Καλεσμένος στην εκπομπή «Στούντιο 4» βρέθηκε το απόγευμα της Τετάρτης (6/12) ο Στέλιος Κουδουνάρης. Ο γνωστός σχεδιαστής Στέλιος Κουδουνάρης μίλησε στη Νάνσυ Ζαμπέτογλου και τον Θανάση Αναγνωστόπουλο για το ξεκίνημά του στον χώρο της μόδας, καθώς και για τα φοιτητικά χρόνια που πέρασε στο Κιλκίς.

Οι δηλώσεις του Στέλιου Κουδουνάρη

«Στο Κιλκίς δούλευα βράδυ σε καφέ, σε εστιατόρια και σε μία τοπική εφημερίδα, όπου έγραφα τα κοσμικά της πόλης. Πέρασα πολύ όμορφα εκεί. Στην Αθήνα ήρθα το 2004 ως ασκούμενος στον Χριστόφορο Κοτέντο και σιγά σιγά ξεκίνησα να φτιάχνω τα δικά μου ρούχα στο σπίτι», είπε αρχικά ο Στέλιος Κουδουνάρης.

«Δοκίμαζα μοδίστρες, πετούσα ρούχα που δεν ήταν καλοφτιαγμένα. Μου πήρε έναν χρόνο για να βγάλω την πρώτη μου συλλογή, τη δειγμάτιζα σε καταστήματα για άλλον έναν χρόνο, γιατί κανείς δεν τα ήθελε. Το 2008 όταν έλεγα ότι είμαι Έλληνας σχεδιαστής, μου έκλειναν το τηλέφωνο», περιγράφει στη συνέχεια ο γνωστός σχεδιαστής και κριτής του My Style Rocks.


«Τότε υπήρχε ακόμα η αίσθηση ότι ο σχεδιαστής είναι σαν μόδιστρος, είχε περάσει η εικόνα από τις ελληνικές ταινίες ότι είναι μια καρικατούρα, ένας άνθρωπος πιο αλέγρος που φτιάχνει ρούχα επάνω σου για να πας σε μία συγκεκριμένη περίσταση», επισημαίνει ο Στέλιος Κουδουνάρης στο «Στούντιο 4».

«Ήταν όλοι σνομπ, επικρατούσαν οι ξένοι οίκοι, ήταν πολύ δύσκολα. Φορτωνόμουν τα ρούχα αγκαλιά και πήγαινα σε καταστήματα χωρίς ραντεβού για να δειγματίσω τα ρούχα μου. Η πρώτη μου παραγγελία έγινε ύστερα από έναν χρόνο στην Κύπρο», αποκαλύπτει σε άλλο σημείο.

«Μία μόνο φορά είχα πληγωθεί πάρα πολύ με τη συμπεριφορά ενός πελάτη, ο οποίος με κορόιδευε λίγο με τις παραγγελίες και τα λοιπά. Είχα ρίξει τα ρούχα στο πάτωμα του σπιτιού και τα πατούσα με μανία, έκλαιγα χωρίς αύριο. Αυτό κράτησε 10 λεπτά. Μετά τα σήκωσα, τα σιδέρωσα, τα κρέμασα και συνέχισα την πορεία μου», εξομολογείται ο  Στέλιος Κουδουνάρης.

Ο γνωστός και επιτυχημένος σχεδιαστής Στέλιος Κουδουνάρης εξομολογήθηκε και το πώς διαχειρίστηκε την απότομη αναγνωρισιμότητα και πλέον πως έχει αλλάξει ο τρόπος σκέψης του απέναντι σε αυτό.

«Το My Style Rocks δεν αλλάζει. Άμα με πετύχεις στα μέσα της σεζόν θα σου πω “Να τελειώσει, Παναγία μου, να ξεκουραστώ, να κάνω τις δουλειές μου”. Αν είναι προς το τέλος της σεζόν, λέω να το τραβήξουμε λίγο ακόμα. Μου λείπει μετά. Άμα περάσουν μήνες και δεν έχουν My Style Rocks ή όταν είχε κάνει ένα κενό 1-1,5 χρόνο, μου έλειπε, το ήθελα. Είναι ένα κοινωνικό πείραμα, είναι διαφορετικές προσωπικότητες όλες μαζί. Εκεί δεν μιλάμε μόνο για ρούχα, είναι ξεκάθαρα πολλές προσωπικότητες βαλμένες σε ένα πλατό. Όχι μόνο αυτές αλλά και εμείς. Και βλέπεις πως αντιμετωπίζει την κάθε ευκολία, δυσκολία ο κάθε άνθρωπος. Πώς αλλάζει από το επεισόδιο 1 μέχρι το επεισόδιο 20. Βλέπω στο επεισόδιο που δεν έχουν προβληθεί ακόμη τα επεισόδια, πώς αλλάζουν μόλις προβληθεί. Βάζουν φίλτρα, διεκδικούν περισσότερο τηλεοπτικό χρόνο. Μόλις προβληθεί το πρώτο επεισόδιο αλλάζουν όλοι οι χαρακτήρες».

«Το κακό κομμάτι που τώρα πια δεν είναι και με εμπόδιζε είναι η απότομη δημοσιότητα και αναγνωρισιμότητα. Ένιωθα ότι ο κόσμος που μιλούσε έκανε μια εισβολή στην καθημερινότητά μου. Ήρθαν όλα μπαμ και κάτω. Στην αρχή το έβλεπα αρνητικά, δεν μου άρεσε, μου προκαλούσε άγχος, ταραχή. Αλλά όταν κατάλαβα ότι αυτό είναι, αφού είσαι πολλές ώρες στα σπίτια των ανθρώπων και θέλουν να σου πουν ένα “γεια”, χαλάρωσε, τελείωσε. Ένιωθα ότι γιατί μου μιλάνε, γιατί με κοιτάνε, γιατί λένε “γεια”, εγώ δεν θέλω να μιλήσω, δεν έχω όρεξη. Είναι μια νέα καθημερινότητα. Σίγουρα η καθημερινότητά μου σε σχέση με τη δουλειά μου γιατί δουλεύω πολλές ώρες. Πολλές φορές δεν ήθελα να βγω από το σπίτι. Πηγαίνω σε λιγότερα events απ' ό,τι πήγαινα γιατί δεν θέλω να μιλάω με ανθρώπους, βαριέμαι. Δεν είμαι ο Σάκης Ρουβάς, εντάξει. Θα με χαιρετήσουν πέντε άνθρωποι. Δεν έχει αλλάξει κάτι! Η πορεία μου ήταν κανονική. Δούλεψα πολύ, το ένα έφερνε το άλλο. Εγώ ξεκίνησα το 2008 με το δικό μου brand και η αλήθεια είναι ότι κάθε χρόνο είχα περισσότερη απήχηση, περισσότερους πελάτες. Σπούδαζα στο Κιλκίς, το 2004 ήρθα στην Αθήνα για την πρακτική μου και το 2007 προετοιμαζόμουν για το δικό μου brand».

«Άνοιξα και εγώ σαν άνθρωπος λόγω της εκπομπής. Είμαι πιο άνετος, πιο δεκτικός, πιο διαλλακτικός και στη δουλειά μου. Τότε έφτιαχνα ένα φόρεμα ας πούμε και έλεγα “Δεν μου αρέσει, άσ' το”. Τώρα αν δεν μου αρέσει, θα πω γιατί δεν μου αρέσει; Γιατί π.χ. έχει λεπτή τιράντα, πάμε να το αλλάξουμε. Είμαι ένας άνθρωπος που δουλεύει πολύ, ήμουν πολύ κλειστός. Είχα το πλαίσιό μου, οι φίλοι ήταν συγκεκριμένοι. Δεν ήμουν κοινωνικός ούτε ομιλητικός και ούτε ήθελα να ξέρουν ποιος είναι ο  Στέλιος Κουδουνάρης.

Με πήραν τηλέφωνο, μου είπαν ότι θέλουν να με δουν για ένα πρότζεκτ. Είπα ότι δεν με ενδιαφέρει, μου είπαν να κάνουμε μια κουβέντα από κοντά και λέω ας πάω. Πήγα από ευγένεια. Και μετά το πρώτο ραντεβού είπα δεν είναι κακό αυτό που μου περιγράφουν. Καλά μου τα είπαν και λίγο ειδυλλιακά. Με τα ταμπελάκια μου ανάβουν τα λαμπάκια. Μπορώ να δω και την κλωστή και το κουμπί μπορεί να έχει ξηλωθεί.

Δεν κάνω λάθη στην κριτική μου. Για μένα αυτό είναι σωστό γιατί είναι διαγωνισμός, πρέπει να υπάρχει πλαίσιο, πρέπει να τους βάλω έναν σωστό βαθμό γιατί ένα κορίτσι παίρνει 2.500 ευρώ σε μια βδομάδα επειδή κάνουν 6 outfit. Η νικήτρια της εβδομάδας το παίρνει αλλά έχουν και μια αμοιβή συμβολική για τη συμμετοχή τους. Επίσης, με την παραμονή τους δημιουργείται μια θέση εργασίας. Θα έχουν δυνατά social media.

Τις προάλλες ήταν μια κοπέλα που φορούσε ένα πανωφόρι για ένα επαγγελματικό δείπνο. Πού πας, κούκλα μου, έτσι σε επαγγελματικό δείπνο; Δηλαδή θα σε πάρουν στα σοβαρά;

Εγώ αν μπορώ να είμαι παντελώς απαρατήρητος, είναι δώρο για μένα. Θέλω να παρατηρώ. Για να παρατηρείς ανενόχλητος πρέπει να μη σε παρατηρούν. Πάντα παρατηρώ, τώρα λιγότερο. Γιατί δεν μπορώ να κοιτάω γιατί θα λένε “Ο Στέλιος Κουδουνάρης γιατί κοιτάει έτσι;”».