Μαρία Ρωχάμη: «Το επίθετό μου δεν βοηθούσε στην αρχή»
Η τραγουδίστρια Μαρία Ρωχάμη, κόρη του Βαγγέλη Ρωχάμη μιλά στο «S» της εφημερίδας ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ για τη σχέση με τον πατέρα της, την καριέρα στο τραγούδι και τα επόμενα σχέδια της.
H Μαρία Ρωχάμη, τραγουδίστρια, είναι η κόρη του Βαγγέλη Ρωχάμη, που είχε απασχολήσει τα ΜΜΕ για τις αποδράσεις του από τις φυλακές της χώρας μας, όπου είχε καταδικαστεί για διάφορα αδικήματα και κακουργήματα.
Ξεκίνησε το τραγούδι στα τέλη του 1990, στο «Romeo» Θεσσαλονίκης, με τον Γιάννη Φλωρινιώτη, έπειτα από παρότρυνση του σαξοφωνίστα-μάνατζερ Μάρκου Ντούβη.
Επηρέασε τα πρώτα στάδια καριέρας το «βαρύ» επίθετο του πατέρα της; «Θα αισθανόμουν προσβολή και ντροπή να πω σε όσους με αναγνωρίζουν “όχι, δεν είμαι η Ρωχάμη, δεν είμαι η κόρη του”. Ποιος γονιός το θέλει αυτό από το παιδί του και ποιο παιδί έχει τη δύναμη να το κάνει; Εγώ όχι, κι έτσι, ναι, ευελπιστώ να κάνω καριέρα με το δικό μου επίθετο», απαντά με ειλικρίνεια, τονίζοντας πως το όνομά της κατάφεραν για μικρό χρονικό διάστημα να το αλλάξουν οι πρώτοι της συνεργάτες, διότι, ορθώς, όπως λέει, πίστευαν πως η δράση του πατέρα της ήταν πολύ ηχηρή και δεν βοηθούσε στο να ακουστεί η ίδια.
Από παιδί ήταν πάντα δίπλα στην οικογένεια και στον πατέρα της, σε όλα τα δύσκολα, και, δίχως να το αντιληφθεί, είχε γίνει η αγαπημένη των ΜΜΕ. «Με αναγνώριζαν αμέσως. Δεν ήμουν διάσημη, αλλά μπορούσα να δουλέψω και να ταξιδέψω», αποκαλύπτει.
Όταν γεννήθηκε, οι εφημερίδες έγραφαν ότι, ενώ ο πατέρας της υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, δεν του έδωσαν άδεια για να επισκεφτεί τη νεογέννητη κόρη του. «Πράγματι. Γνωρίστηκε με τη μητέρα μου στις αρχές του 1970 στο Μεγάλο Πεύκο και αργότερα, ενώ ήταν στη Σύρο, δεν του έδωσαν άδεια να μας επισκεφθεί. Ωστόσο, δεν ήταν η πρώτη, αλλά η πιο μεγάλη παράβαση. Ζήτησε άδεια, δεν την πήρε και, όταν ζήτησε βοήθεια από γονείς και συμπεθέρους, του είπαν “κάνε υπομονή, θα τους δεις αργότερα”. Μπήκε στο ταχυδρομείο (σ.σ.: ληστεία), στη συνέχεια έκανε ψώνια στο “Μινιόν” και ήρθε στο σπίτι».
Όταν ο Ρωχάμης κατάλαβε ότι η κόρη του θέλει να ασχοληθεί με το τραγούδι, της είπε: «Παιδί μου, μόνο παπάδες και γιατρούς να μη δω μπροστά μου και κάνε ό,τι θέλεις». Τότε η Μαρία είχε αρχίσει να εργάζεται στο «Κεντρί», μια από τις μεγαλύτερες μουσικοθεατρικές σκηνές της Θεσσαλονίκης, όπου ήταν παρκαδόρος ο πατριός της (σ.σ.: οι γονείς της είχαν χωρίσει).
Εκεί γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Βασιλείου και η Καπούγια. «Με τη Ρίτα Σακελλαρίου στη “Λεωφόρο” ανοίγαμε το πρόγραμμα μαζί με τον Κώστα Ευριπιώτη και ήταν από τις πιο όμορφες επαγγελματικές μου εμπειρίες».
Συνεργάστηκε με τον Πάνο Ρουμελιώτη κι έκανε μια υπέροχη δισκογραφική δουλειά, με εννιά τραγούδια των Άκη Πάνου, Φιλίππου, Μπέλλου, Διανέλλου και Κλεοπάτρας Τσόλη. Ακολούθησε συνεργασία με την μπάντα του «Brooklyn» στο Nois της Γερμανίας, ένα πέρασμα από το ρεμπέτικο με Χονδρονάκο-Μαριώ και από το παραδοσιακό με Θώδη, Πετρολούκα και Γιώργο Καψάλη. «Ήταν μεγάλη εκπαίδευση!», σχολιάζει καταλήγοντας στο πιο σημαντικό βήμα της πορείας της: «Η δημιουργία της μπάντας μου».
Σήμερα, άλλοτε αντιμετωπίζει από τον κόσμο αγάπη, σεβασμό, και θαυμασμό -πολλές φορές σε υπερβολικό βαθμό και άλλες φορές φόβο και δυσπιστία, «που αρκετές φορές όμως μετατράπηκαν σε φιλία».
Για το πώς είναι σήμερα η σχέση της με τον πατέρα της και την οικογένειά της απαντά πως είναι πολύ καλή, αλλά δεν έχει χρόνο να τους δει όλους: «Ακούω παράπονα από παντού, γιατί όλοι θέλουν να φάμε μαζί! Τους αγαπάω πολύ!».
Τη ρώτησα αν αισθάνεται στη σκηνή την αγάπη του κόσμου όντας παιδί Έλληνα διάσημου. «Την ένιωθα και τη νιώθω πάντα. Όταν συμβαίνει αυτό, δεν γίνεται επειδή είμαι παιδί διάσημου, αλλά γιατί μπορούμε να ενώσουμε τα συναισθήματά μας. Αυτή είναι η ανταμοιβή μου», ξεκαθαρίζει.
Όσο για τα τραγούδια που ξεχωρίζει στο ρεπερτόριό της, αποκαλύπτει: «“Χτύπα κι εσύ” του Άκη Πάνου σε μουσική Μάκη Καλαϊτζή, “Ζάλη” του Ηλία Φιλίππου σε μουσική Μάκη Καλαϊτζή, “Τα κρυμμένα” σε στίχους Στέφανου Παρασκευά και μουσική Βαγγέλη Γκάτσιου και το “Να ερχόσουνα” του Ηλία Φιλίππου σε μουσική Μανώλη Ζαχαρίου». Στους επόμενους στόχους της είναι η παρουσίαση του CD της μέχρι τέλος Οκτωβρίου και μια καλή συνεργασία.
Ξεκίνησε το τραγούδι στα τέλη του 1990, στο «Romeo» Θεσσαλονίκης, με τον Γιάννη Φλωρινιώτη, έπειτα από παρότρυνση του σαξοφωνίστα-μάνατζερ Μάρκου Ντούβη.
Επηρέασε τα πρώτα στάδια καριέρας το «βαρύ» επίθετο του πατέρα της; «Θα αισθανόμουν προσβολή και ντροπή να πω σε όσους με αναγνωρίζουν “όχι, δεν είμαι η Ρωχάμη, δεν είμαι η κόρη του”. Ποιος γονιός το θέλει αυτό από το παιδί του και ποιο παιδί έχει τη δύναμη να το κάνει; Εγώ όχι, κι έτσι, ναι, ευελπιστώ να κάνω καριέρα με το δικό μου επίθετο», απαντά με ειλικρίνεια, τονίζοντας πως το όνομά της κατάφεραν για μικρό χρονικό διάστημα να το αλλάξουν οι πρώτοι της συνεργάτες, διότι, ορθώς, όπως λέει, πίστευαν πως η δράση του πατέρα της ήταν πολύ ηχηρή και δεν βοηθούσε στο να ακουστεί η ίδια.
Από παιδί ήταν πάντα δίπλα στην οικογένεια και στον πατέρα της, σε όλα τα δύσκολα, και, δίχως να το αντιληφθεί, είχε γίνει η αγαπημένη των ΜΜΕ. «Με αναγνώριζαν αμέσως. Δεν ήμουν διάσημη, αλλά μπορούσα να δουλέψω και να ταξιδέψω», αποκαλύπτει.
Όταν γεννήθηκε, οι εφημερίδες έγραφαν ότι, ενώ ο πατέρας της υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, δεν του έδωσαν άδεια για να επισκεφτεί τη νεογέννητη κόρη του. «Πράγματι. Γνωρίστηκε με τη μητέρα μου στις αρχές του 1970 στο Μεγάλο Πεύκο και αργότερα, ενώ ήταν στη Σύρο, δεν του έδωσαν άδεια να μας επισκεφθεί. Ωστόσο, δεν ήταν η πρώτη, αλλά η πιο μεγάλη παράβαση. Ζήτησε άδεια, δεν την πήρε και, όταν ζήτησε βοήθεια από γονείς και συμπεθέρους, του είπαν “κάνε υπομονή, θα τους δεις αργότερα”. Μπήκε στο ταχυδρομείο (σ.σ.: ληστεία), στη συνέχεια έκανε ψώνια στο “Μινιόν” και ήρθε στο σπίτι».
Όταν ο Ρωχάμης κατάλαβε ότι η κόρη του θέλει να ασχοληθεί με το τραγούδι, της είπε: «Παιδί μου, μόνο παπάδες και γιατρούς να μη δω μπροστά μου και κάνε ό,τι θέλεις». Τότε η Μαρία είχε αρχίσει να εργάζεται στο «Κεντρί», μια από τις μεγαλύτερες μουσικοθεατρικές σκηνές της Θεσσαλονίκης, όπου ήταν παρκαδόρος ο πατριός της (σ.σ.: οι γονείς της είχαν χωρίσει).
Εκεί γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Βασιλείου και η Καπούγια. «Με τη Ρίτα Σακελλαρίου στη “Λεωφόρο” ανοίγαμε το πρόγραμμα μαζί με τον Κώστα Ευριπιώτη και ήταν από τις πιο όμορφες επαγγελματικές μου εμπειρίες».
Συνεργάστηκε με τον Πάνο Ρουμελιώτη κι έκανε μια υπέροχη δισκογραφική δουλειά, με εννιά τραγούδια των Άκη Πάνου, Φιλίππου, Μπέλλου, Διανέλλου και Κλεοπάτρας Τσόλη. Ακολούθησε συνεργασία με την μπάντα του «Brooklyn» στο Nois της Γερμανίας, ένα πέρασμα από το ρεμπέτικο με Χονδρονάκο-Μαριώ και από το παραδοσιακό με Θώδη, Πετρολούκα και Γιώργο Καψάλη. «Ήταν μεγάλη εκπαίδευση!», σχολιάζει καταλήγοντας στο πιο σημαντικό βήμα της πορείας της: «Η δημιουργία της μπάντας μου».
Σήμερα, άλλοτε αντιμετωπίζει από τον κόσμο αγάπη, σεβασμό, και θαυμασμό -πολλές φορές σε υπερβολικό βαθμό και άλλες φορές φόβο και δυσπιστία, «που αρκετές φορές όμως μετατράπηκαν σε φιλία».
Για το πώς είναι σήμερα η σχέση της με τον πατέρα της και την οικογένειά της απαντά πως είναι πολύ καλή, αλλά δεν έχει χρόνο να τους δει όλους: «Ακούω παράπονα από παντού, γιατί όλοι θέλουν να φάμε μαζί! Τους αγαπάω πολύ!».
Τη ρώτησα αν αισθάνεται στη σκηνή την αγάπη του κόσμου όντας παιδί Έλληνα διάσημου. «Την ένιωθα και τη νιώθω πάντα. Όταν συμβαίνει αυτό, δεν γίνεται επειδή είμαι παιδί διάσημου, αλλά γιατί μπορούμε να ενώσουμε τα συναισθήματά μας. Αυτή είναι η ανταμοιβή μου», ξεκαθαρίζει.
Όσο για τα τραγούδια που ξεχωρίζει στο ρεπερτόριό της, αποκαλύπτει: «“Χτύπα κι εσύ” του Άκη Πάνου σε μουσική Μάκη Καλαϊτζή, “Ζάλη” του Ηλία Φιλίππου σε μουσική Μάκη Καλαϊτζή, “Τα κρυμμένα” σε στίχους Στέφανου Παρασκευά και μουσική Βαγγέλη Γκάτσιου και το “Να ερχόσουνα” του Ηλία Φιλίππου σε μουσική Μανώλη Ζαχαρίου». Στους επόμενους στόχους της είναι η παρουσίαση του CD της μέχρι τέλος Οκτωβρίου και μια καλή συνεργασία.