότι οι άνθρωποι θάβονταν σε εμβρυική στάση. Από την μυκηναϊκή περίοδο βρέθηκαν επίσης κιβωτιόσχημοι τάφοι κι ένας θολωτός. Από τα ομηρικά χρόνια έχουν βρεθεί τμήματα πήλινων αγγείων.
Επιχειρώντας ένα άλμα στην ιστορική μου αφήγηση φθάνω στην εποχή λίγο μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, όταν οι λιγοστοί κάτοικοί της Νήσου των Ψαρών την εγκατέλειψαν, κυρίως για τη Χίο, επειδή φοβούνταν τις πειρατικές επιδρομές. Λίγο αργότερα, όμως, μετοίκησαν στα Ψαρά οικογένειες από την Εύβοια, την Θεσσαλία, την Μαγνησία αλλά και την Χίο. Αυτοί και οι απόγονοί τους ξανάχτισαν το παλιό φρούριο του Παλαιοκάστρου, για να αμύνονται εναντίον των πειρατών. Σταδιακώς ο πληθυσμός αυξήθηκε και στα περίχωρα του κάστρου αυτού οικοδομήθηκε ένα μεγάλο χωριό. Οι πρόγονοί σας στηρίχθηκαν στην αλιεία και στο θαλάσσιο εμπόριο και απέκτησαν έναν σημαντικό για την εποχή στόλο.
Όταν η Αικατερίνη Β’ της Ρωσίας υποκίνησε σε επανάσταση ελληνικές περιοχές για να επιτεθεί στην Τουρκία με το άλλοθι της απελευθέρωσης των Χριστιανών υπηκόων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι κάτοικοι των Ψαρών, ενθαρρυνθέντες από την καταστροφή του τουρκικού στόλου στο Τσεσμέ, θέλησαν να κινηθούν εναντίον των Τούρκων, χρησιμοποιώντας κυρίως τον εξ εξήκοντα πέντε πλοιαρίων αποτελούμενο στόλο τους. Η επαναστατική τους ορμή, που προερχόταν από τον άσβεστο στους μεσολαβήσαντες αιώνες πόθο τους για ελευθερία, ανασχέθηκε, με την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή, οπόταν βρέθηκαν κυριολεκτικώς στο έλεος της Τουρκίας. Τότε, οι νότιοι άνεμοι εμπόδισαν τον τουρκικό στόλο να υλοποιήσει την εντολή που είχε λάβει για ολοσχερή καταστροφή του νησιού κι έτσι τα Ψαρά διεσώθησαν.
Πριν από την Επανάσταση του 1821, η Νήσος των Ψαρών είχε καταφέρει να πλουτίσει και να ευημερεί, αποτελώντας την τρίτη ναυτική δύναμη, μετά την Ύδρα και τις Σπέτσες.
Κατά το τέταρτο έτος της Εθνικής Παλιγγενεσίας, ο σουλτάνος Μαχμούτ βρισκόταν σε αδυναμία να καταστείλει την Επανάσταση και ζήτησε τη βοήθεια του υποτελούς του, Μεχμέτ Αλή Πασά της Αιγύπτου. Τον Μάρτιο του 1824 συνήφθη μεταξύ των δύο ανδρών συμφωνία, με την οποία ο Μεχμέτ Αλή δέχθηκε να συμπράξει, υπό τον όρο να του παραχωρηθεί η Κρήτη, η Κύπρος και να διορισθεί ο θετός γιος του, Ιμπραήμ, διοικητής της Πελοποννήσου.
Τούρκοι και Αιγύπτιοι απέδιδαν πρωταρχική σημασία στις θαλάσσιες επιχειρήσεις γιατί, αν δεν καταστρεφόταν ο ελληνικός στόλος και δεν εξουδετερώνονταν οι ναυτικές βάσεις των Ελλήνων, δεν θα ήταν δυνατό να ευδοκιμήσουν οι από ξηρά προσπάθειές τους για την καταστολή της Εθνεγερσίας μας. Αποφασίσθηκε, λοιπόν, ο αιγυπτιακός στόλος υπό τον περιβόητο Χουσεΐν να προσβάλει την Κάσο και ο τουρκικός υπό τον Χοσρέφ Πασά τα Ψαρά, που διέθεταν ονομαστούς πυρπολητές, όπως ο Παπανικολής, ο Κανάρης και ο Πιπίνος. Ο Χοσρέφ είχε εντολή από τον σουλτάνο να εξαφανίσει από προσώπου γης τα Ψαρά, που τόσα προβλήματα δημιουργούσαν στον δυσκίνητο τουρκικό στόλο.
Το πρωί της 20ης Ιουνίου ο τουρκικός στόλος απέπλευσε από το Σίγρι της Μυτιλήνης με προορισμό τα Ψαρά. Τον αποτελούσαν 176 πλοία (πολεμικά και φορτηγά) και 12 χιλιάδες άνδρες (Τούρκοι και Τουρκαλβανοί). Οι κάτοικοι του νησιού σας ανέρχονταν σε 30.000, οι 7.000 απ’ αυτούς ήταν ντόπιοι και οι υπόλοιποι πρόσφυγες από την Χίο και τις ακτές της Μικράς Ασίας. Το υπερασπίζονταν 1.300 Ψαριανοί, 700 πάροικοι και 1027 μισθοφόροι από την Μακεδονία και την Θεσσαλία.
Το πρωί της 21ης Ιουνίου 1824, ο τουρκικός στόλος άρχισε σφοδρό κανονιοβολισμό εναντίον της πόλης των Ψαρών και των κυριότερων κανονιοστοιχιών που ήταν στραμμένες προς την θάλασσα. Την ίδια ώρα, οπλιταγωγά, κρυπτόμενα από νέφη καπνού, κατευθύνθηκαν σε αμμώδη όρμο στη βορειοδυτική γωνιά του νησιού, όπου αποβίβασαν τους Τούρκους στρατιώτες, χωρίς οι υπερασπιστές του νησιού να τους αντιληφθούν.
Οι τελευταίοι βρέθηκαν έτσι μεταξύ δύο πυρών. Σε λίγο η πόλη των Ψαρών κατελήφθη και οι κάτοικοί της σφαγιάσθηκαν ανηλεώς από τους Τούρκους. Κάποιοι κατάφεραν να καταφύγουν στα πλοία και, παρότι αυτά δεν είχαν πηδάλια, μπόρεσαν να περάσουν ανάμεσα στα πλοία του τουρκικού στόλου και, τελικώς, να διαφύγουν.
Ηρωϊκή υπήρξεν η αντίσταση των αγωνιστών που βρίσκονταν στο Παλαιόκαστρο, οι οποίοι, στο τέλος, μη έχοντας οδό διαφυγής, το ανατίναξαν, οδηγώντας στον θάνατο και τρεις έως τέσσερις χιλιάδες Τούρκους. Αυτό συνέβη όταν η αμυντική γραμμή των γενναίων προγόνων σας υποχώρησε και το φρούριο πλημμύρισε από Τούρκους, οπότε ο Αντώνιος Βρατσάνος έβαλε φωτιά στην πυριταδοποθήκη για να μην πέσουν, τόσο αυτοί, όσο και τα γυναικόπαιδα, στα χέρια των εισβολέων. Η καταστροφή και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε τρομερή. Από τους 30.000 κατοίκους του νησιού, οι 18.000 θανατώθηκαν ή πωλήθηκαν ως σκλάβοι, ενώ διασώθηκαν μόλις 16 πλοία των Ψαριανών, καθώς και 7 πυρπολικά με τον Κανάρη.
Όσοι από τους κατοίκους των Ψαρών γλίτωσαν από το γιαταγάνι των Οθωμανών εγκαταστάθηκαν στη Μονεμβασιά και, μετά την απελευθέρωση, στην Αρχαία Ερέτρια, που πήρε την ονομασία «Νέα Ψαρά». Η Καταστροφή των Ψαρών αποτέλεσε δεινό πλήγμα για την Ελληνική Επανάσταση. Χάθηκε μία από τις σημαντικές βάσεις του Ελληνικού Ναυτικού, ενώ διέτρεξαν άμεσο κίνδυνο οι υπόλοιπες. Η άμεση κινητοποίηση και η αντίδραση των υπόλοιπων δυνάμεων της μαχόμενης Ελλάδας έσωσε, ευτυχώς, την κατάσταση.
Τα Ψαρά παρέμειναν μέχρι το 1912 υπό την κατοχή της Τουρκίας. Στις 21 Οκτωβρίου του 1912 ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα, αφού απελευθερώθηκαν από το αντιτορπιλικό «Ιέραξ» υπό τον πλοίαρχο Αντώνη Βρατσάνο, κατά σύμπτωση απόγονου του Αντώνη Βρατσάνου, που είχε ανατινάξει το Παλαιόκαστρο 88 χρόνια νωρίτερα…».
Λ.Σ.Μ.