Στα χαρακώματα ΓΣΕΕ - Αχτσιόγλου
Για τα περί επαναφοράς βασικών αρχών των συλλογικών συμβάσεων
Αντιπαράθεση ξέσπασε μεταξύ της ΓΣΕΕ και του υπουργείου Εργασίας σχετικά με την τήρηση της κυβερνητικής δέσμευσης για επαναφορά βασικών αρχών των συλλογικών συμβάσεων εργασίας μετά τον Αύγουστο.
Στο επίκεντρο της διαμάχης βρέθηκε η εγκύκλιος που αφορά την Αρχή της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Για προσπάθεια αποπροσανατολισμού των εργαζομένων κάνει λόγο το Συνδικάτο, «αποκαλύπτοντας» την «παγίδα» που υπάρχει στην εγκύκλιο και σχετίζεται με τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις ώστε να είναι δυνατή η επέκταση της σύμβασης σε όλους τους εργαζόμενους του κλάδου οικονομικής δραστηριότητας ή του επαγγέλματος.
«Με αυτό το τρικ η βασική αρχή της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που μεταβατικά είχε ανασταλεί, όχι μόνο δεν επανέρχεται από τον Αύγουστο του 2018 αλλά δέχεται θανάσιμο πλήγμα πριν καλά καλά δήθεν αναβιώσει» τονίζει η ΓΣΕΕ.
Δεν ισχύει κάτι τέτοιο απαντά αυστηρά το υπουργείο και αναρωτιέται «με ποιον ακριβώς ταυτίζεται σήμερα η ΓΣΕΕ;» τονίζοντας ότι «η αμφισβήτηση αυτής της κατάκτησης σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας».
Η επίμαχη εγκύκλιος
Την εγκύκλιο «που επισφραγίζει την επαναφορά της αρχής της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων εργασίας από τον Αύγουστο υπέγραψε η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου» ανακοίνωσε το υπουργείο στις 14 Ιουνίου 2018.
Όλη η εγκύκλιος
Η εγκύκλιος, προσέθετε, καθορίζει τον έλεγχο των προϋποθέσεων για την επέκταση και την κήρυξη ως γενικώς υποχρεωτικής, για το σύνολο των εργαζομένων ενός κλάδου, της συλλογικής σύμβασης εργασίας η οποία έχει υπογραφεί από εργοδοτική συνδικαλιστική οργάνωση και δεσμεύει εργοδότες που απασχολούν τουλάχιστον το 51% των εργαζομένων του κλάδου.
«Η επαναφορά από τον ερχόμενο Αύγουστο των δύο βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση των εργαζομένων, δίνοντας τους τη δυνατότητα της διεκδίκησης και υπογραφής συλλογικών συμβάσεων εργασίας, με αυξήσεις μισθών και βελτίωση εργασιακών δικαιωμάτων» ανέφερε.
«Η ενίσχυση της θέσης του κόσμου της εργασίας είναι προτεραιότητα για την κυβέρνηση. Αυτό αποτελεί απάντηση σε όσους αντιτίθενται στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η υπογραφή της εγκυκλίου αποτελεί απάντηση σε όσους την αμφισβητούν» κατέληγε η ανακοίνωση του υπουργείου.
Υπάρχει παγίδα λέει η ΓΣΕΕ
Με ανακοίνωσή της που φέρει τίτλο «άνθρακες ο θησαυρός των υποσχέσεων της κυβέρνησης για αποκατάσταση της αρχής της επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας» η ΓΣΕΕ επισημαίνει ότι «με εγκυκλίους η Kυβέρνηση επιχειρεί να αποπροσανατολίσει τους εργαζόμενους ισχυριζόμενη ότι δήθεν επαναφέρει τη γενική ισχύ των συλλογικών συμβάσεων εργασίας μετά τον Αύγουστο του 2018».
«Ειδικότερα, με αλλεπάλληλες δηλώσεις η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι μετά τη λήξη του Προγράμματος Προσαρμογής έχει προνοήσει με νόμο του 2017 για την επαναφορά δύο βασικών αρχών για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που η ισχύς τους είχε ανασταλεί με τα Μνημόνια.
» Η μία είναι η αρχή της εφαρμογής της ευνοϊκότερης για τον εργαζόμενο ρύθμισης, όταν στην περίπτωση του έχουν εφαρμογή περισσότερες υποχρεωτικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας για τους όρους αμοιβής και της συνθήκες εργασίας του (επιχειρησιακή, κλαδική, ομοιοεπαγγελματική).
» Η δεύτερη αρχή του εργατικού Δικαίου που υποτίθεται ότι επανέρχεται μετά τον Αύγουστο του 2018 είναι η αρχή της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.»
Πρόκειται εξηγεί η ΓΣΕΕ «για τη δυνατότητα του Υπουργού Εργασίας, με απόφασή του να επεκτείνει για λόγους δημόσιου συμφέροντος, την υποχρεωτική εφαρμογή σε όλους τους εργαζόμενους του κλάδου οικονομικής δραστηριότητας ή του επαγγέλματος, των όρων συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, -που κατ’ αρχήν δεσμεύουν μόνο εργοδότες και εργαζόμενους, που είναι μέλη των συμβαλλόμενων εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων- για λόγους ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων και αποφυγής του αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, που εφαρμόζουν ή μη τη συλλογική σύμβαση εργασίας».
«Με την εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας (13-6-18) για τον έλεγχο συνδρομής των προϋποθέσεων της επεκτασιμότητας (οι συμβαλλόμενοι εργοδότες να απασχολούν τουλάχιστον το 51% των εργαζόμενων του κλάδου) η Κυβέρνηση χωρίς ντροπή παραχωρεί δικαίωμα βέτο στην εργοδοτική οργάνωση για την επέκταση της συλλογικής σύμβασης με το τρικ της προϋπόθεσης κατάθεσης του μητρώου μελών της, κάτι που επαφίεται στην πλήρη διακριτική ευχέρεια της ίδιας της εργοδοτικής οργάνωσης!» τονίζει η ΓΣΕΕ.
Συγκεκριμένα, προσθέτει «η εγκύκλιος αναφέρει ‘σε περίπτωση μη υποβολής από την εργοδοτική οργάνωση του μητρώου μελών της και της συνακόλουθης αδυναμίας τήρησης της προβλεπόμενης διαδικασίας, η επέκταση της συλλογικής σύμβασης δεν είναι δυνατή’.»
Ανέκαθεν, τονίζει η ΓΣΕΕ, «την επέκταση ζητούσε η πλευρά των εργαζομένων και παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις, η εργοδοτική πλευρά, πρόβαλλε εμπόδια στη σχετική Υπουργική Απόφαση, που στάθμιζε το Δημόσιο Συμφέρον και αποφάσιζε ανάλογα».
«Με αυτό το τρικ η βασική αρχή της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που μεταβατικά είχε ανασταλεί, όχι μόνο δεν επανέρχεται από τον Αύγουστο του 2018 αλλά δέχεται θανάσιμο πλήγμα πριν καλά καλά δήθεν αναβιώσει» καταλήγει η ΓΣΕΕ.
Η απάντηση του υπουργείου
«Τη στιγμή που το μέτωπο των δυνάμεων οι οποίες προσπάθησαν να μπλοκάρουν την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων έχει παραδεχτεί δημόσια την ήττα του, προκαλεί εντύπωση η ανακοίνωση της ΓΣΕΕ, σύμφωνα με την οποία «ενισχύεται η θέση των εργοδοτών και η αρχή της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων «δέχεται θανάσιμο πλήγμα»» επισημαίνει το υπουργείο Εργασίας σε σχετική ανακοίνωση.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, «η ΓΣΕΕ ξεχνάει ότι ο ΣΕΒ επανειλημμένως έχει δηλώσει ότι διαφωνεί κάθετα με το τρίπτυχο: Επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων – αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης – μονομερής προσφυγή των εργαζομένων στη διαιτησία. Διαφωνεί, δηλαδή, με αυτά ακριβώς που επαναφέρει σε ισχύ και προστατεύει η σημερινή κυβέρνηση.»
» Με βασικά εργασιακά δικαιώματα, στα οποία αντιτίθεται και ο κ. Μητσοτάκης, δεσμευόμενος ότι μία πιθανή δική του κυβέρνηση δεν θα εφαρμόσει. Οι δύο βασικές αρχές των συλλογικών διαπραγματεύσεων τέθηκαν υπό αναστολή με τον ν. 4024/2011. Στον συγκεκριμένο νόμο, μάλιστα, η αναστολή ήταν επ’ αόριστον, καθώς συνδέθηκε με τη μόνιμη ευρωπαϊκή υποχρέωση της χώρας για εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής».
«Σε αντίθεση με τα παραπάνω» σημειώνει το υπουργείο Εργασίας «η σημερινή κυβέρνηση κέρδισε, μέσω της διαπραγμάτευσης και ψήφισε την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο τέλος του τρέχοντος Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής, δηλαδή στο τέλος του Αυγούστου του 2018 (ν. 4475/2017)».
Παράλληλα, του υπουργείο διευκρινίζει ότι καμία καινούργια υποχρέωση, εμπόδιο ή «φίλτρο», δεν προστίθεται στην εφαρμογή των δύο αυτών αρχών.
«Η εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας για την επέκταση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων αποτελεί μία σαφή απάντηση σε όσους αμφισβητούν την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η συγκεκριμένη εγκύκλιος ρυθμίζει τεχνικά ζητήματα με βάση τα ισχύοντα ήδη από τον ν. 1876/1990, δηλαδή τον νόμο που τέθηκε σε αναστολή το 2011» υπογραμμίζει το υπουργείο Εργασίας.
«Μάλιστα, προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη το τεχνικό ζήτημα που επικαλείται η ΓΣΕΕ και κατηγορεί το υπουργείο για εξυπηρέτηση των εργοδοτών. Συγκεκριμένα, μέχρι το 2011, την κάλυψη ή όχι του 51% των εργαζομένων ενός κλάδου πιστοποιούσε η ατομική δήλωση κάθε εργοδότη, ο οποίος, προφανώς, αν δεν ήθελε την επέκταση και την εφαρμογή της σύμβασης, δήλωνε ότι δεν είναι μέλος της συνδικαλιστικής οργάνωσης που την υπέγραψε.»
» Η εγκύκλιος ορίζει πλέον ότι η ίδια η εργοδοτική οργάνωση που υπέγραψε και έχει αντικειμενικό συμφέρον να επεκταθεί η σύμβαση θα δηλώνει ποια και πόσα είναι τα μέλη της, ώστε να διαπιστωθεί η κάλυψη του 51% των εργαζομένων» επισημαίνει το υπουργείο.
«Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι στη διαπραγμάτευση οι θεσμοί διαφώνησαν με αυτήν τη λύση και αντιπρότειναν την πρακτική της ατομικής δήλωσης κάθε εργοδότη, όπως ίσχυε. Με ποιον ακριβώς ταυτίζεται σήμερα η ΓΣΕΕ;» διερωτάται το υπουργείο Εργασίας, υποστηρίζοντας ότι η έξοδος από το Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής θα δώσει ακόμα μεγαλύτερη δυνατότητα για παρεμβάσεις υπέρ των συμφερόντων των εργαζομένων.
«Η επαναφορά, όμως, των συλλογικών διαπραγματεύσεων αποτελεί ήδη ένα σημαντικό βήμα, μία κρίσιμη τομή με τα χρόνια της κρίσης, ώστε οι εργαζόμενοι να μπορούν να διεκδικήσουν και να πετύχουν καλύτερους όρους εργασίας και αμοιβής, μία ουσιαστική αναδιανομή υπέρ των συμφερόντων της κοινωνικής πλειονότητας. Η αμφισβήτηση αυτής της κατάκτησης σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας» καταλήγει το υπουργείο Εργασίας στην ανακοίνωσή του.