Τζούλια Νόβα: Αποκαλύπτει ποια ήταν η στιγμή που αισθάνθηκε «ξένη» στην Ελλάδα
Τι δήλωσε σε συνέντευξή της
Για την μετακόμισή της από την Ουκρανία στην Ελλάδα και το πόσο γρήγορα προσαρμόστηκε εδώ μίλησε η Τζούλια Νόβα στο περιοδικό ΟΚ! και τον δημοσιογράφο Γιώργο Πράσινο αποκαλύπτοντας και το μοναδικό περιστατικό που βίωσε και την έκανε να νιώσει «ξένη» στη χώρα μας.
Γεννήθηκες στην Ουκρανία και ήρθες αρκετά μικρή στην Ελλάδα
Ήρθα στην Ελλάδα στα 13 μου. Είχε έρθει αρχικά η μητέρα μου στη χώρα για θεραπεία – ο γιατρός τής συνέστησε να μείνει στην Αθήνα για κάποιους μήνες επειδή δεν είχε τόση υγρασία και κρύο όσο είχε στην Ουκρανία. Είχε νοικιάσει σπίτι στην Αθήνα και της άρεσε πολύ εδώ, ενώ σε εμάς στην Ουκρανία υπήρχε κρίση και μονίμως απέλυαν κόσμο. Έτσι πήρε την απόφαση να μη γυρίσει πίσω. Τέσσερα χρόνια αφού είχε φύγει η μαμά, με ένα «παραθυράκι» που βοήθησε να ανοίξουν τα σύνορα, κατάφερε να φέρει και εμένα στην Ελλάδα. Εκείνη την περίοδο, από τα 9 μέχρι τα 13 μου, ζούσα με τη γιαγιά μου, τη μητέρα της μητέρας μου, στο Ιβάνο Φρανκίβσκ. Ήταν ωραία χρόνια, αλλά και δύσκολα γιατί μου έλειπε η μητέρα μου.
Η γιαγιά ήταν και είναι ένας άγγελος. Έχω έναν αδελφό από τον πατέρα μου, με τον οποίο δεν έχω σχέσεις. Ούτε και με τον πατέρα μου έχω επαφή. Χώρισαν οι γονείς μου όταν ήμουν 6 ετών. Τότε ήταν δική του πρωτοβουλία να μην έχουμε επαφές, λίγο αργότερα η πρωτοβουλία ήταν δική μου. Ομολογώ πως δεν μου έλειψε ούτε και μου λείπει καθόλου.
Τι σε εντυπωσίασε όταν ήρθες στην Αθήνα;
Αυτό που ήθελα ήταν να είμαι με τη μαμά μου, οπότε ήμουν ευτυχισμένη. Δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο. Μου άρεσε πολύ εδώ. Θυμάμαι τις πρώτες μας βόλτες στην Πλάκα, πήγαμε στην Ακρόπολη και γύρω από τον ιερό λόφο. Τη λάτρεψα την Αθήνα. Μου έκαναν μεγάλη εντύπωση οι νεραντζιές σε κάθε πεζοδρόμιο – που τότε νόμιζα πως ήταν πορτοκαλιές. Επίσης σκεφτόμουν πως οι Έλληνες είναι ωραίος –εμφανισιακά– λαός και πολύ καλοσυνάτος
Αντιμετώπισες δυσκολίες προσαρμογής;
Ναι, αλλά ξεπεράστηκαν γρήγορα. Αύγουστο ήρθα στην Ελλάδα, χωρίς να ξέρω ούτε μια λέξη ελληνικά και Σεπτέμβριο ξεκίνησα σε ελληνικό δημόσιο σχολείο. Για ένα διάστημα, προσπαθούσα να μαθαίνω όσα περισσότερα γινόταν. Ευτυχώς, γνώρισα ένα αγόρι, ο οποίος με βοήθησε πολύ να μάθω ελληνικά. Αφιέρωσε πολύ χρόνο να μου μάθει. «Αυτό είναι ένα δέντρο» μου έλεγε. «Πες το ξανά!». Έτσι έμαθα ελληνικά. Και στον πρώτο χρόνο μιλούσα σχεδόν τέλεια. Επίσης, μια παρέα κοριτσιών από το σχολείο με αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή. Αυτά τα πέντε κορίτσια έρχονταν κάθε πρωί να με πάρουν για να πάμε μαζί στο σχολείο και κάθε μεσημέρι με γύριζαν στο σπίτι. Ποτέ δεν αισθάνθηκα μόνη.
Υπήρξαν περιπτώσεις όπου αισθάνθηκες «ξένη»;
Μόνο μία φορά, από μια μάνα. Τη μητέρα αυτού του αγοριού που με βοήθησε να μάθω ελληνικά. Ήταν το αγόρι μου. Η μητέρα του, λοιπόν, δεν με ήθελε καθόλου. Έλεγε ότι είμαι από την Ουκρανία, άρα ελευθερίων ηθών. Και το έλεγε για ένα κορίτσι 14 ετών! Έκανε τα πάντα για να μας χωρίσει, μέχρι που τον κλείδωνε σπίτι. Εμείς ήμασταν μικρά παιδιά και ευτυχώς ερχόταν στο σχολείο, όπου ήμασταν αχώριστοι. Ήταν ένας παιδικός έρωτας.
Γεννήθηκες στην Ουκρανία και ήρθες αρκετά μικρή στην Ελλάδα
Ήρθα στην Ελλάδα στα 13 μου. Είχε έρθει αρχικά η μητέρα μου στη χώρα για θεραπεία – ο γιατρός τής συνέστησε να μείνει στην Αθήνα για κάποιους μήνες επειδή δεν είχε τόση υγρασία και κρύο όσο είχε στην Ουκρανία. Είχε νοικιάσει σπίτι στην Αθήνα και της άρεσε πολύ εδώ, ενώ σε εμάς στην Ουκρανία υπήρχε κρίση και μονίμως απέλυαν κόσμο. Έτσι πήρε την απόφαση να μη γυρίσει πίσω. Τέσσερα χρόνια αφού είχε φύγει η μαμά, με ένα «παραθυράκι» που βοήθησε να ανοίξουν τα σύνορα, κατάφερε να φέρει και εμένα στην Ελλάδα. Εκείνη την περίοδο, από τα 9 μέχρι τα 13 μου, ζούσα με τη γιαγιά μου, τη μητέρα της μητέρας μου, στο Ιβάνο Φρανκίβσκ. Ήταν ωραία χρόνια, αλλά και δύσκολα γιατί μου έλειπε η μητέρα μου.
Η γιαγιά ήταν και είναι ένας άγγελος. Έχω έναν αδελφό από τον πατέρα μου, με τον οποίο δεν έχω σχέσεις. Ούτε και με τον πατέρα μου έχω επαφή. Χώρισαν οι γονείς μου όταν ήμουν 6 ετών. Τότε ήταν δική του πρωτοβουλία να μην έχουμε επαφές, λίγο αργότερα η πρωτοβουλία ήταν δική μου. Ομολογώ πως δεν μου έλειψε ούτε και μου λείπει καθόλου.
Τι σε εντυπωσίασε όταν ήρθες στην Αθήνα;
Αυτό που ήθελα ήταν να είμαι με τη μαμά μου, οπότε ήμουν ευτυχισμένη. Δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο. Μου άρεσε πολύ εδώ. Θυμάμαι τις πρώτες μας βόλτες στην Πλάκα, πήγαμε στην Ακρόπολη και γύρω από τον ιερό λόφο. Τη λάτρεψα την Αθήνα. Μου έκαναν μεγάλη εντύπωση οι νεραντζιές σε κάθε πεζοδρόμιο – που τότε νόμιζα πως ήταν πορτοκαλιές. Επίσης σκεφτόμουν πως οι Έλληνες είναι ωραίος –εμφανισιακά– λαός και πολύ καλοσυνάτος
Αντιμετώπισες δυσκολίες προσαρμογής;
Ναι, αλλά ξεπεράστηκαν γρήγορα. Αύγουστο ήρθα στην Ελλάδα, χωρίς να ξέρω ούτε μια λέξη ελληνικά και Σεπτέμβριο ξεκίνησα σε ελληνικό δημόσιο σχολείο. Για ένα διάστημα, προσπαθούσα να μαθαίνω όσα περισσότερα γινόταν. Ευτυχώς, γνώρισα ένα αγόρι, ο οποίος με βοήθησε πολύ να μάθω ελληνικά. Αφιέρωσε πολύ χρόνο να μου μάθει. «Αυτό είναι ένα δέντρο» μου έλεγε. «Πες το ξανά!». Έτσι έμαθα ελληνικά. Και στον πρώτο χρόνο μιλούσα σχεδόν τέλεια. Επίσης, μια παρέα κοριτσιών από το σχολείο με αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή. Αυτά τα πέντε κορίτσια έρχονταν κάθε πρωί να με πάρουν για να πάμε μαζί στο σχολείο και κάθε μεσημέρι με γύριζαν στο σπίτι. Ποτέ δεν αισθάνθηκα μόνη.
Υπήρξαν περιπτώσεις όπου αισθάνθηκες «ξένη»;
Μόνο μία φορά, από μια μάνα. Τη μητέρα αυτού του αγοριού που με βοήθησε να μάθω ελληνικά. Ήταν το αγόρι μου. Η μητέρα του, λοιπόν, δεν με ήθελε καθόλου. Έλεγε ότι είμαι από την Ουκρανία, άρα ελευθερίων ηθών. Και το έλεγε για ένα κορίτσι 14 ετών! Έκανε τα πάντα για να μας χωρίσει, μέχρι που τον κλείδωνε σπίτι. Εμείς ήμασταν μικρά παιδιά και ευτυχώς ερχόταν στο σχολείο, όπου ήμασταν αχώριστοι. Ήταν ένας παιδικός έρωτας.