Αντιδρούν οι ρευματολόγοι στην παρουσίαση εναλλακτικής «θεραπείας»
Ανακοίνωση του επιστημονικού φορέα εναντίον της «μελισσοθεραπείας» που διαφημίζεται στην τηλεόραση
Την αντίθεσή τους στην εφαρμογή διαφόρων θεραπειών, που δεν διαθέτουν αποδεικτικά δεδομένα, για την αντιμετώπιση σοβαρών παθήσεων όπως είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα, εκφράζουν οι εκπρόσωποι της Ελληνικής Ρευματολογικής Εταιρείας και Επαγγελματικής Ένωσης Ρευματολόγων Ελλάδος. Αφορμή στάθηκε πρόσφατη διαφήμιση σχετικά με τη σημασία της μελισσοθεραπείας στον πόνο ασθενών με αρθρίτιδα ή ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Οι εκπρόσωποι της Ελληνικής Ρευματολογικής Εταιρείας, που αποτελεί τον κύριος και πλέον αρμόδιο επιστημονικό φορέα για τα ρευματικά νοσήματα στη χώρας μας, δηλώνουν τα εξής:
«Δεν είμαστε αντίθετοι σε κάθε προσπάθεια ενημέρωσης του κοινού για την ευαισθητοποίηση σε θέματα υγείας και μάλιστα των ρευματικών νοσημάτων, εφόσον το παρεχόμενο μήνυμα βασίζεται σε αποδεικτικά δεδομένα, υψηλής μάλιστα αξίας. Ειδικά η ρευματοειδής αρθρίτιδα, που είναι ένα σοβαρό, χρόνιο, αυτοάνοσο, συστηματικό, φλεγμονώδες νόσημα, με προσβολή των αρθρώσεων (πόνος, οίδημα) και δυνητικά και άλλων οργάνων (πνεύμονας, καρδιαγγειακό, οστά, κ.α.), προκαλεί σοβαρής μορφής πόνο στις αρθρώσεις, η αντιμετώπιση του οποίου αποτελεί μέρος της συνολικής θεραπείας της νόσου. Η θεραπεία αυτή περιλαμβάνει μια σειρά μακροχρόνιων φαρμακευτικών παρεμβάσεων (κορτικοστεροειδή, DMARDS, βιολογικοί παράγοντες), μέσω μιας στρατηγικής, που σε παγκόσμιο επίπεδο, αναπτύσσεται μέσα από διεθνείς ιατρικούς οργανισμούς (EULAR, ACR), μετά από συνολική βιβλιογραφική ανασκόπηση μεθοδολογικά ποιοτικών μελετών. Σε καμία από τις διεθνείς αυτές συστάσεις δεν αναφέρεται η μελισσοθεραπεία ως θεραπευτική αντιμετώπιση του πόνου ή της νόσου γενικότερα.
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι συνήθως πολυαρθρικό νόσημα άρα οι τοπικές θεραπείες είναι πρακτικά ανεφάρμοστες.
Η διαφημιστική προώθηση μηνυμάτων του τύπου "ΤΕΛΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ", ειδικά σε τέτοια σοβαρά αυτοάνοσα φλεγμονώδη νοσήματα, εκτός της αποδεικτικής και ενδεδειγμένης ιατρικής στρατηγικής, ενέχει το κίνδυνο παραπλάνησης ασθενών και καθυστέρησης έναρξης της αρμόζουσας αγωγής, κάτι που δυνητικά σχετίζεται με ανεπανόρθωτες δομικές βλάβες».