Τραγωδία στη Λάρισα - Συγκλονίζει η Ευδοκία Τσαγκλή: «Έπρεπε να αποφασίσω αν θα καώ ή θα σπάσω τα κόκαλά μου»
«Πιάνει αμέσως φωτιά και νιώθω τις φλόγες πάνω μου. Καίγονται τα μαλλιά μου», αποκαλύπτει η Ευδοκία Τσαγκλή
Στο βαγόνι 3 της αμαξοστοιχίας IC62 ταξίδευε η Ευδοκία Τσαγκλή, όταν στα Τέμπη έμελλε να γραφτεί μια μαύρη σελίδα για την ελληνική σύγχρονη ιστορία. Η πρώην παίκτρια του Big Brother ήταν από τους τυχερούς επιβάτες που κατάφεραν να αποδράσουν από αυτή την εθνική τραγωδία.
«Ήμουν στο βαγόνι τρία, μέσα στο οποίο ήταν και μια άλλη κοπέλα μαζί με τη γάτα της. Την πηγαίναμε βόλτα πάνω-κάτω και παίζαμε μαζί της. Γελάγαμε. Πού να φανταστούμε τι θα γινόταν μερικά λεπτά μετά», εξομολογείται, αρχικά, η Ευδοκία Τσαγκλή στο Πρώτο Θέμα και τον δημοσιογράφο Φρίξο Δρακοντίδη.
«Όσοι ήταν στον διάδρομο εκσφενδονίστηκαν και είτε έχασαν τη ζωή τους είτε τραυματίστηκαν πολύ σοβαρά. Είχα μόλις προλάβει να καθίσω. Νιώθω το βαγόνι να γυρνάει και εγώ να χτυπάω δυνατά το μέτωπό μου και τη μύτη μου σε σκληρή επιφάνεια. Ενστικτωδώς γίνομαι “μπάλα” για να προστατέψω το σώμα μου. Παντού ακούγονται ουρλιαχτά, φωνές και ελάχιστοι είναι εκείνοι που καταφέρνουν να κρατήσουν την ψυχραιμία τους. Πιάνει αμέσως φωτιά και νιώθω τις φλόγες πάνω μου. Καίγονται τα μαλλιά μου».
«Ψάχναμε να βρούμε τρόπο να εγκαταλείψουμε το βαγόνι. Ξαφνικά βρίσκουμε μια διέξοδο μέσα από τα συντρίμμια και τότε συνειδητοποιούμε ότι η απόσταση που μας χωρίζει από το έδαφος ήταν ίση με δύο ορόφους πολυκατοικίας. Τι είχε συμβεί; Ένα άλλο βαγόνι βρισκόταν κάτω από το δικό μας. Πήδαγαν και μετά δεν ακούγαμε φωνές. Δεν ξέρω τι απέγιναν αυτοί οι άνθρωποι. Επέζησαν; Τραυματίστηκαν και έχασαν τις αισθήσεις τους; Ειλικρινά δεν ξέρω. Έπρεπε να αποφασίσω αν θα καώ ή αν θα σπάσω τα κόκαλά μου πέφτοντας κι εγώ στο κενό για να σωθώ.
Επιλέγω να πηδήξω, προσπαθώντας ωστόσο να μειώσω το ύψος. Γαντζώθηκα κυριολεκτικά από τις εξωτερικές επιφάνειες του βαγονιού, όσο μπορούσα τουλάχιστον να κρατηθώ και μετά πέταξα το μπουφάν μου κάτω ώστε να πέσω πάνω του μήπως και μειώσω το ρίσκο της πτώσης. Δυστυχώς όμως έπεσα πάνω σε μια πέτρα και έτσι έσπασα τη λεκάνη μου. Σηκωθήκαμε κι αρχίσαμε να τρέχουμε χωρίς να ξέρουμε πού πηγαίνουμε. Απλά τρέχαμε και δίναμε κουράγιο ο ένας στον άλλον, ευχαριστώντας τον Θεό που είμαστε ζωντανοί», καταλήγει η Ευδοκία Τσαγκλή.
«Ήμουν στο βαγόνι τρία, μέσα στο οποίο ήταν και μια άλλη κοπέλα μαζί με τη γάτα της. Την πηγαίναμε βόλτα πάνω-κάτω και παίζαμε μαζί της. Γελάγαμε. Πού να φανταστούμε τι θα γινόταν μερικά λεπτά μετά», εξομολογείται, αρχικά, η Ευδοκία Τσαγκλή στο Πρώτο Θέμα και τον δημοσιογράφο Φρίξο Δρακοντίδη.
«Όσοι ήταν στον διάδρομο εκσφενδονίστηκαν και είτε έχασαν τη ζωή τους είτε τραυματίστηκαν πολύ σοβαρά. Είχα μόλις προλάβει να καθίσω. Νιώθω το βαγόνι να γυρνάει και εγώ να χτυπάω δυνατά το μέτωπό μου και τη μύτη μου σε σκληρή επιφάνεια. Ενστικτωδώς γίνομαι “μπάλα” για να προστατέψω το σώμα μου. Παντού ακούγονται ουρλιαχτά, φωνές και ελάχιστοι είναι εκείνοι που καταφέρνουν να κρατήσουν την ψυχραιμία τους. Πιάνει αμέσως φωτιά και νιώθω τις φλόγες πάνω μου. Καίγονται τα μαλλιά μου».
«Ψάχναμε να βρούμε τρόπο να εγκαταλείψουμε το βαγόνι. Ξαφνικά βρίσκουμε μια διέξοδο μέσα από τα συντρίμμια και τότε συνειδητοποιούμε ότι η απόσταση που μας χωρίζει από το έδαφος ήταν ίση με δύο ορόφους πολυκατοικίας. Τι είχε συμβεί; Ένα άλλο βαγόνι βρισκόταν κάτω από το δικό μας. Πήδαγαν και μετά δεν ακούγαμε φωνές. Δεν ξέρω τι απέγιναν αυτοί οι άνθρωποι. Επέζησαν; Τραυματίστηκαν και έχασαν τις αισθήσεις τους; Ειλικρινά δεν ξέρω. Έπρεπε να αποφασίσω αν θα καώ ή αν θα σπάσω τα κόκαλά μου πέφτοντας κι εγώ στο κενό για να σωθώ.
Επιλέγω να πηδήξω, προσπαθώντας ωστόσο να μειώσω το ύψος. Γαντζώθηκα κυριολεκτικά από τις εξωτερικές επιφάνειες του βαγονιού, όσο μπορούσα τουλάχιστον να κρατηθώ και μετά πέταξα το μπουφάν μου κάτω ώστε να πέσω πάνω του μήπως και μειώσω το ρίσκο της πτώσης. Δυστυχώς όμως έπεσα πάνω σε μια πέτρα και έτσι έσπασα τη λεκάνη μου. Σηκωθήκαμε κι αρχίσαμε να τρέχουμε χωρίς να ξέρουμε πού πηγαίνουμε. Απλά τρέχαμε και δίναμε κουράγιο ο ένας στον άλλον, ευχαριστώντας τον Θεό που είμαστε ζωντανοί», καταλήγει η Ευδοκία Τσαγκλή.