Χριστόφορος Παπακαλιάτης: Τα πάντα στη ζωή μου φιλτράρονται μέσω του γραψίματος
Ο δημοφιλής ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος μιλάει για την πορεία των 32 ετών στον χώρο του θεάματος, που οδήγησε στην πρεμιέρα της νέας του σειράς με τίτλο «Maestro», την ερχόμενη Πέμπτη στις 22.30, στο Mega
Μάλλον θα πρέπει να είναι κάτι πολύ δύσκολο να κάνεις επιτυχίες στη δουλειά σου – όποια κι αν είναι αυτή – και ταυτόχρονα οι επιλογές σου για τη συνέχειά της να έχουν πάντα έναν εκλεκτικό χαρακτήρα, να παραμένουν μετρημένες και αυστηρά ελεγχόμενες και, αν και γνωρίζεις πως οτιδήποτε κι αν κάνεις θα έχει μάλιστα και ένα πολυπληθές κοινό, να ενστερνίζεσαι την τρομερή φράση της Αντιγόνης ότι «ξέρω πως αρέσω σ’ αυτούς που πρέπει να αρέσω». Είναι η περίπτωση του Χριστόφορου Παπακαλιάτη.
Η συνομιλία αυτή έγινε ενώ ήταν στο αποκορύφωμά της η προετοιμασία για την έναρξη προβολής της τηλεοπτικής σειράς «Maestro» και ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης ήταν σαν να ομολογούσε πως «όσο περισσότερο κουρασμένος τόσο πιο ευχαριστημένος αισθάνομαι». Αυτή του η συμπεριφορά, η θητεία του των 32 χρόνων στον χώρο, η αισθητική του κυρίως σ’ οτιδήποτε κι αν κάνει – θέατρο, κινηματογράφο, τηλεόραση -, οποιαδήποτε κι αν είναι η θεματολογία του, τον έχουν μεταβάλει σε μια καλλιτεχνική μονάδα που το μέλλον της θα ενσωματώνεται με τέτοιο τρόπο στο παρελθόν του, ώστε να συγκροτούν μια αδιάσπαστη ενότητα.
Παραμένει ένα αναμφισβήτητο γεγονός πως όσο κινηματογράφο ή όση τηλεόραση κι αν κάνει ένας ηθοποιός – τουλάχιστον για εμάς, εδώ στην Ελλάδα – καταξιώνεται στη συνείδησή μας με τη δουλειά του στο θέατρο, έστω κι αν γίνεται σε αραιά χρονικά διαστήματα. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη και την τελευταία εμφάνισή του στο θέατρο πριν από δέκα ακριβώς χρόνια, με το «Αμαντέους» του Πίτερ Σάφερ. «Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, είναι τόση η αγάπη, το πάθος και η λαχτάρα που έχω για τη σκηνοθεσία και το κομμάτι της κινηματογραφικής αφήγησης που, εκ των πραγμάτων, δεν υπήρχε χρόνος για να σκεφτώ να κάνω κάτι στο θέατρο. Μετά τις παραστάσεις με το «Αμαντέους» έκανα αμέσως την πρώτη κινηματογραφική μου ταινία, το «Αν». Στη συνέχεια έκανα την ταινία «Ένας άλλος κόσμος», αρχίζοντας να μοιράζω τον χρόνο μου ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αμερική. Ενώ προετοίμαζα την επόμενη ταινία μου, ήρθε η πανδημία και δυστυχώς πάγωσαν όλα. Η ιστορία που έγραψα μέσα στην πανδημία έγινε τελικά η τηλεοπτική σειρά «Maestro». Πάντως, ως χρονοδιάγραμμα, ακόμη κι αν υπήρχε η σκέψη για το θέατρο, ήταν στιγμιαία, δεν υπήρχε χρόνος. Είμαι τόσο αφοσιωμένος στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, που θα ήταν αδύνατον να κάνω θέατρο. Δεν γίνεται να τα κάνεις όλα».
Όταν συζητάς με μια πολυσχιδή καλλιτεχνική προσωπικότητα, επόμενο είναι να σ’ ενδιαφέρει να μάθεις πώς εξειδικεύονται τα ενδιαφέροντά της αλλά και παράπλευρες εκδοχές τους, όπως, για παράδειγμα, αν το γράψιμο την αφορά αποκλειστικά και μόνο με τη σεναριακή μορφή του κινηματογράφου και της τηλεόρασης ή απλώνεται και σε άλλες περιοχές. «Τα κείμενα που έγραφα από μικρό παιδί – γράφω από δέκα έντεκα χρόνων – είχαν πάντα σεναριακή μορφή, στην πραγματικότητα ήταν σκηνές για τον κινηματογράφο. Γενικότερα το γράψιμο ήταν και παραμένει για μένα μια πολύ προσωπική, βιολογική ανάγκη. Τα πάντα στη ζωή μου φιλτράρονται μέσω του γραψίματος. Ανεξάρτητα από το αν έγινα ηθοποιός στα δεκάξι μου χρόνια, ανεξάρτητα απ’ οτιδήποτε άλλο, όταν επέστρεφα το βράδυ στο σπίτι μου, στρωνόμουν στο γράψιμο. Ήμουνα πολύ μικρός όταν έκανα την πρώτη σεναριακή μου δουλειά, πρόκειται για το σίριαλ «Η ζωή μια βόλτα», δεν είχα ακόμη συμπληρώσει τα είκοσι τέσσερά μου χρόνια. Όταν βέβαια πέρασα στη σκηνοθεσία, δεν υπήρχε χρόνος να γράφω, να σκηνοθετώ, να παίζω σε μια σειρά ή σε μια ταινία και παράλληλα να έχω και θέατρο. Οπότε έκανα θέατρο, φρόντιζα να μην έχω τίποτε άλλο».
Όσο «ενθουσιασμό» ή «επιφύλαξη» κι αν δημιουργεί ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος, με τη συμμετοχή του κοινού να έχει συρρικνωθεί δραματικά όσον αφορά την προσέλευσή του, δεν μπορεί να μην υπάρχει ένας προβληματισμός σε σχέση με τον «παλιό ελληνικό κινηματογράφο», κυρίως εκείνον των δεκαετιών του ’50 και του ’60, που επιζεί θριαμβευτικά, αν και έχουν αλλάξει εκ θεμελίων οι απεικονιζόμενες σ’ αυτόν συνθήκες ζωής. «Οι νεότερες γενιές ανατρέχουν ακόμη στις ταινίες των δεκαετιών ’50 και ’60 γιατί δεν υπήρξε ποτέ κάτι να τις αντικαταστήσει, πρόκειται για μια υπόθεση που κόπηκε αμέσως μετά τη χούντα. Για όποιον μεγάλωσε με τις ταινίες αυτές, βλέποντάς τες το Σάββατο το βράδυ με τον παππού και τη γιαγιά, επόμενο είναι να ανατρέχει σ’ αυτές όπως σε μια αθώα εποχή. Δεν υπήρξε μια συνέχεια ώστε να μπορεί να πει κανείς πως μεγάλωσε με τις ελληνικές ταινίες του ’80, του ’90 ή και του 2000 ακόμη. Ο κινηματογράφος της δεκαετίας του ’50 και της δεκαετίας του ’60 ήταν πολύ αληθινός και πολύ συνεπής σε σχέση με τους θεατές. Ήξερες τι είναι αυτό που βλέπεις, δεν σε μπέρδευε. Μπορεί τα νοήματά του να ήταν απλά, αλλά αυτό ήταν το ζητούμενο της εποχής. Κάτι που συνέβαινε όχι μόνο με τον ελληνικό, αλλά και με τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Ο κόσμος είχε βγει από έναν πόλεμο και ήθελε πιο απλά, πιο αισιόδοξα πράγματα, που να φωτίζουν τη στενοχώρια του. Όπως όταν ακούς ένα τραγούδι της Σοφίας Βέμπο που διασώζει κάτι πολύ γλυκό και πολύ αληθινό από εκείνη την εποχή και λες «τι ωραίο που είναι»».
Ενας καλλιτέχνης μπορεί να ζει ταυτόχρονα, χάρη στους ήρωες που ενσαρκώνει, σε πολλές εποχές, ενώ τα βιώματά του, χάρη σ’ αυτήν ακριβώς την «ενσάρκωση», ν’ αποκτούν ένα ασύλληπτο εύρος. Δεν παύει όμως να είναι κι ένας άνθρωπος του καιρού του και όσο κι αν μετά από πενήντα χρόνια ενδέχεται ν’ ακούγεται άνευ σημασίας ένας προβληματισμός ως προς την ύπαρξη του Διαδικτύου, σήμερα δεν παύουμε να τον έχουμε όλοι μας. «Το Διαδίκτυο είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο, που μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί και για «καλό» και για «κακό». Σε σχέση όμως με όσα βλέπουμε γύρω μας δεν χρησιμοποιείται πάντα για το «καλό». Αν και είναι ένα παράθυρο στον κόσμο, πολλές φορές το παράθυρο αυτό ανοίγει σε κάτι πολύ σκοτεινό. Όσον αφορά αυτή ακριβώς την προοπτική του ή μάλλον την πραγματικότητά του, θεωρώ ότι το Διαδίκτυο έχει αλλάξει τη σχέση των ανθρώπων με την τέχνη, την οποιαδήποτε τέχνη. Το Διαδίκτυο έχει πολλές ταχύτητες, αλλά οι ταχύτητες αυτές πολύ συχνά είναι παρά φύσιν. Καταργούν το πνεύμα και τη σκέψη. Κι όταν καταργούνται το πνεύμα και η σκέψη, μοιραία αλλάζει η σχέση με την τέχνη. Ενώ θα μπορούσε να είναι κάτι εξαιρετικό, σε πολλές περιπτώσεις, όχι σε όλες – μη γινόμαστε ισοπεδωτικοί -, λειτουργεί εναντίον του παντός».
Έρχεται πάντα η στιγμή όταν συζητάς μ’ έναν ηθοποιό, σκηνοθέτη και συγγραφέα στη συγκεκριμένη περίπτωση, να τον ρωτήσεις ποιους ο ίδιος θα θεωρούσε ως δασκάλους του, έστω κι αν δεν θα το λογάριαζες σωστό, να επαναλάβεις ρωτώντας τον κάτι που με απολύτως επαινετική πρόθεση ανέφερε ο Μάνος Χατζιδάκις σε σχέση με τους καλλιτέχνες: «Ο σημαντικός καλλιτέχνης δεν αντιγράφει, κλέβει». «Δεν είχα ποτέ μανία με κάποιον ή με κάποιους, έστω κι αν η δουλειά τους, βλέποντάς τη, μ’ εντυπωσίαζε. Φυσικά, ειδικά με τον Φελίνι, ανακάλυπτα μεγαλώνοντας πράγματα που, όταν ήμουν μικρός, δεν τα καταλάβαινα. Ο Βισκόντι βέβαια αλλά και νεότεροι όπως ο Νιλ Τζόρνταν. Ωστόσο δεν είμαι ο άνθρωπος που είχε στο δωμάτιό του μια αφίσα, ένα πρότυπο, που ήθελα να του μοιάσω. Αισθανόμουν ότι έχω μια παλέτα με διαφορετικά χρώματα που τα χρησιμοποιώ ανάλογα με την εποχή, την ηλικία, την ψυχική μου κατάσταση. Μπορεί να φαίνεται αλλά δεν είναι κάτι μονοδιάστατο».
Δεν παύει όμως να παραμένει ένα ζητούμενο σε σχέση με έναν καλλιτέχνη, αν τα σχέδιά του είναι συνέπεια μιας οργάνωσης ή είναι ο χρόνος που τα υπαγορεύει, η «στιγμή», η έμπνευση. «Θα έλεγα ότι πρόκειται για έναν συνδυασμό. Φυσικά και οργανώνω, αν και το «οργανώνω» δεν είναι η σωστή λέξη. Η σωστή λέξη είναι «σκέφτομαι», που σημαίνει αναγνωρίζω στον εαυτό μου την ελευθερία να αφουγκράζεται την εποχή και τον κόσμο, το πώς εξελίσσονται τα πράγματα. Αφού σήμερα μπορεί να λέμε κάτι, αλλά σε έξι μήνες να έχει αλλάξει όλος ο πλανήτης. Ζούμε με πρωτοφανείς ταχείς ρυθμούς που κανείς δεν τους είχε υποψιαστεί».
Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς για πόσα χρόνια ακόμη θα εξακολουθεί να υφίσταται ως ερώτημα, δηλαδή το αν προτιμά να γράφει κανείς με χαρτί και μολύβι ή στο λάπτοπ, ωστόσο προσώρας μπορεί να διατυπώνεται, προκαλώντας μια έντονη συγκίνηση, όπως το καθετί που βρίσκεται σ’ ένα κρίσιμο μεταίχμιο. «Ως το πρώτο επεισόδιο του «Maestro» έγραφα με το στιλό μου στο χαρτί. Από το δεύτερο επεισόδιο και μετά άρχισα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, να γράφω στο λάπτοπ. Επειδή όμως είμαι ένας ιδιαίτερα συναισθηματικός άνθρωπος αναγνωρίζω πως το γράψιμο με το χέρι στο χαρτί έχει κάτι μοναδικό που δεν μπορεί τίποτε να το αντικαταστήσει. Γράφοντας με το στιλό, σκέφτεσαι διαφορετικά τα πράγματα απ’ ό,τι συμβαίνει όταν οι κινήσεις είναι μηχανικές».
Η συνομιλία αυτή έγινε ενώ ήταν στο αποκορύφωμά της η προετοιμασία για την έναρξη προβολής της τηλεοπτικής σειράς «Maestro» και ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης ήταν σαν να ομολογούσε πως «όσο περισσότερο κουρασμένος τόσο πιο ευχαριστημένος αισθάνομαι». Αυτή του η συμπεριφορά, η θητεία του των 32 χρόνων στον χώρο, η αισθητική του κυρίως σ’ οτιδήποτε κι αν κάνει – θέατρο, κινηματογράφο, τηλεόραση -, οποιαδήποτε κι αν είναι η θεματολογία του, τον έχουν μεταβάλει σε μια καλλιτεχνική μονάδα που το μέλλον της θα ενσωματώνεται με τέτοιο τρόπο στο παρελθόν του, ώστε να συγκροτούν μια αδιάσπαστη ενότητα.
Παραμένει ένα αναμφισβήτητο γεγονός πως όσο κινηματογράφο ή όση τηλεόραση κι αν κάνει ένας ηθοποιός – τουλάχιστον για εμάς, εδώ στην Ελλάδα – καταξιώνεται στη συνείδησή μας με τη δουλειά του στο θέατρο, έστω κι αν γίνεται σε αραιά χρονικά διαστήματα. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη και την τελευταία εμφάνισή του στο θέατρο πριν από δέκα ακριβώς χρόνια, με το «Αμαντέους» του Πίτερ Σάφερ. «Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, είναι τόση η αγάπη, το πάθος και η λαχτάρα που έχω για τη σκηνοθεσία και το κομμάτι της κινηματογραφικής αφήγησης που, εκ των πραγμάτων, δεν υπήρχε χρόνος για να σκεφτώ να κάνω κάτι στο θέατρο. Μετά τις παραστάσεις με το «Αμαντέους» έκανα αμέσως την πρώτη κινηματογραφική μου ταινία, το «Αν». Στη συνέχεια έκανα την ταινία «Ένας άλλος κόσμος», αρχίζοντας να μοιράζω τον χρόνο μου ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αμερική. Ενώ προετοίμαζα την επόμενη ταινία μου, ήρθε η πανδημία και δυστυχώς πάγωσαν όλα. Η ιστορία που έγραψα μέσα στην πανδημία έγινε τελικά η τηλεοπτική σειρά «Maestro». Πάντως, ως χρονοδιάγραμμα, ακόμη κι αν υπήρχε η σκέψη για το θέατρο, ήταν στιγμιαία, δεν υπήρχε χρόνος. Είμαι τόσο αφοσιωμένος στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, που θα ήταν αδύνατον να κάνω θέατρο. Δεν γίνεται να τα κάνεις όλα».
Όταν συζητάς με μια πολυσχιδή καλλιτεχνική προσωπικότητα, επόμενο είναι να σ’ ενδιαφέρει να μάθεις πώς εξειδικεύονται τα ενδιαφέροντά της αλλά και παράπλευρες εκδοχές τους, όπως, για παράδειγμα, αν το γράψιμο την αφορά αποκλειστικά και μόνο με τη σεναριακή μορφή του κινηματογράφου και της τηλεόρασης ή απλώνεται και σε άλλες περιοχές. «Τα κείμενα που έγραφα από μικρό παιδί – γράφω από δέκα έντεκα χρόνων – είχαν πάντα σεναριακή μορφή, στην πραγματικότητα ήταν σκηνές για τον κινηματογράφο. Γενικότερα το γράψιμο ήταν και παραμένει για μένα μια πολύ προσωπική, βιολογική ανάγκη. Τα πάντα στη ζωή μου φιλτράρονται μέσω του γραψίματος. Ανεξάρτητα από το αν έγινα ηθοποιός στα δεκάξι μου χρόνια, ανεξάρτητα απ’ οτιδήποτε άλλο, όταν επέστρεφα το βράδυ στο σπίτι μου, στρωνόμουν στο γράψιμο. Ήμουνα πολύ μικρός όταν έκανα την πρώτη σεναριακή μου δουλειά, πρόκειται για το σίριαλ «Η ζωή μια βόλτα», δεν είχα ακόμη συμπληρώσει τα είκοσι τέσσερά μου χρόνια. Όταν βέβαια πέρασα στη σκηνοθεσία, δεν υπήρχε χρόνος να γράφω, να σκηνοθετώ, να παίζω σε μια σειρά ή σε μια ταινία και παράλληλα να έχω και θέατρο. Οπότε έκανα θέατρο, φρόντιζα να μην έχω τίποτε άλλο».
Όσο «ενθουσιασμό» ή «επιφύλαξη» κι αν δημιουργεί ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος, με τη συμμετοχή του κοινού να έχει συρρικνωθεί δραματικά όσον αφορά την προσέλευσή του, δεν μπορεί να μην υπάρχει ένας προβληματισμός σε σχέση με τον «παλιό ελληνικό κινηματογράφο», κυρίως εκείνον των δεκαετιών του ’50 και του ’60, που επιζεί θριαμβευτικά, αν και έχουν αλλάξει εκ θεμελίων οι απεικονιζόμενες σ’ αυτόν συνθήκες ζωής. «Οι νεότερες γενιές ανατρέχουν ακόμη στις ταινίες των δεκαετιών ’50 και ’60 γιατί δεν υπήρξε ποτέ κάτι να τις αντικαταστήσει, πρόκειται για μια υπόθεση που κόπηκε αμέσως μετά τη χούντα. Για όποιον μεγάλωσε με τις ταινίες αυτές, βλέποντάς τες το Σάββατο το βράδυ με τον παππού και τη γιαγιά, επόμενο είναι να ανατρέχει σ’ αυτές όπως σε μια αθώα εποχή. Δεν υπήρξε μια συνέχεια ώστε να μπορεί να πει κανείς πως μεγάλωσε με τις ελληνικές ταινίες του ’80, του ’90 ή και του 2000 ακόμη. Ο κινηματογράφος της δεκαετίας του ’50 και της δεκαετίας του ’60 ήταν πολύ αληθινός και πολύ συνεπής σε σχέση με τους θεατές. Ήξερες τι είναι αυτό που βλέπεις, δεν σε μπέρδευε. Μπορεί τα νοήματά του να ήταν απλά, αλλά αυτό ήταν το ζητούμενο της εποχής. Κάτι που συνέβαινε όχι μόνο με τον ελληνικό, αλλά και με τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Ο κόσμος είχε βγει από έναν πόλεμο και ήθελε πιο απλά, πιο αισιόδοξα πράγματα, που να φωτίζουν τη στενοχώρια του. Όπως όταν ακούς ένα τραγούδι της Σοφίας Βέμπο που διασώζει κάτι πολύ γλυκό και πολύ αληθινό από εκείνη την εποχή και λες «τι ωραίο που είναι»».
Ενας καλλιτέχνης μπορεί να ζει ταυτόχρονα, χάρη στους ήρωες που ενσαρκώνει, σε πολλές εποχές, ενώ τα βιώματά του, χάρη σ’ αυτήν ακριβώς την «ενσάρκωση», ν’ αποκτούν ένα ασύλληπτο εύρος. Δεν παύει όμως να είναι κι ένας άνθρωπος του καιρού του και όσο κι αν μετά από πενήντα χρόνια ενδέχεται ν’ ακούγεται άνευ σημασίας ένας προβληματισμός ως προς την ύπαρξη του Διαδικτύου, σήμερα δεν παύουμε να τον έχουμε όλοι μας. «Το Διαδίκτυο είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο, που μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί και για «καλό» και για «κακό». Σε σχέση όμως με όσα βλέπουμε γύρω μας δεν χρησιμοποιείται πάντα για το «καλό». Αν και είναι ένα παράθυρο στον κόσμο, πολλές φορές το παράθυρο αυτό ανοίγει σε κάτι πολύ σκοτεινό. Όσον αφορά αυτή ακριβώς την προοπτική του ή μάλλον την πραγματικότητά του, θεωρώ ότι το Διαδίκτυο έχει αλλάξει τη σχέση των ανθρώπων με την τέχνη, την οποιαδήποτε τέχνη. Το Διαδίκτυο έχει πολλές ταχύτητες, αλλά οι ταχύτητες αυτές πολύ συχνά είναι παρά φύσιν. Καταργούν το πνεύμα και τη σκέψη. Κι όταν καταργούνται το πνεύμα και η σκέψη, μοιραία αλλάζει η σχέση με την τέχνη. Ενώ θα μπορούσε να είναι κάτι εξαιρετικό, σε πολλές περιπτώσεις, όχι σε όλες – μη γινόμαστε ισοπεδωτικοί -, λειτουργεί εναντίον του παντός».
«Ευτυχής και υπόχρεος που κάνω αυτή τη δουλειά»
Οσο μικρός κι αν είναι κανείς ηλικιακά και δουλεύει στην περιοχή της τέχνης, δεν παύει να επιχειρεί καθημερινά, έστω κι αν δεν το ομολογεί, έναν απολογισμό των όσων ως σήμερα έχει φτιάξει. Πόσω μάλλον όταν, αν και νέος, αριθμεί ήδη κάποιες δεκαετίες ενεργού δραστηριότητας. «Είμαι ήδη τριάντα δύο χρόνια στον χώρο, ξεκίνησα πολύ μικρός, ενώ ήμουν ακόμη στο σχολείο, παιδί. Πιστεύω πως έκανα και εξακολουθώ να κάνω αυτό που θυμάμαι τον εαυτό μου πάντα να θέλει: να λέω ιστορίες, άλλοτε, ελπίζω, καλά, άλλοτε λιγότερο καλά, ανάλογα με την ηλικία, ανάλογα με την εποχή, ανάλογα με το κοινωνικό περιβάλλον. Αισθάνομαι πολύ ευτυχής που έχω φτάσει σ’ αυτή την ηλικία και μπορώ να παράγω: να σκηνοθετώ, να λέω ιστορίες, να φτιάχνω εικόνες, να γυρίζω το βράδυ στο σπίτι μου και να γράφω. Αν και δεν το καταλάβαινα όταν ήμουν μικρός, αυτό ήταν πάντα το ζητούμενο για μένα. Πολλές φορές αισθάνομαι υπόχρεος, σαν να μου κάνουν χάρη που με αφήνουν να κάνω αυτή τη δουλειά, δηλαδή να μου επιτρέπουν να νιώθω καλά, όταν συμβαίνουν γύρω μας όλα αυτά που συμβαίνουν».Έρχεται πάντα η στιγμή όταν συζητάς μ’ έναν ηθοποιό, σκηνοθέτη και συγγραφέα στη συγκεκριμένη περίπτωση, να τον ρωτήσεις ποιους ο ίδιος θα θεωρούσε ως δασκάλους του, έστω κι αν δεν θα το λογάριαζες σωστό, να επαναλάβεις ρωτώντας τον κάτι που με απολύτως επαινετική πρόθεση ανέφερε ο Μάνος Χατζιδάκις σε σχέση με τους καλλιτέχνες: «Ο σημαντικός καλλιτέχνης δεν αντιγράφει, κλέβει». «Δεν είχα ποτέ μανία με κάποιον ή με κάποιους, έστω κι αν η δουλειά τους, βλέποντάς τη, μ’ εντυπωσίαζε. Φυσικά, ειδικά με τον Φελίνι, ανακάλυπτα μεγαλώνοντας πράγματα που, όταν ήμουν μικρός, δεν τα καταλάβαινα. Ο Βισκόντι βέβαια αλλά και νεότεροι όπως ο Νιλ Τζόρνταν. Ωστόσο δεν είμαι ο άνθρωπος που είχε στο δωμάτιό του μια αφίσα, ένα πρότυπο, που ήθελα να του μοιάσω. Αισθανόμουν ότι έχω μια παλέτα με διαφορετικά χρώματα που τα χρησιμοποιώ ανάλογα με την εποχή, την ηλικία, την ψυχική μου κατάσταση. Μπορεί να φαίνεται αλλά δεν είναι κάτι μονοδιάστατο».
«Δεν την κοιτάζω τη βία στα μάτια»
Δεν είναι λίγα τα συμπτώματα βίας και ανθρωποφαγίας που εκδηλώνονται στους σύγχρονους καιρούς και όσο κι αν ποικίλλουν οι αφετηρίες τους, δεν παύουν να κορυφώνονται σε μιαν ένταση, με συνέπεια το δημιουργούμενο κλίμα να αναπαράγεται σχεδόν αυτόματα στους ιδιωτικούς όσο και στους δημόσιους χώρους. «Σερφάροντας στο Διαδίκτυο, υπάρχουν βιντεάκια με βία που ένας ολόκληρος κόσμος τα βλέπει, θα έλεγες, με ηδονή. Όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά η ανθρωπότητα ολόκληρη περνάει μια πολύ δύσκολη και πολύ ταραγμένη περίοδο που δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ως συνέπειά της θα προκύψει μια ισορροπία ή μια ολοκληρωτική καταστροφή. Προσωπικά αποστρέφω το πρόσωπό μου, δεν την κοιτάζω τη βία στα μάτια. Προσπαθώ να παραμένω ψύχραιμος, να κρατώ τις ποιότητες και την αξιοπρέπεια όπως ο ίδιος τις ορίζω, παρά να παίρνω δημόσια θέση σε σχέση με όλα αυτά τα φοβερά που συμβαίνουν σαν να πρόκειται για ψυχαγωγία. Δεν μου αρέσει καθόλου που όλοι έχουν μια δημόσια θέση για πράγματα που δεν γνωρίζουν καν».Δεν παύει όμως να παραμένει ένα ζητούμενο σε σχέση με έναν καλλιτέχνη, αν τα σχέδιά του είναι συνέπεια μιας οργάνωσης ή είναι ο χρόνος που τα υπαγορεύει, η «στιγμή», η έμπνευση. «Θα έλεγα ότι πρόκειται για έναν συνδυασμό. Φυσικά και οργανώνω, αν και το «οργανώνω» δεν είναι η σωστή λέξη. Η σωστή λέξη είναι «σκέφτομαι», που σημαίνει αναγνωρίζω στον εαυτό μου την ελευθερία να αφουγκράζεται την εποχή και τον κόσμο, το πώς εξελίσσονται τα πράγματα. Αφού σήμερα μπορεί να λέμε κάτι, αλλά σε έξι μήνες να έχει αλλάξει όλος ο πλανήτης. Ζούμε με πρωτοφανείς ταχείς ρυθμούς που κανείς δεν τους είχε υποψιαστεί».
Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς για πόσα χρόνια ακόμη θα εξακολουθεί να υφίσταται ως ερώτημα, δηλαδή το αν προτιμά να γράφει κανείς με χαρτί και μολύβι ή στο λάπτοπ, ωστόσο προσώρας μπορεί να διατυπώνεται, προκαλώντας μια έντονη συγκίνηση, όπως το καθετί που βρίσκεται σ’ ένα κρίσιμο μεταίχμιο. «Ως το πρώτο επεισόδιο του «Maestro» έγραφα με το στιλό μου στο χαρτί. Από το δεύτερο επεισόδιο και μετά άρχισα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, να γράφω στο λάπτοπ. Επειδή όμως είμαι ένας ιδιαίτερα συναισθηματικός άνθρωπος αναγνωρίζω πως το γράψιμο με το χέρι στο χαρτί έχει κάτι μοναδικό που δεν μπορεί τίποτε να το αντικαταστήσει. Γράφοντας με το στιλό, σκέφτεσαι διαφορετικά τα πράγματα απ’ ό,τι συμβαίνει όταν οι κινήσεις είναι μηχανικές».