Με το σκεπτικό ότι οι οκτώ κατηγορούμενοι για το φερόμενο κύκλωμα λαθρεμπορίας χρυσού, είναι γνωστής διαμονής, και δεν είναι ύποπτοι φυγής, το δικαστικό συμβούλιο κατέληξε ότι πρέπει να αποφυλακιστούν με όρους.

Ωστόσο, το δικαστικό συμβούλιο αναφερει οτι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων για τις πράξεις που τους αποδίδονται με βάση το κατηγορητήριο.

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών τονίζει στο σκεπτικό του πως «παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς τους, συντρέχει υψηλός κίνδυνος πιθανολόγηση ότι έχουν τελέσει τις διωκόμενες αυτές κακουργηματικές πράξεις, ιδίως ενόψει του ότι οι κατασχεθείσες ποσότητες χρυσού, αργυρού, κοσμημάτων, ρολογιών και λοιπών τιμαλφών, που βρέθηκαν στο πλαίσιο των ερευνών που διενεργήθηκαν κατά την αστυνομική προανάκριση σε οικίες, καταστήματα και οχήματα καθώς και στο πλαίσιο των σωματικών ερευνών, κατελήφθησαν στην κατοχή των κατηγορουμένων και προοριζόταν για εξαγωγή προς την Τουρκία, όπως το τελευταίο συνάγεται από προηγούμενη όμοια εξακολουθητική δράση τους, χωρίς να προκύπτει για αυτά η ύπαρξη φορολογικών παραστατικών σχετικά με την προέλευση τους και την επι αυτώ ν επιμέτρηση φόρων δηλαδή ΦΠΑ και ενδεχομένως ειδικού φόρου πολυτελείας με αποτέλεσμα να νοούνται ως λαθρεμπορεύματα».

Το δικαστικό συμβούλιο αναφέρεται στην κατάσχεση των ράβδων χρυσού στους Κήπους Αλεξανδρούπολης που βρέθηκαν στην κατοχή του Τούρκου μόνιμου σερβιτόρου του τουριστικού λεωφορείου που διενεργεί δρομολόγια από την Αθήνα στην Κωνσταντινούπολη, υποστηρίζοντας ότι δεν διέθεταν τα φορολογικά παραστατικά ενώ όσο αφορά τις σημαντικές ποσότητες χρυσού και αργύρου σε πλάκες που βρέθηκαν στο Κεντρικό Κατάστημα του γνωστού ενεχυροδανειστή τονίζει πως «ήταν έτοιμες προς εξαγωγή στην Τουρκία, ενόψει του ότι ανερεύθησαν επιμελώς συσκευασμένες σε κουτιά εξαγωγής, με αναγραφόμενους παραλήπτες εταιρίες στην Τουρκία και αλλοδαπό άτομο...» και δεν προκυπτει η ύπαρξη φορολογικών παραστατικών σχετικά με την προέλευση τους.

υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων για τις πράξεις που τους αποδίδονται με βάση το κατηγορητήριο.


Όσο αφορά τα έγγραφα της ΑΑΔΕ που έφεραν την ανατροπή στην υπόθεση επισημαίνεται στο βούλευμα ότι η κρίση του συμβουλίου περί της ύπαρξης σοβαρών ενδείξεων ενοχής , δεν αναιρείται από κανένα αποδεικτικό μέσο,ούτε από τα έγγραφα της ΑΑΔΕ και τουτο διότι η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων με αυτά δεν αναφέρεται σε εξαγωγή λαθρεμπορευμάτων από τη χώρα, που αποτελεί το κρινόμενο ζήτημα….».

Εισαγγελέας

Το δικαστικό συμβούλιο υιοθέτησε την πρόταση της εισαγγελέως Πρωτοδικών, Αικατερίνης Τσιρώνη η οποία επίσης είχε ταχθεί υπέρ της αποφυλάκισης των κατηγορουμένων. Η εισαγγελέαα ανέφερε στην πρότασης της «τα προκύψαντα θέματα , οι προβληματισμοί και οι αμφιβολίες που ανέκυψαν σχετικώς με τις διαδικασίες και την νομιμότητα της εξαγωγής του χρυσού από τη χώρα και ειδκότερα αναφορικώς με το εερειζόμενο ζήτημα , εαν η εξαγωγή χρυσού, χωρις τις νόμιμες διαδικασίες, αποτελεί τελωνειακή παράβαση και όχι το αδίκημα της λαθρεμπορίας, επιδέχονται επιλύσεως μόνον κατά τη διάρκεια της κύριας ανακρισης και ως εκ τουτου φρονώ ότι θα πρέπει να γίνουν δεκτές οι προσφυγές των κατηγορουμένων».

Παράλληλα, τόνιζε :«γίνεται αντιληπτό πως στις ημέρες της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων που βιώνει η Ελλάδα την τελευταία δεκαετία, βρήκαν ευχερές πεδίο δράσεως άνθρωποι οι οποίοι δεν διαθέτουν το ηθικό έρεισμα και υπόβαθρο και χαρακτηριζόμενος από πλεονεξία και διάθεση ευκαιαριακού πλουτισμού μεσω παράνομων τεχνασμάτων και ενεργειών και υπο την προνομιική θέση που κατέχουν, αναζητούν τρόπους οικονομικής εκμετάλλευσης των συνανθρώπων μας. Επ αφορμήν αυτής ακριβώς της δράσεως, η οποία τείνει να αποτελέσει κοινωνική μάστιγα η οποία βασανίζει τα ελληνικά νοικοκυριά, ο νομοθέτης επεδίωξε να προστατεύσει το κοινωνικό σύνολο, εισάγοντας τον ν. 4557/18 περι πρόληψης και καταστολής της νομιμοποποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (με τροποποποίηση κλπ) στην οποία ως υπόχρεα πρόσωπα νούνται … και οι ενεχυροφδανειαστές. Στο σημείο αυτό εδράζεται και υλοποιείται η αόριστη έννοια της δημόσιας ηθικής, η οποια αποτυπώνεται στην απόφαση 1/1997 της Κοινότητας και ισχύει σήμερα ως δίκαιο της ΕΕ, το οποπιο εξελισσόμενο στην ολότητά του, διακατέχεται ιστορικώς , πρωτίστως και αδειλείπτως από ανθρωπισμό , ηθικές αξίες και ιδανικά».