«Όχι» από ΣτΕ στην αποζημίωση συγγενών θύματος τροχαίου από το δημόσιο
Έκρινε ότι το ελληνικό δημόσιο δεν έφερε ευθύνη για το δυστύχημα
«Όχι» είπε το Συμβούλιο της Επικρατείας στην αποζημίωση συγγενών θύματος τροχαίου, κρίνοντας ότι το ελληνικό δημόσιο δεν έφερε ευθύνη για το δυστύχημα που προκλήθηκε από αστυνομικό ο οποίος οδηγούσε περιπολικό, εκτός διατεταγμένης υπηρεσίας.
Οι συγενείς της γυναίκας, η οποία ήταν συνεπιβάτισσα του αστυνομικού, διεκδικούσαν αποζημίωση από το ελληνικό Δημόσιο, συνολικού ύψους 1.200.000 ευρώ. Ειδικότερα, στη Δικαιοσύνη προσέφυγαν ο σύζυγος της γυναίκας και τα δύο παιδιά της, διεκδικώντας να τους καταβληθεί το ποσό των 400.000 ευρώ στον καθένα.
Το Α΄τμήμα του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας, επικύρωσε ουσιαστικά την κρίση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών για το ζήτημα. Συγκεκριμένα, στα Διοικητικά Δικαστήρια, το Ελληνικό Δημόσιο υποστήριξε ότι δεν έχει ευθύνη αποζημίωσης αφού ο οδηγός του οχήματος ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ και ότι δεν υφίσταται ευθύνη του Δημοσίου, επειδή «η παρανομία έλαβε χώρα εκτός του κύκλου καθηκόντων του αστυνομικού, αφού αυτός οδηγούσε το αυτοκίνητο εκτός διατεταγμένης υπηρεσίας, μεταφέροντας πρόσωπο άσχετο προς την υπηρεσία, προς άσχετες προς υπηρεσία διαδρομές με σκοπό τη διασκέδασή του και σε κατάσταση μεγάλης μέθης». Επιπλέον, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η θανούσα, τουλάχιστον είχε συνυπαιτιότητα κατά ποσοστό 95%, καθώς όταν μπήκε στο αστυνομικό αυτοκίνητο ήταν «σε πλήρη γνώση της κατάστασης και του βαθμού μέθης» του οδηγού αστυνομικού.Το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ επικύρωσε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο είχε κρίνει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο του ατυχήματος, το υπαίτιο αστυνομικό όργανο δεν ενεργούσε σε εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας ούτε σε συνάφεια με τα υπηρεσιακά του καθήκοντα και είχε καταλήξει ότι δεν στοιχειοθετείται αστική ευθύνη του Δημοσίου για τις ενέργειες του εν λόγω αστυνομικού. Επιπλέον, το Συμβούλιο της Επικρατείας κατέληξε ότι η εφετειακή απόφαση είναι σύμφωνη με τη νομολογία του Ανωτάτου Εδικού Δικαστηρίου και του Συμβουλίου Επικρατείας.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, στον αστυνομικό της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών και συνοδό αστυνομικού σκύλου, το Φεβρουάριο του 2008 είχε χορηγηθεί το υπηρεσιακό όχημα. Δύο ώρες μετά τα μεσάνυκτα και ενώ είχε ρεπό (δηλαδή δεν υπήρχε δελτίο κίνησης) ο αστυνομικός, οδηγούσε το υπηρεσιακό αυτοκίνητο με συνεπιβάτισσα (στην θέση του συνοδηγού) την Μ.Κ., παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών. Ο αστυνομικός, ενώ «βρισκόταν υπό την επίδραση οινοπνεύματος, σε συγκέντρωση 174 χιλιοστόγραμμα ανά εκατό κυβικά εκατοστά αίματος, κινούμενος επί της Λεωφόρου Αθηνών κάνοντας άσκοπη χρήση των φωτεινών-ηχητικών σημάτων του περιπολικού, έχοντας αναπτύξει υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα, παραβιάζοντας προηγουμένως τρεις ερυθρούς σηματοδότες που υπήρχαν στην πορεία του και προσπερνώντας προπορευόμενα οχήματα, απώλεσε τον έλεγχο του υπηρεσιακού αυτοκινήτου, παρέκκλινε της πορείας του αφήνοντας επί του οδοστρώματος ίχνη πλάγιας ολίσθησης μήκους 10,40 μ., προσέκρουσε στο κράσπεδο πεζοδρομίου και αφού ανήλθε επ’ αυτού, προσέκρουσε διαδοχικά με το εμπρόσθιο δεξιό τμήμα του αυτοκινήτου σε μεταλλικά κολωνάκια ύψους 50 cm, σε τοιχίο και σε κολώνα φωτισμού της ΔΕΗ». Δυστυχώς, αποτέλεσμα της πορείας αυτής ήταν να αναφλεγεί και να καταστραφεί ολοσχερώς το υπηρεσιακό αυτοκίνητο, λόγω δε της πυρκαγιάς που εκδηλώθηκε σε αυτό, επήλθε ο θάνατος της συνοδηγού, η οποία σφηνώθηκε σε αυτό, εγκλωβίστηκε το σώμα της και απανθρακώθηκε.