Γιάννης Λιγνάδης κατά του Σωτήρη Χατζάκη: Υποκρισία, ψευδολογία, χυδαιότητα
«Αναίσχυντο και το ψεύδος ότι υπήρξε φίλος του πατέρα μου Τάσου Λιγνάδη και ότι ο τελευταίος τού είχε τάχα εκμυστηρευθεί τον πόνο του για την πολιτεία του αδελφού μου» είπε μεταξύ άλλων, ο Γιάννης Λιγνάδης.
Μέσα από μια μακροσκελή επιστολή επέλεξε ο Γιάννης Λιγνάδης, ο αδερφός του προφυλακισμένου Δημήτρη Λιγνάδη να τοποθετηθεί σχετικά με τις τελευταίες δηλώσεις του Σωτήρη Χατζάκη.
Σε αυτήν κατηγορεί ευθέως και ανοικτά τον ηθοποιό, σκηνοθέτη και πρώην διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου για υποκρισία, φαυλότητα, διπροσωπία και ψευδολογία.
Ακολουθεί η επιστολή που υπογράφει ο Γιάννης Λιγνάδης:
«O tempora, o mores..! (Κικέρων 4.25)
Προσφάτως περιήλθαν εις γνώσιν μου τα λεγόμενα του σκηνοθέτη και ηθοποιού Σωτ. Χατζάκη κατά του αδελφού μου–και συναδέλφου του– Δημ. Λιγνάδη (εφεξής Δ.Λ.), σε δύο συνεντεύξεις που παραχώρησε σε πρωινή τηλεοπτική εκπομπή· λεγόμενα που μού προκάλεσαν εύλογη θλίψη και αγανάκτηση. Σα να μην του έφτανε ο «λιθοβολισμός» στον οποίο επιδόθηκε στην πρώτη μαγνητοσκοπημένη συνέντευξη, ο κατά το παρελθόν διατελέσας Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, εμφανίστηκε και δεύτερη φορά (!), δια ζώσης, στον ίδιο πρωινάδικο «ορνιθώνα» (!), για να λιθοβολήσει εκ νέου, κατά πρόσκλησιν (αν όχι και κατά παραγγελίαν) «εσκοροδισμένης κουτόρνιθας», η οποία φουσκωμένη από αέρα ναρκισσισμού και κουφόνοιας, τελευταίως δεν παύει να καμώνεται την ένθερμη «δικαιωματίστρια» και σταυροφόρο του νεόκοπου «μιτουισμού», τη στιγμή που η ίδια καθημερινώς επιδίδεται σε άγριο κανιβαλισμό προσωπικοτήτων (με εμμονή στον Δ.Λ), υποκινώντας και διακινώντας το «μιτουικό» μόρφωμα στη νέα του μετάλλαξη: την ανοιχτή πρόσκληση του κοινού των media στην ανθρωποφαγία. Αφήνω κατά μέρος την κανιβαλίζουσα τηλεπερσόνα, θεωρώντας την απλώς ένα από τα πολλά νοσηρά συμπώματα της δυστοπίας και του πολιτιστικού εκβαρβαρισμού της ελληνικής κοινωνίας που ανθοφορούν και απαστράπτουν στην τηλεοπτική πραγματικότητα (και όχι μόνο).
Περνάω στην υποκρισία, την ψευδολογία και την αήθεια του Χατζάκη. Ξεκινώντας από το τελευταίο, θέτω τα εξής ερωτήματα: Πόσο ηθικό είναι να καταγγέλλεις και να δυσφημίζεις δημοσίως άνθρωπο, ο οποίος εκ των περιστάσεων (και μόνο) δεν δύναται να απαντήσει στις επιθέσεις σου και να υπερασπίσει τον εαυτό του; Πόσο ηθικό και ανδρείο είναι τη στιγμή που εκφράζεις την άποψη ότι κάποιος συνάνθρωπός σου έχει υποστεί «τεράστια συντριπτική ήττα», να συνεχίζεις να τον «πυροβολείς»; Πόσο ηθικό και έντιμο είναι να καταγγέλλεις (εκ του ασφαλούς πάντα) συνάδελφό σου, με τον οποίο, κατά τα λεγόμενά σου, υπήρξες στο παρελθόν συνεργάτης και ο οποίος ποτέ δεν σου προκάλεσε προσωπική βλάβη; Πόσο ηθικό και αξιοπρεπές είναι να μη χάνεις ευκαιρία να συκοφαντείς γιο ανθρώπου που διατείνεσαι ότι υπήρξε «φίλος σου», χωρίς να σέβεσαι την μνήμη του «φίλου» (που τον αποκαλείς και «θρυλικό») και της «φιλίας»; Πόσο ηθικό και σώφρον είναι να προ-δικάζεις άνθρωπο για πράξεις που ούτε καλώς γνωρίζεις ούτε είσαι σε θέση να αποδείξεις ούτε έχουν ακόμα κριθεί από την Δικαιοσύνη, ερειδόμενος, κατά τα λεγόμενά σου, μόνο σε αίολες «φήμες», «ενδείξεις» και την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα»; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα αρκούσαν για να καταδείξουν το μέγεθος της χατζάκειας ανανδρίας και αχρειότητας. Έπεται όμως και συνέχεια.
Λέει ο «πολύς» Χατζάκης με την γνωστή επίπλαστη νηφαλιότητα και σοβαροφάνεια του ειδήμονος «homo theatricus»: «πρέπει βέβαια να είναι κανείς προσεκτικός γιατί υπάρχει το τεκμήριο της αθωότητας…», ενώ αλλού με υποκριτική αγωνία διαπιστώνει ότι «έχει συντριβεί το τεκμήριο της αθωότητας»· από την άλλη, δεν διστάζει να πυροβολεί κατά ριπάς, δηλώνοντας με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο: «…κατέστρεψαν ανθρώπους…ψυχές παιδικές», κάνοντας λόγο για «εγκλήματα σε βάρος παιδιών», για «παραβατική εμμονή», για «έγκλημα συγκλονιστικά βίαιο, αηδιαστικό και κατακριτέο» και για μεταφορικούς «λύκους» που μολεύουν «πρόβατα», ενώ συνοψίζοντας την ιδιωτική οδό του Δ.Λ. αποφαίνεται «…πέρασε στην παραβατικότητα τελικά». Εδώ η οργιάζουσα χατζάκειος διγλωσσία, γαρνιρισμένη με τηλεοπτική μπουρδολογία και σκόπιμη ασάφεια, προδίδει την αληθινή φαυλότητα και διπροσωπία του «ανδρός» (τα εισαγωγικά δικά μου). Την ίδια δηλαδή στιγμή που μιλάει για «τεκμήριο αθωότητας» πετάει λίθους καταδικαστικούς (!)
Ακόμα πιο ανατριχιαστική είναι η αναισχυντία της σκόπιμα στρεβλωτικής ρητορικής του και η χυδαιότητα της ψευδολογίας του. Αναφέρει (δις) ότι «εγώ με τον Γεωργουσόπουλο τον απομακρύναμε (sc. τον Δ.Λ.) από την σχολή (sc. του Εθνικού Θεάτρου)», τάχα από μέριμνα για τα «παιδιά», για να μην αφήσει «το λύκο να φυλάει τα πρόβατα». Πράγματι, επί της θητείας του ως Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Ε.Θ., η νέα τότε διεύθυνση της Δραματικής Σχολής (Κ. Γεωργουσόπουλος) δεν ανανέωσε τη Σύμβαση του Δ.Λ ως διδάσκοντος το μάθημα της Υποκριτικής. Μόνο που ο λόγος της απομάκρυνσης του Δ.Λ από τη θέση δεν ήταν τότε αυτός που τώρα αναφέρει ο Χατζάκης. Είναι γνωστό σε πολλούς ότι Λιγνάδης και Γεωργουσόπουλος ήταν τον καιρό εκείνο «στα μαχαίρια» λόγω σφοδρής προσωπικής διένεξης, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την συνύπαρξη των δύο στην Σχολή. Ως εκ τούτου η απομάκρυνση του Δ.Λ είχε ως κύρια (αν όχι αποκλειστική) αιτία την βαθιά και αμοιβαία προσωπική έχθρα. Άλλωστε στο έγγραφο της μη ανανέωσης της σύμβασης (υπάρχει στη διάθεσή μου) δεν αναφέρονται πουθενά οι λόγοι αυτοί –όπως θα ήταν το ορθό– τους οποίους εκ των υστέρων επινόησε ο Χατζάκης, προκειμένου να δρέψει σήμερα τα εύσημα πως τάχα λειτούργησε προληπτικά ως αγαθός ιθύνων και curator morum (=θεράπων των ηθών) του θεάτρου. Αυτό είχε άλλωστε προφασιστεί και ο ίδιος ο Χατζάκης σε κατ᾽ ιδίαν συζήτηση που είχε με τον ΔΛ (καθ᾽ ομολογίαν του τελευταίου), για να δικαιολογήσει την πράξη της απομάκρυνσής του και να βγάλει τον εαυτό του «λάδι».
Αναίσχυντο και το ψεύδος ότι υπήρξε φίλος (!) του πατέρα μου Τάσου Λιγνάδη και ότι ο τελευταίος τού είχε τάχα εκμυστηρευθεί τον πόνο του για την πολιτεία του αδελφού μου (!) ή ότι «είχε προσπαθήσει και ο ίδιος [sc. ο Τάσος Λιγνάδης] να τον νουθετήσει [τον Δ.Λ] στο Αρσάκειο κτλ» (!). Σημειωτέον, ο Τάσος Λιγνάδης απεβίωσε το 1989, ενώ ο Δ.Λ. ξεκίνησε να διδάσκει στον θεατρικό όμιλο του Αρσακείου το 1995! Προφανώς έχει και αυτός κάποιο πρόβλημα με τις χρονολογίες, εκτός κι αν αναφέρεται σε μεταφυσικές, μετά θάνατον, πατρικές νουθεσίες… Η αλήθεια είναι ότι καμία φιλία δεν υπήρξε μεταξύ του πατέρα μου και του Χατζάκη, ούτε στενή σχέση, παρά απλή γνωριμία ανθρώπων που μοιράζονται εν μέρει κοινά ενδιαφέροντα. Υπήρξαν πράγματι κάποιες συναντήσεις στον «Μαγεμένο Αυλό» και σε άλλα πάλαι ποτέ καλλιτεχνικά στέκια, μόνο που τότε ο Χατζάκης, κατά πληροφορίες γνωστών και φίλων, είχε μικρό καλλιτεχνικό ανάστημα και ο ρόλος του στις καλλιτεχνικές τράπεζες ήταν αυτός του Παρατρεχάμενου και του Παρασίτου. Ο Τάσος Λιγνάδης ήταν άνθρωπος έντιμος, με ήθος και οξεία αντίληψη. Είχε μεγάλο κύκλο γνωστών αλλά λίγους εκλεκτούς φίλους με συγκρότηση απέχουσα μακράν του χατζάκειου φυράματος.
Έρχομαι στην πονηρή ρητορική. Σε πολλά σημεία του εν τοις πλείστοις συγκεχυμένου λόγου του, ο ηθικά «ευαίσθητος» και κοινωνικά «ευαισθητοποιημένος» Χατζάκης κάνει συχνές αναφορές σε «παιδικές ψυχές», σε «παιδιά» που «καταστράφηκαν», σε αθώα «πρόβατα» και τα συναφή, αλιεύοντας από θολά νερά, ήτοι από αναξιόπιστες ή κατασκευασμένες φημολογίες εις βάρος του Δ.Λ. που είδαν το φως της δημοσιότητας. Ωστόσο, από τα συμφραζόμενα του λόγου του συνάγεται ότι λέγοντας «παιδιά» εννοεί τους σπουδαστές\-στριες των δραματικών σχολών. Στην πραγματικότητα πρόκειται για «παιδιά» ηλικίας 18 έως 26 ετών, δηλαδή ώριμους πολίτες που ψηφίζουν και που, κατά τεκμήριο, διαθέτουν επαρκή νοητική και συναισθηματική συγκρότηση. Τα τελευταία δε χρόνια που η ηλικιακή σύνθεση των σπουδαζόντων, ειδικά στις κρατικές σχολές, έχει αλλάξει, τα ηλικιακά όρια φτάνουν τα 36 έτη και ακόμα παραπάνω. Τα πιο πολλά «παιδιά» εργάζονται, ζουν και συντηρούνται μόνα τους, είναι μέλη (κάποια και στρατευμένα) πολιτικών παρατάξεων και κοινωνικών/ακτιβιστικών κινημάτων, κάποια «παιδιά» μάλιστα έχουν και δικά τους παιδιά, κτλ. Ο Χατζάκης χρησιμοποιεί βέβαια τον όρο «παιδί» με πονηρές προθέσεις (προς συκοφαντία και δημιουργία εντυπώσεων), ωστόσο το περιεχόμενο είναι αυτό που περιγράφω.
Από την άλλη, οι χατζάκειοι «λύκοι» ποιοι είναι; Από τα συμφραζόμενα και πάλι συνάγεται ότι εννοεί τους διδάσκοντες\-ουσες που «πίπτουν επί των προβάτων», δηλαδή, πιο λαϊκά, τους/τις «πέφτουλες» καθηγητές των σχολών. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ένας εκ των οποίων και εγώ (καθώς επί 20 χρόνια εργάζομαι σε δραματικές σχολές), γνωρίζουν καλά και είναι σε θέση να επιβεβαιώσουν τους παρακάτω ισχυρισμούς: Η διάκριση «πρόβατα» (=αθώοι σπουδαστές) και «λύκοι» (=παραβατικοί ερωτικώς διδάσκοντες) είναι προβληματική, καθώς είναι πολύ απλοϊκή και πλέον μάλλον αναχρονιστική. Αφενός, δεν είναι όλοι οι σπουδαστές «πρόβατα»· στις τάξεις τους μπορεί κανείς να βρει και αρκετούς «λύκους ενδεδυμένους δοράν προβάτου». Αφετέρου, οι «λύκοι» (πέφτουλες) δεν είναι μόνο δύο ή ο ένας που καυχάται ότι «καθάρισε» ο αδιάφθορος Χατζάκης, αλλά μάλλον–και δυστυχώς–πάμπολλοι\-ες. Δεν πρόκειται εδώ να μπω στην ουσία του ακανθώδους αυτού και ζητήματος, απλώς επισημαίνω την έκταση, την συνθετότητα και την διαχρονικότητά του.
Έξάλλου ο λαλίστατος Χατζάκης, «χρόνια στο κουρμπέτι» και «παλιά καραβάνα», σίγουρα θα γνωρίζει και θα μπορούσε να κατονομάσει –ή έστω γενικώς να αναφέρει – αρκετές περιπτώσεις «λύκων», όχι μόνο στους κόλπους των δραματικών σχολών αλλά και του θεάτρου ευρύτερα. Επειδή όμως μπορεί να διαθέτει μερική ευαισθησία ή επιλεκτική μνήμη, του θέτω τα παρακάτω αμείλικτα ερωτήματα:
–Είναι ή όχι συχνό φαινόμενο το «ρίπτεσθαι» (πέσιμο) στο ελληνικό θέατρο αρχής γενομένης απ᾽ τα φυτώριά του;
–Γνωρίζει περιπτώσεις «μεγάλων δασκάλων» και «ιερών τεράτων» του θεάτρου και των τεχνών που επεδίδοντο συστηματικώς στην εν λόγῳ πρακτική;
–Γνωρίζει περιπτώσεις «προβάτων» με εμμονική ροπή προς «λύκους»;
–Υπήρξε ποτέ στο παρελθόν ο ίδιος «λύκος» ή καταγγέλθηκε ποτέ από «αρνιά» για λυκίσια συμπεριφορά σε αρμόδια όργανα;
Αντιλαμβάνομαι ότι οι απαντήσεις δεν είναι πράγμα τόσο εύκολο όσο η λασπολογία, η συκοφαντία και το τηλεοπτικό show στον ρόλο του «τζάμπα μάγκα». Αναμένω λοιπόν απαντήσεις και επιφυλάσσομαι να επανέλθω επί των προκειμένων, εφόσον προκληθώ, καθώς εγώ, για κακή του τύχη, δύναμαι να απαντώ.
Κλείνω εκφράζοντας την λύπη μου για την ασύμμετρη και ανορθόλογη επιθετικότητα που εκδήλωσε ο τέως Διευθυντής του Ε.Θ., μόνο και μόνο, όπως εικάζω, για να μπει κι αυτός στο trendy κύμα του ανελέητου ανθρωποφαγικού τσουνάμι, μπας και δρέψει κανένα καρπό ή λίγα γραμμάρια δημοσιότητας που φαίνεται πως την χρειάζεται βλέποντας σε πτώση τις καλλιτεχνικές του μετοχές. Ας κοάζει όσο θέλει μέσα στη «σκοροδάλμη» του τηλεοπτικού βορβόρου. Η ιστορία εν καιρῴ θα τον κατατάξει, όπως και όλους, στην αρμόζουσα θέση.–
Γλωσσάρι: «ορνιθώνας»: το κοτέτσι· «εσκοροδισμένος»: ταϊσμένος με σκόρδο (κόκορας) για να ντοπαριστεί πριν από την κοκορομαχία· «κουτόρνιθα»: η κότα του κουτιού· «σκορoδάλμη»: σκορδοστούμπι, σκορδαλιά· «βόρβορος»: βούρκος. Γιάννης Λιγνάδης».
Σε αυτήν κατηγορεί ευθέως και ανοικτά τον ηθοποιό, σκηνοθέτη και πρώην διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου για υποκρισία, φαυλότητα, διπροσωπία και ψευδολογία.
Ακολουθεί η επιστολή που υπογράφει ο Γιάννης Λιγνάδης:
«O tempora, o mores..! (Κικέρων 4.25)
Προσφάτως περιήλθαν εις γνώσιν μου τα λεγόμενα του σκηνοθέτη και ηθοποιού Σωτ. Χατζάκη κατά του αδελφού μου–και συναδέλφου του– Δημ. Λιγνάδη (εφεξής Δ.Λ.), σε δύο συνεντεύξεις που παραχώρησε σε πρωινή τηλεοπτική εκπομπή· λεγόμενα που μού προκάλεσαν εύλογη θλίψη και αγανάκτηση. Σα να μην του έφτανε ο «λιθοβολισμός» στον οποίο επιδόθηκε στην πρώτη μαγνητοσκοπημένη συνέντευξη, ο κατά το παρελθόν διατελέσας Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, εμφανίστηκε και δεύτερη φορά (!), δια ζώσης, στον ίδιο πρωινάδικο «ορνιθώνα» (!), για να λιθοβολήσει εκ νέου, κατά πρόσκλησιν (αν όχι και κατά παραγγελίαν) «εσκοροδισμένης κουτόρνιθας», η οποία φουσκωμένη από αέρα ναρκισσισμού και κουφόνοιας, τελευταίως δεν παύει να καμώνεται την ένθερμη «δικαιωματίστρια» και σταυροφόρο του νεόκοπου «μιτουισμού», τη στιγμή που η ίδια καθημερινώς επιδίδεται σε άγριο κανιβαλισμό προσωπικοτήτων (με εμμονή στον Δ.Λ), υποκινώντας και διακινώντας το «μιτουικό» μόρφωμα στη νέα του μετάλλαξη: την ανοιχτή πρόσκληση του κοινού των media στην ανθρωποφαγία. Αφήνω κατά μέρος την κανιβαλίζουσα τηλεπερσόνα, θεωρώντας την απλώς ένα από τα πολλά νοσηρά συμπώματα της δυστοπίας και του πολιτιστικού εκβαρβαρισμού της ελληνικής κοινωνίας που ανθοφορούν και απαστράπτουν στην τηλεοπτική πραγματικότητα (και όχι μόνο).
Περνάω στην υποκρισία, την ψευδολογία και την αήθεια του Χατζάκη. Ξεκινώντας από το τελευταίο, θέτω τα εξής ερωτήματα: Πόσο ηθικό είναι να καταγγέλλεις και να δυσφημίζεις δημοσίως άνθρωπο, ο οποίος εκ των περιστάσεων (και μόνο) δεν δύναται να απαντήσει στις επιθέσεις σου και να υπερασπίσει τον εαυτό του; Πόσο ηθικό και ανδρείο είναι τη στιγμή που εκφράζεις την άποψη ότι κάποιος συνάνθρωπός σου έχει υποστεί «τεράστια συντριπτική ήττα», να συνεχίζεις να τον «πυροβολείς»; Πόσο ηθικό και έντιμο είναι να καταγγέλλεις (εκ του ασφαλούς πάντα) συνάδελφό σου, με τον οποίο, κατά τα λεγόμενά σου, υπήρξες στο παρελθόν συνεργάτης και ο οποίος ποτέ δεν σου προκάλεσε προσωπική βλάβη; Πόσο ηθικό και αξιοπρεπές είναι να μη χάνεις ευκαιρία να συκοφαντείς γιο ανθρώπου που διατείνεσαι ότι υπήρξε «φίλος σου», χωρίς να σέβεσαι την μνήμη του «φίλου» (που τον αποκαλείς και «θρυλικό») και της «φιλίας»; Πόσο ηθικό και σώφρον είναι να προ-δικάζεις άνθρωπο για πράξεις που ούτε καλώς γνωρίζεις ούτε είσαι σε θέση να αποδείξεις ούτε έχουν ακόμα κριθεί από την Δικαιοσύνη, ερειδόμενος, κατά τα λεγόμενά σου, μόνο σε αίολες «φήμες», «ενδείξεις» και την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα»; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα αρκούσαν για να καταδείξουν το μέγεθος της χατζάκειας ανανδρίας και αχρειότητας. Έπεται όμως και συνέχεια.
Λέει ο «πολύς» Χατζάκης με την γνωστή επίπλαστη νηφαλιότητα και σοβαροφάνεια του ειδήμονος «homo theatricus»: «πρέπει βέβαια να είναι κανείς προσεκτικός γιατί υπάρχει το τεκμήριο της αθωότητας…», ενώ αλλού με υποκριτική αγωνία διαπιστώνει ότι «έχει συντριβεί το τεκμήριο της αθωότητας»· από την άλλη, δεν διστάζει να πυροβολεί κατά ριπάς, δηλώνοντας με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο: «…κατέστρεψαν ανθρώπους…ψυχές παιδικές», κάνοντας λόγο για «εγκλήματα σε βάρος παιδιών», για «παραβατική εμμονή», για «έγκλημα συγκλονιστικά βίαιο, αηδιαστικό και κατακριτέο» και για μεταφορικούς «λύκους» που μολεύουν «πρόβατα», ενώ συνοψίζοντας την ιδιωτική οδό του Δ.Λ. αποφαίνεται «…πέρασε στην παραβατικότητα τελικά». Εδώ η οργιάζουσα χατζάκειος διγλωσσία, γαρνιρισμένη με τηλεοπτική μπουρδολογία και σκόπιμη ασάφεια, προδίδει την αληθινή φαυλότητα και διπροσωπία του «ανδρός» (τα εισαγωγικά δικά μου). Την ίδια δηλαδή στιγμή που μιλάει για «τεκμήριο αθωότητας» πετάει λίθους καταδικαστικούς (!)
Ακόμα πιο ανατριχιαστική είναι η αναισχυντία της σκόπιμα στρεβλωτικής ρητορικής του και η χυδαιότητα της ψευδολογίας του. Αναφέρει (δις) ότι «εγώ με τον Γεωργουσόπουλο τον απομακρύναμε (sc. τον Δ.Λ.) από την σχολή (sc. του Εθνικού Θεάτρου)», τάχα από μέριμνα για τα «παιδιά», για να μην αφήσει «το λύκο να φυλάει τα πρόβατα». Πράγματι, επί της θητείας του ως Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Ε.Θ., η νέα τότε διεύθυνση της Δραματικής Σχολής (Κ. Γεωργουσόπουλος) δεν ανανέωσε τη Σύμβαση του Δ.Λ ως διδάσκοντος το μάθημα της Υποκριτικής. Μόνο που ο λόγος της απομάκρυνσης του Δ.Λ από τη θέση δεν ήταν τότε αυτός που τώρα αναφέρει ο Χατζάκης. Είναι γνωστό σε πολλούς ότι Λιγνάδης και Γεωργουσόπουλος ήταν τον καιρό εκείνο «στα μαχαίρια» λόγω σφοδρής προσωπικής διένεξης, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την συνύπαρξη των δύο στην Σχολή. Ως εκ τούτου η απομάκρυνση του Δ.Λ είχε ως κύρια (αν όχι αποκλειστική) αιτία την βαθιά και αμοιβαία προσωπική έχθρα. Άλλωστε στο έγγραφο της μη ανανέωσης της σύμβασης (υπάρχει στη διάθεσή μου) δεν αναφέρονται πουθενά οι λόγοι αυτοί –όπως θα ήταν το ορθό– τους οποίους εκ των υστέρων επινόησε ο Χατζάκης, προκειμένου να δρέψει σήμερα τα εύσημα πως τάχα λειτούργησε προληπτικά ως αγαθός ιθύνων και curator morum (=θεράπων των ηθών) του θεάτρου. Αυτό είχε άλλωστε προφασιστεί και ο ίδιος ο Χατζάκης σε κατ᾽ ιδίαν συζήτηση που είχε με τον ΔΛ (καθ᾽ ομολογίαν του τελευταίου), για να δικαιολογήσει την πράξη της απομάκρυνσής του και να βγάλει τον εαυτό του «λάδι».
Αναίσχυντο και το ψεύδος ότι υπήρξε φίλος (!) του πατέρα μου Τάσου Λιγνάδη και ότι ο τελευταίος τού είχε τάχα εκμυστηρευθεί τον πόνο του για την πολιτεία του αδελφού μου (!) ή ότι «είχε προσπαθήσει και ο ίδιος [sc. ο Τάσος Λιγνάδης] να τον νουθετήσει [τον Δ.Λ] στο Αρσάκειο κτλ» (!). Σημειωτέον, ο Τάσος Λιγνάδης απεβίωσε το 1989, ενώ ο Δ.Λ. ξεκίνησε να διδάσκει στον θεατρικό όμιλο του Αρσακείου το 1995! Προφανώς έχει και αυτός κάποιο πρόβλημα με τις χρονολογίες, εκτός κι αν αναφέρεται σε μεταφυσικές, μετά θάνατον, πατρικές νουθεσίες… Η αλήθεια είναι ότι καμία φιλία δεν υπήρξε μεταξύ του πατέρα μου και του Χατζάκη, ούτε στενή σχέση, παρά απλή γνωριμία ανθρώπων που μοιράζονται εν μέρει κοινά ενδιαφέροντα. Υπήρξαν πράγματι κάποιες συναντήσεις στον «Μαγεμένο Αυλό» και σε άλλα πάλαι ποτέ καλλιτεχνικά στέκια, μόνο που τότε ο Χατζάκης, κατά πληροφορίες γνωστών και φίλων, είχε μικρό καλλιτεχνικό ανάστημα και ο ρόλος του στις καλλιτεχνικές τράπεζες ήταν αυτός του Παρατρεχάμενου και του Παρασίτου. Ο Τάσος Λιγνάδης ήταν άνθρωπος έντιμος, με ήθος και οξεία αντίληψη. Είχε μεγάλο κύκλο γνωστών αλλά λίγους εκλεκτούς φίλους με συγκρότηση απέχουσα μακράν του χατζάκειου φυράματος.
Έρχομαι στην πονηρή ρητορική. Σε πολλά σημεία του εν τοις πλείστοις συγκεχυμένου λόγου του, ο ηθικά «ευαίσθητος» και κοινωνικά «ευαισθητοποιημένος» Χατζάκης κάνει συχνές αναφορές σε «παιδικές ψυχές», σε «παιδιά» που «καταστράφηκαν», σε αθώα «πρόβατα» και τα συναφή, αλιεύοντας από θολά νερά, ήτοι από αναξιόπιστες ή κατασκευασμένες φημολογίες εις βάρος του Δ.Λ. που είδαν το φως της δημοσιότητας. Ωστόσο, από τα συμφραζόμενα του λόγου του συνάγεται ότι λέγοντας «παιδιά» εννοεί τους σπουδαστές\-στριες των δραματικών σχολών. Στην πραγματικότητα πρόκειται για «παιδιά» ηλικίας 18 έως 26 ετών, δηλαδή ώριμους πολίτες που ψηφίζουν και που, κατά τεκμήριο, διαθέτουν επαρκή νοητική και συναισθηματική συγκρότηση. Τα τελευταία δε χρόνια που η ηλικιακή σύνθεση των σπουδαζόντων, ειδικά στις κρατικές σχολές, έχει αλλάξει, τα ηλικιακά όρια φτάνουν τα 36 έτη και ακόμα παραπάνω. Τα πιο πολλά «παιδιά» εργάζονται, ζουν και συντηρούνται μόνα τους, είναι μέλη (κάποια και στρατευμένα) πολιτικών παρατάξεων και κοινωνικών/ακτιβιστικών κινημάτων, κάποια «παιδιά» μάλιστα έχουν και δικά τους παιδιά, κτλ. Ο Χατζάκης χρησιμοποιεί βέβαια τον όρο «παιδί» με πονηρές προθέσεις (προς συκοφαντία και δημιουργία εντυπώσεων), ωστόσο το περιεχόμενο είναι αυτό που περιγράφω.
Από την άλλη, οι χατζάκειοι «λύκοι» ποιοι είναι; Από τα συμφραζόμενα και πάλι συνάγεται ότι εννοεί τους διδάσκοντες\-ουσες που «πίπτουν επί των προβάτων», δηλαδή, πιο λαϊκά, τους/τις «πέφτουλες» καθηγητές των σχολών. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ένας εκ των οποίων και εγώ (καθώς επί 20 χρόνια εργάζομαι σε δραματικές σχολές), γνωρίζουν καλά και είναι σε θέση να επιβεβαιώσουν τους παρακάτω ισχυρισμούς: Η διάκριση «πρόβατα» (=αθώοι σπουδαστές) και «λύκοι» (=παραβατικοί ερωτικώς διδάσκοντες) είναι προβληματική, καθώς είναι πολύ απλοϊκή και πλέον μάλλον αναχρονιστική. Αφενός, δεν είναι όλοι οι σπουδαστές «πρόβατα»· στις τάξεις τους μπορεί κανείς να βρει και αρκετούς «λύκους ενδεδυμένους δοράν προβάτου». Αφετέρου, οι «λύκοι» (πέφτουλες) δεν είναι μόνο δύο ή ο ένας που καυχάται ότι «καθάρισε» ο αδιάφθορος Χατζάκης, αλλά μάλλον–και δυστυχώς–πάμπολλοι\-ες. Δεν πρόκειται εδώ να μπω στην ουσία του ακανθώδους αυτού και ζητήματος, απλώς επισημαίνω την έκταση, την συνθετότητα και την διαχρονικότητά του.
Έξάλλου ο λαλίστατος Χατζάκης, «χρόνια στο κουρμπέτι» και «παλιά καραβάνα», σίγουρα θα γνωρίζει και θα μπορούσε να κατονομάσει –ή έστω γενικώς να αναφέρει – αρκετές περιπτώσεις «λύκων», όχι μόνο στους κόλπους των δραματικών σχολών αλλά και του θεάτρου ευρύτερα. Επειδή όμως μπορεί να διαθέτει μερική ευαισθησία ή επιλεκτική μνήμη, του θέτω τα παρακάτω αμείλικτα ερωτήματα:
–Είναι ή όχι συχνό φαινόμενο το «ρίπτεσθαι» (πέσιμο) στο ελληνικό θέατρο αρχής γενομένης απ᾽ τα φυτώριά του;
–Γνωρίζει περιπτώσεις «μεγάλων δασκάλων» και «ιερών τεράτων» του θεάτρου και των τεχνών που επεδίδοντο συστηματικώς στην εν λόγῳ πρακτική;
–Γνωρίζει περιπτώσεις «προβάτων» με εμμονική ροπή προς «λύκους»;
–Υπήρξε ποτέ στο παρελθόν ο ίδιος «λύκος» ή καταγγέλθηκε ποτέ από «αρνιά» για λυκίσια συμπεριφορά σε αρμόδια όργανα;
Αντιλαμβάνομαι ότι οι απαντήσεις δεν είναι πράγμα τόσο εύκολο όσο η λασπολογία, η συκοφαντία και το τηλεοπτικό show στον ρόλο του «τζάμπα μάγκα». Αναμένω λοιπόν απαντήσεις και επιφυλάσσομαι να επανέλθω επί των προκειμένων, εφόσον προκληθώ, καθώς εγώ, για κακή του τύχη, δύναμαι να απαντώ.
Κλείνω εκφράζοντας την λύπη μου για την ασύμμετρη και ανορθόλογη επιθετικότητα που εκδήλωσε ο τέως Διευθυντής του Ε.Θ., μόνο και μόνο, όπως εικάζω, για να μπει κι αυτός στο trendy κύμα του ανελέητου ανθρωποφαγικού τσουνάμι, μπας και δρέψει κανένα καρπό ή λίγα γραμμάρια δημοσιότητας που φαίνεται πως την χρειάζεται βλέποντας σε πτώση τις καλλιτεχνικές του μετοχές. Ας κοάζει όσο θέλει μέσα στη «σκοροδάλμη» του τηλεοπτικού βορβόρου. Η ιστορία εν καιρῴ θα τον κατατάξει, όπως και όλους, στην αρμόζουσα θέση.–
Γλωσσάρι: «ορνιθώνας»: το κοτέτσι· «εσκοροδισμένος»: ταϊσμένος με σκόρδο (κόκορας) για να ντοπαριστεί πριν από την κοκορομαχία· «κουτόρνιθα»: η κότα του κουτιού· «σκορoδάλμη»: σκορδοστούμπι, σκορδαλιά· «βόρβορος»: βούρκος. Γιάννης Λιγνάδης».