Κωνσταντίνα Μιχαήλ: Το «θρίλερ» κοροναϊού που έζησε στην πολυκατοικία της ενώ φτερνιζόταν (εικόνα)
Η γνωστή ηθοποιός περιγράφει μεταξύ σοβαρού και αστείου, τη χιτσκοκική σκηνή καθώς συναντήθηκε τυχαία στις σκάλες με έναν ένοικο της πολυκατοικίας της
Με μία μακροσκελή, αλλά τόσο περιγραφική -σαν σενάριο ταινίας- ανάρτησή της στο facebook η Κωνσταντίνα Μιχαήλ καταγράφει την έξοδό της από το διαμέρισμα όπου μένει στην Κυψέλη -ύστερα από 8 ημέρες εγκλεισμού λόγω κοροναϊού- και την τυχαία συνάντησή της στις σκάλες με ένα Πολωνό ένοικο της πολυκατοικίας. Οι λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά είναι τα κοινόχρηστα φώτα της πολυκατοικίας που είναι σβηστά και η ανοιξιάτικη αλλεργία που της προκάλεσε απανωτά φτερνίσματα.
Η ίδια γράφει στο facebook: «...έχωσα τα δάχτυλα μου μέσα στα διάφανα γάντια, έβαλα τη μάσκα στην τσέπη μου, έκλεισα την εξώπορτα μαλακά, σαν να μην ήθελα να με πάρουν είδηση ότι βγαίνω από το σπίτι. οκτώ μέρες μέσα έπρεπε να βγω να ξεμουδιάσουν τα πόδια μου, έτσι προτίμησα να κατεβώ από τις σκάλες της πολυκατοικίας. Στον τρίτο ,έσβησε το φως το κοινόχρηστο και βυθίστηκα στο σκοτάδι. κοκάλωσα. άπλωσα το χέρι στον τοίχο, κι άρχισα να τον ψηλαφίζω για να βρω το διακόπτη. Είχαν περάσει κάποια λεπτά, ψάχνοντας το κουμπί ώσπου το γαντοφορεμένο χέρι μου συναντήθηκε με κάτι στερεό, ζεστό σα να είναι χέρι που έκανε "καθρέφτη" τη δική μου κίνηση! Ήταν χέρι. Πάγωσα. Η ανάσα μου σκάλωσε μεταξύ του οισοφάγου και του διαφράγματος, η καρδιά μου αντιθέτως έκανε ένα γδούπο και σα ν' άλλαξε φορά και ρυθμό-ταχυπαλμία. Από την άλλη πλευρά ,ο ιδιοκτήτης του ξένου χεριού, κινήθηκε πιο γρήγορα και πάτησε το κουμπί κι άναψε το φώς. Βρεθήκαμε ο ένας απέναντι στον άλλον. Ήταν ο νεαρός Πολωνός που έμενε με την οικογένειά του στον 3ο. Αναμετρηθήκαμε με το βλέμμα κι ο καθένας μας έκανε ασυναίσθητα ένα βήμα πίσω, σαν αυτά τα σπαγγέτι γουέστερν που ζυγιάζουν τον αντίπαλό τους. Μισόκλεισα τα μάτια για να εστιάσω καλύτερα στις εκφράσεις του προσώπου του, κι έκανε κι αυτός το ίδιο. Ανοιγόκλεισε με μια χαρακτηριστική άνεση λαγωνικού τα ρουθούνια του σαν να οσμιζόταν από μακριά -5 μέτρα απόσταση- την κατάστασή μου. Τα ρουθούνια μας πήραν τη θέση κάποιου φανταστικού υπερόπλου κι αρχίζαμε και τα ανοιγοκλείναμε σαν να συνομιλούσαν αυτά αντί για τα στόματά μας. Ξάφνου η κίνηση της μύτης μου έφερε φτέρνισμα και λόγω εαρινής ευπάθειας, αυτό συνέβη απότομα κι ακαριαία. Το αριστερό μου μπράτσο τινάχτηκε και προσπάθησε να καλύψει εσωτερικά τη μύτη μου, ενώ ο "αντίπαλός μου" έβαλε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του σαν να έψαχνε ένα πιστόλι από τη θήκη του. έβγαλε με μια επιδέξια κίνηση μια χειρουργική μάσκα και κάλυψε όπως-όπως το στόμα και την πολύ ελαστική του μύτη! Σε αντίθεση εγώ κι η αλλεργία μου αντί να συμμορφωθούμε αρχίσαμε και "πολυβολούσαμε" σπασμωδικούς ήχους κρίσης ρινικής έκρηξης. Ο νεαρός Πολωνός σαν να τον κυνηγούσαν 40 διαβόλοι κατέβηκε τις σκάλες και εξαφανίστηκε. Κι έμεινα εγώ πάλι στα σκοτεινά -εντωμεταξύ ξανάσβησαν τα φώτα στους διαδρόμους- με τη μύτη μου να χει ησυχάσει, το χέρι μου να χαϊδεύει την τσέπη που είχα τη μάσκα μου και την πεποίθηση ότι αν βγω από την πολυκατοικία ,γυρίζοντας θα έβρισκα σφραγισμένο το διαμέρισμά μου. Δεν έδωσα περαιτέρω σημασία στην “συγκρούση” αυτή, και κατέβηκα και βγήκα στο δρόμο... Συνεχίζεται».
Η ίδια γράφει στο facebook: «...έχωσα τα δάχτυλα μου μέσα στα διάφανα γάντια, έβαλα τη μάσκα στην τσέπη μου, έκλεισα την εξώπορτα μαλακά, σαν να μην ήθελα να με πάρουν είδηση ότι βγαίνω από το σπίτι. οκτώ μέρες μέσα έπρεπε να βγω να ξεμουδιάσουν τα πόδια μου, έτσι προτίμησα να κατεβώ από τις σκάλες της πολυκατοικίας. Στον τρίτο ,έσβησε το φως το κοινόχρηστο και βυθίστηκα στο σκοτάδι. κοκάλωσα. άπλωσα το χέρι στον τοίχο, κι άρχισα να τον ψηλαφίζω για να βρω το διακόπτη. Είχαν περάσει κάποια λεπτά, ψάχνοντας το κουμπί ώσπου το γαντοφορεμένο χέρι μου συναντήθηκε με κάτι στερεό, ζεστό σα να είναι χέρι που έκανε "καθρέφτη" τη δική μου κίνηση! Ήταν χέρι. Πάγωσα. Η ανάσα μου σκάλωσε μεταξύ του οισοφάγου και του διαφράγματος, η καρδιά μου αντιθέτως έκανε ένα γδούπο και σα ν' άλλαξε φορά και ρυθμό-ταχυπαλμία. Από την άλλη πλευρά ,ο ιδιοκτήτης του ξένου χεριού, κινήθηκε πιο γρήγορα και πάτησε το κουμπί κι άναψε το φώς. Βρεθήκαμε ο ένας απέναντι στον άλλον. Ήταν ο νεαρός Πολωνός που έμενε με την οικογένειά του στον 3ο. Αναμετρηθήκαμε με το βλέμμα κι ο καθένας μας έκανε ασυναίσθητα ένα βήμα πίσω, σαν αυτά τα σπαγγέτι γουέστερν που ζυγιάζουν τον αντίπαλό τους. Μισόκλεισα τα μάτια για να εστιάσω καλύτερα στις εκφράσεις του προσώπου του, κι έκανε κι αυτός το ίδιο. Ανοιγόκλεισε με μια χαρακτηριστική άνεση λαγωνικού τα ρουθούνια του σαν να οσμιζόταν από μακριά -5 μέτρα απόσταση- την κατάστασή μου. Τα ρουθούνια μας πήραν τη θέση κάποιου φανταστικού υπερόπλου κι αρχίζαμε και τα ανοιγοκλείναμε σαν να συνομιλούσαν αυτά αντί για τα στόματά μας. Ξάφνου η κίνηση της μύτης μου έφερε φτέρνισμα και λόγω εαρινής ευπάθειας, αυτό συνέβη απότομα κι ακαριαία. Το αριστερό μου μπράτσο τινάχτηκε και προσπάθησε να καλύψει εσωτερικά τη μύτη μου, ενώ ο "αντίπαλός μου" έβαλε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του σαν να έψαχνε ένα πιστόλι από τη θήκη του. έβγαλε με μια επιδέξια κίνηση μια χειρουργική μάσκα και κάλυψε όπως-όπως το στόμα και την πολύ ελαστική του μύτη! Σε αντίθεση εγώ κι η αλλεργία μου αντί να συμμορφωθούμε αρχίσαμε και "πολυβολούσαμε" σπασμωδικούς ήχους κρίσης ρινικής έκρηξης. Ο νεαρός Πολωνός σαν να τον κυνηγούσαν 40 διαβόλοι κατέβηκε τις σκάλες και εξαφανίστηκε. Κι έμεινα εγώ πάλι στα σκοτεινά -εντωμεταξύ ξανάσβησαν τα φώτα στους διαδρόμους- με τη μύτη μου να χει ησυχάσει, το χέρι μου να χαϊδεύει την τσέπη που είχα τη μάσκα μου και την πεποίθηση ότι αν βγω από την πολυκατοικία ,γυρίζοντας θα έβρισκα σφραγισμένο το διαμέρισμά μου. Δεν έδωσα περαιτέρω σημασία στην “συγκρούση” αυτή, και κατέβηκα και βγήκα στο δρόμο... Συνεχίζεται».