Δυο φορές ισόβια στον δολοφόνο της Δώρας Ζέμπερη
Δεκτή έγινε η πρόταση του Εισαγγελέα
Δύο φορές ισόβια κάθειρξη επέβαλε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο στον 58χρονο Μανώλη Σοροπίδη για τη δολοφονία της 32χρονης εφοριακού Δώρας Ζέμπερη στο Β' Νεκροταφείο στις 18 Οκτωβρίου 2017.
Δικαστές και ένορκοι επέβαλαν την υψηλότερη τιμωρία που προβλέπεται για τις δύο βαριές πράξεις που χρεώνονται στον 58χρονο, καθώς δεν αναγνώρισαν κανένα ελαφρυντικό στον 58χρονο που με δεκατέσσερις μαχαιριές εξόντωσε την 32χρονη με σκοπό να της πάρει την τσάντα. Μία τσάντα που είχε μέσα πέντε ευρώ και ένα κινητό τηλέφωνο. Το δικαστήριο δεν θεώρησε τη νέα εκδοχή του 58χρονου ως βάσιμη και ακολουθώντας την προτροπή της εισαγγελέως Έδρας, να μην δώσει σημασία στους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του, κήρυξε ένοχο τον 58χρονο για τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, ληστείας που τελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα και παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας επιβάλλοντας επιπλέον ποινή 8 μηνών, για τις δύο τελευταίες πράξεις.
Λίγο νωρίτερα ο κατηγορούμενος, χρόνιος χρήστης ναρκωτικών, απολογούμενος υποστήριξε πως δεν ήταν ο ίδιος που κατάφερε τα μοιραία πλήγματα, σε θώρακα και καρδιά, στην εφοριακό και πως κάποιος άλλος τη σκότωσε, αφού ο ίδιος απλά την τραυμάτισε κατόπιν σχετικής εντολής που του έδωσαν, ώστε η Δώρα απλώς να τραυματιστεί και να απουσιάσει από τη δουλειά της για λίγους μήνες. Αρχικά είχε ομολογήσει πως με στόχο την τσάντα ήταν αυτός που επιτέθηκε στην 32χρονη η αντίσταση της οποίας οδήγησε σε πάλη. Στη συνέχεια και ενώ ήταν ήδη προσωρινά κρατούμενος για τη δολοφονία της Δώρας, υποστήριξε πως ο θάνατος της ήταν αποτέλεσμα "συμβολαίου" για να λάβει αμοιβή 30 χιλιάδες ευρώ.
Σήμερα είπε πως το "συμβόλαιο" ήταν για τραυματισμό και πως δεν τη σκότωσε ο ίδιος αλλά τον χρησιμοποίησαν για να χρεωθεί αυτός το έγκλημα.
Η αυλαία της δίκης που διεξήχθη με ένταση και την οργή των συγγενών της εφοριακού να ξεχειλίζει, έπεσε ήρεμα με τον πατέρα της εφοριακού να ακούει ψύχραιμος την ετυμηγορία των δικαστών και τη μητέρα της να περιμένει έξω από την αίθουσα να ακούσει ποινή δικαίωσης για το παιδί που έχασε.