Η Αλίκη Βουγιουκλάκη "μιλάει" για την ζωή της: Απόσπασμα από το μοναδικό βιβλίο που έγραψε η αξέχαστη πρωταγωνίστρια
Πώς σώθηκε μωράκι από του χάρου τα δόντια
Αυτή τη φορά, η Αλίκη «μιλάει» μέσα από ένα σπάνιο γραπτό ντοκουμέντο που έχει την προσωπική της σφραγίδα. Είναι το μοναδικό βιβλίο που έγραψε η ίδια το 1961
«Εδώ… Αλίκη!»: μια αφήγηση με επίκεντρο τη μεγάλη σταρ όχι όπως την έζησαν και τη θυμούνται οι φίλοι της ή μέσα από συνεντεύξεις. Αυτή τη φορά, η Αλίκη «μιλάει» μέσα από ένα σπάνιο γραπτό ντοκουμέντο που έχει την προσωπική της σφραγίδα. Είναι το μοναδικό βιβλίο που έγραψε η ίδια το 1961, όταν άρχιζε να ανατέλλει το αστέρι της, που ακόμα και τώρα, είκοσι τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό της, λάμπει το ίδιο μαγικά. Η Αλίκη σε ό,τι έκανε έβαζε την ψυχή της. Έτσι έκανε και σ’ αυτό το μικρό βιβλίο από τις εκδόσεις Ίκαρος με τον τίτλο «Εδώ… Αλίκη!», το οποίο δημοσιεύτηκε ως ένθετο μεγάλης εφημερίδας το 1960.
Πού να φανταστεί κανείς πως η μετέπειτα «υπολοχαγός Νατάσσα» ήταν εκείνο το μικρό κοριτσάκι που στα οκτώ του έγραψε και πρωταγωνίστησε στην πρώτη του παράσταση «Η ηρωική Ελλάς» με πατριωτικό περιεχόμενο; Σε αυτή σκοτώνονται ο πατριώτης αρραβωνιαστικός της και ο Γερμανός στρατιωτικός διώκτης της (σ.σ.: πολύ αργότερα το ρόλο αυτόν έπαιξε ο Κώστας Καρράς, αλλά τότε στη μικρή βεράντα του σπιτιού τους στο Μαρούσι εμφανίστηκε ο πεντάχρονος αδελφός της Τάκης Βουγιουκλάκης). Η ίδια θυμόταν με χιούμορ αυτή την πρώτη της θεατρική απόπειρα.
«…Τα βρήκαμε μπαστούνια με τον Γερμανό. Πού να βρεθεί γερμανική στολή και μάλιστα στα μέτρα του μικρού μου αδελφού; Ξαφνικά η Θάλεια (σ.σ.: παιδική τους φίλη) θυμήθηκε πως υπήρχε στον κήπο τους ένα παλιό γερμανικό κράνος που το χρησιμοποιούσαν για… γλάστρα. Αμέσως το κράνος έκαμε φτερά, το λουλούδι ξεριζώθηκε και η παράσταση είχε σωθεί».
Όσο για το «κλου» της βραδιάς; Η ψιλή παιδική φωνίτσα του αδελφού της με την ατάκα «Ράουθ πατλί». Τα πρώτα χειροκροτήματα και ο θρίαμβος. Το γλυκό παραλήρημα του κοινού, που η Αλίκη θα το ζήσει και για πολλά χρόνια μετά…
Ακόμα και το χαστούκι στο «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» μάλλον… γραμμένο ήταν κι αυτό στο ριζικό της, γιατί όπως υπογράμμισε η ίδια: «Κάθε φορά που έλεγα στους δικούς μου πως θέλω να γίνω “θεατρίνα”, άρπαζα μονίμως και ένα χαστούκι. Τόσο που μέσα στην παιδική μου συνείδηση, το θέατρο είχε συνδεθεί άρρηκτα με τους μπάτσους… Κι όταν έμαθαν πως μπήκα στη δραματική σχολή, εσείστηκε ο τόπος. Οικογενειακά συμβούλια σπίτι μου, καβγάδες, άγριες ματιές, πολεμική ατμόσφαιρα. Κι εγώ με πρησμένα διαρκώς μάτια από τα κλάματα και τα μάγουλα από τους μπάτσους…».
Συγκλονιστική είναι και η περιγραφή της για το πώς σώθηκε μωράκι από του χάρου τα δόντια και πώς το αεροβάπτισμά της παραλίγο να καταλήξει σε τραγωδία! Τρεις μήνες μετά τη γέννησή της αρρώστησε βαριά από βρογχοπνευμονία.
«Μία βδομάδα πάλευα με το θάνατο. Μία βδομάδα η καημένη η μητέρα μου δεν είχε κλείσει μάτι. Στο τέλος οι γιατροί πήραν ιδιαιτέρως τον πατέρα μου και του είπαν πως δεν υπάρχει καμιά ελπίδα. Ζήτημα ήταν αν θα ζούσα ως το πρωί…».
Έτσι αποφάσισαν να την αεροβαπτίσουν κι έστησαν μια αυτοσχέδια τέντα με μια κουβέρτα. Μόνο που «… η κουβέρτα άρπαξε φωτιά από τα κεριά που κρατούσαν για τη βάφτιση. Ο παπάς με παράτησε μέσα στην κολυμπήθρα, η μητέρα μου όρμησε να με σώσει (από το νερό και τις φλόγες) και οι άλλοι έτρεχαν να σβήσουν τη φωτιά… Δεν ξέρω πώς τελείωσε η βάφτισή μου. Εκείνο που ξέρω είναι ότι, μέσα στο χαλασμό, άνοιξα τα μάτια μου, έβαλα τα κλάματα και το ίδιο βράδυ ήμουν καλύτερα».
Σε άλλο σημείο του βιβλίου περιγράφει πως δεν ήταν η μόνη φορά που σώθηκε από θαύμα.
Ήταν πέντε χρόνων, όταν επηρεασμένη από μια ταινία που είχε δει στο «Σινεάκ» με ένα φακίρη που κατάπινε σπαθιά, θέλησε να τον μιμηθεί. Μόνο που, επειδή δεν έβρισκε σπαθί, κατάπιε μια χούφτα πρόκες!
«Όταν οι πρόκες έφτασαν στο λαιμό μου, τα χρειάστηκα. Έβαλα τα κλάματα, έτρεξε η μητέρα μου, με άρπαξε στην αγκαλιά της και με πήγε ολοταχώς στο σταθμό πρώτων βοηθειών, όπου τελείωσε άδοξα η φακίρικη καριέρα μου. Από τότε αντιπαθώ θανάσιμα τα… καρφιά - κυριολεκτικά και μεταφορικά» γράφει.
Φαίνεται ότι και τον κ. Φλωρά τον είχε συναντήσει πολύ πριν από την ταινία η Αλίκη. Μόνο που δεν ήταν ο φιλόλογος αλλά ο μαθηματικός της. Όπως αποκαλύπτει: «Καθώς μάλιστα αγαπούσα ιδιαίτερα τα φυσικομαθηματικά, φρόντισα να ερωτευθώ τον καθηγητή μου αυτού του μαθήματος, για να είμαι και συνεπής με την κλίση μου».
Όμως η ιστορία δεν είχε «χάπι εντ» όπως στην ταινία.
Ο καθηγητής όχι μόνο δεν της έδωσε σημασία, αλλά κάποια στιγμή πήρε μετάθεση: «Ένα χρόνο αργότερα έμαθα πως ο Πυθαγόρας μου παντρεύτηκε! Και σαν να μην έφτανε αυτό, είχε πάρει μια τελειόφοιτη του Γυμνασίου Κηφισιάς».
Τον πρώτο ρόλο στο θέατρο της τον έδωσε ο καθηγητής της στην υποκριτική Αλέξης Σολομός: τη μικρή σκανδαλιάρα Λουιζόν στον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου. Σε άλλο σημείο αναφέρει μια τυχερή της στιγμή, όταν η Έλλη Λαμπέτη αρνήθηκε λόγω χρόνου ένα ρόλο και τότε το κινηματογραφικό «Ποντικάκι» δόθηκε σε εκείνη. Κι έτσι κέρδισε και τα πρώτα χρήματα από τη δουλειά της.
Όμως, όταν πρωτοείδε τον εαυτό της στη μικρή οθόνη, είπε: «Τελείωσε, δεν κάνω για τον κινηματογράφο, δεν θα ξαναπαίξω ποτέ σε ταινία. Αλλά λογάριαζα χωρίς τους ξενοδόχους…».
Στην «Αστέρω», την πρώτη ταινία που γύρισε με τη Finos Film, στη σκηνή στο ποτάμι, στο παρά πέντε τον γλίτωσε τον πνιγμό! Η σκηνή γυρίστηκε στον Ορχομενό, έξω από τη Λειβαδιά, στις πηγές του Μαυροπόταμου.
«Ξαφνικά νιώθω όλο το σώμα μου να κοκαλώνει. Προσπάθησα να σαλέψω τα χέρια, τα πόδια, ένα χέρι, ένα δάχτυλο, τίποτα! Όλα μου τα μέλη είχαν μουδιάσει από το κρυσταλλιασμένο νερό. Το μόνο που ένιωθα ήταν πως το ρεύμα με παρέσυρε μακριά. Και σε λίγο, σαν άψυχο σώμα πια, κατάλαβα πως βούλιαζα στο βυθό!
Με όση δύναμη μου έμενε, προσπάθησα να κρατήσω το κεφάλι μου έξω από το νερό και έβγαλα μια απελπισμένη φωνή: Βοήθεια!».
Ευτυχώς, όπως γράφει η Αλίκη, ο φωτογράφος του φιλμ Χάρης Μυλωνάς έπεσε με τα ρούχα στο νερό για να τη σώσει, αλλά… του έμεινε η πρόσθετη κοτσίδα της στο χέρι.
Ο διευθυντής παραγωγής Μάριος Σταυρόπουλος, δεινός κολυμβητής, ήταν πιο τυχερός, καθώς την τράβηξε στην κυριολεξία από τα μαλλιά στην ακροποταμιά.
Η Βουγιουκλάκη αποκάλυψε ότι χαρακτηρίστηκε από θιασάρχη «γρουσούζα». Αυτό συνέβη γιατί δύο παραστάσεις δεν πήγαν καλά και ο θίασος άρχισε να την κοιτά με λοξό μάτι ως «κατσικοπόδαρη». Μάλιστα, όπως γράφει, δεν σταμάτησε εκεί η οδύσσειά της. «Σε λίγο ανακάλυψαν πως ο λόγος που δεν μπορούσε να προκόψει ο θίασος ήταν ότι του είχα κάνει… μάγια (!) Ναι, ναι, και να μη σας φαίνεται απίστευτο. Εγώ που με βλέπετε είχα στο υπόγειο του σπιτιού μου καζάνια με φαρμακερά βοτάνια και κέρινα ανθρωπάκια και κάθε βράδυ κουβαλούσα ένα σκουπόξυλο και πετούσα πάνω από το θέατρο και το καταριόμουν να μην πατήσει ψυχή μέσα! Πώς να τα βάλουν με τις υπερφυσικές δυνάμεις που διέθετα; Και ένα απόγευμα, εν κρυπτώ και παραβύστω έφεραν παπά και διάκο στη σκηνή και έκαναν… αγιασμό για να ξορκίσουν τη μάγισσα και να λυθούν τα μάγια! Όταν το έμαθα, πήγα να τρελαθώ. “Τετέλεσται” είπα. Καλά “δύστροπη”, καλά “γρουσούζα”, αλλά να βγάλω και φήμη μάγισσας, δεν μου μένει πια παρά να με κάψουν ζωντανή, όπως τους αιρετικούς η Ιερά Εξέτασις». Ευτυχώς, όπως γράφει, από τη δύσκολη θέση την έσωσε η κυρία Κατερίνα, που την πήρε στο θίασό της, και μετά το θρίαμβο της παράστασης έφυγε από πάνω της η όποια «υποψία» κακοδαιμονίας.
Στο βιβλίο, η Αλίκη αφήνει να φανεί και η μεγάλη πληγή που είχε για τον πατέρα της, που χάθηκε στην Κατοχή. Αυτό ήταν το πιο τραγικό γεγονός της ζωής της. «Ο χαμός του πατέρα μου, ο άδικος χαμός του, άφησε μέσα μου μια πληγή που δεν γιατρεύεται ποτέ. Και η μνήμη του, η σκιά του, δεν φεύγει από κοντά μου, ούτε στις πιο χαρούμενες ώρες μου. Όχι μόνο επειδή τον αγαπούσα πολύ, μα επειδή τον έχασα πάρα πολύ μικρή, χωρίς να προφθάσω να τον χαρώ, να τον γνωρίσω πραγματικά».
Κι ύστερα γράφει πως θυμάται όταν αυτή και τα δύο αδέλφια της, κρεμασμένα στο μπαλκόνι, του φώναζαν απελπισμένα: «Μπαμπά! Μπαμπά! Μη φεύγεις!».
Εκείνος τους χαμογέλασε και τους είπε μόνο: «Θα ξαναγυρίσω γρήγορα…». Κι ύστερα αναφέρει πως η μητέρα της με δάκρυα στα μάτια κάποια στιγμή τής είπε: «Πάει ο πατέρας σου!».
«Αργότερα, πολύ αργότερα, έμαθα πώς χάθηκε ο πατέρας μου. Ήταν ο τελευταίος χρόνος της Κατοχής και ο πατέρας μου μόλις είχε παραιτηθεί από τη θέση του (ήταν νομάρχης). Γυρνώντας στην Αθήνα, τον έπιασαν. Ποιοι; Άνθρωποι που είχαν “προσωπικά” μαζί του και επωφελήθηκαν την ταραγμένη εκείνη εποχή για να τον εκδικηθούν… Ωστόσο, η μητέρα μου έκανε το καθετί για να μη νιώσουμε ποτέ την έλλειψή του. Έγινε πατέρας και μητέρα για μας, θυσιάστηκε κυριολεκτικά προς χάριν μας και αγωνίστηκε μόνη της για να μας μεγαλώσει» έγραψε η Αλίκη, εξηγώντας τη μεγάλη αγάπη και το δέσιμο που είχε με τη μητέρα της.
*Δημοσιεύθηκε στην Ontime
Πού να φανταστεί κανείς πως η μετέπειτα «υπολοχαγός Νατάσσα» ήταν εκείνο το μικρό κοριτσάκι που στα οκτώ του έγραψε και πρωταγωνίστησε στην πρώτη του παράσταση «Η ηρωική Ελλάς» με πατριωτικό περιεχόμενο; Σε αυτή σκοτώνονται ο πατριώτης αρραβωνιαστικός της και ο Γερμανός στρατιωτικός διώκτης της (σ.σ.: πολύ αργότερα το ρόλο αυτόν έπαιξε ο Κώστας Καρράς, αλλά τότε στη μικρή βεράντα του σπιτιού τους στο Μαρούσι εμφανίστηκε ο πεντάχρονος αδελφός της Τάκης Βουγιουκλάκης). Η ίδια θυμόταν με χιούμορ αυτή την πρώτη της θεατρική απόπειρα.
«…Τα βρήκαμε μπαστούνια με τον Γερμανό. Πού να βρεθεί γερμανική στολή και μάλιστα στα μέτρα του μικρού μου αδελφού; Ξαφνικά η Θάλεια (σ.σ.: παιδική τους φίλη) θυμήθηκε πως υπήρχε στον κήπο τους ένα παλιό γερμανικό κράνος που το χρησιμοποιούσαν για… γλάστρα. Αμέσως το κράνος έκαμε φτερά, το λουλούδι ξεριζώθηκε και η παράσταση είχε σωθεί».
Όσο για το «κλου» της βραδιάς; Η ψιλή παιδική φωνίτσα του αδελφού της με την ατάκα «Ράουθ πατλί». Τα πρώτα χειροκροτήματα και ο θρίαμβος. Το γλυκό παραλήρημα του κοινού, που η Αλίκη θα το ζήσει και για πολλά χρόνια μετά…
Ακόμα και το χαστούκι στο «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» μάλλον… γραμμένο ήταν κι αυτό στο ριζικό της, γιατί όπως υπογράμμισε η ίδια: «Κάθε φορά που έλεγα στους δικούς μου πως θέλω να γίνω “θεατρίνα”, άρπαζα μονίμως και ένα χαστούκι. Τόσο που μέσα στην παιδική μου συνείδηση, το θέατρο είχε συνδεθεί άρρηκτα με τους μπάτσους… Κι όταν έμαθαν πως μπήκα στη δραματική σχολή, εσείστηκε ο τόπος. Οικογενειακά συμβούλια σπίτι μου, καβγάδες, άγριες ματιές, πολεμική ατμόσφαιρα. Κι εγώ με πρησμένα διαρκώς μάτια από τα κλάματα και τα μάγουλα από τους μπάτσους…».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Το αεροβάπτισμα
Συγκλονιστική είναι και η περιγραφή της για το πώς σώθηκε μωράκι από του χάρου τα δόντια και πώς το αεροβάπτισμά της παραλίγο να καταλήξει σε τραγωδία! Τρεις μήνες μετά τη γέννησή της αρρώστησε βαριά από βρογχοπνευμονία.
«Μία βδομάδα πάλευα με το θάνατο. Μία βδομάδα η καημένη η μητέρα μου δεν είχε κλείσει μάτι. Στο τέλος οι γιατροί πήραν ιδιαιτέρως τον πατέρα μου και του είπαν πως δεν υπάρχει καμιά ελπίδα. Ζήτημα ήταν αν θα ζούσα ως το πρωί…».
Έτσι αποφάσισαν να την αεροβαπτίσουν κι έστησαν μια αυτοσχέδια τέντα με μια κουβέρτα. Μόνο που «… η κουβέρτα άρπαξε φωτιά από τα κεριά που κρατούσαν για τη βάφτιση. Ο παπάς με παράτησε μέσα στην κολυμπήθρα, η μητέρα μου όρμησε να με σώσει (από το νερό και τις φλόγες) και οι άλλοι έτρεχαν να σβήσουν τη φωτιά… Δεν ξέρω πώς τελείωσε η βάφτισή μου. Εκείνο που ξέρω είναι ότι, μέσα στο χαλασμό, άνοιξα τα μάτια μου, έβαλα τα κλάματα και το ίδιο βράδυ ήμουν καλύτερα».
Σε άλλο σημείο του βιβλίου περιγράφει πως δεν ήταν η μόνη φορά που σώθηκε από θαύμα.
Ήταν πέντε χρόνων, όταν επηρεασμένη από μια ταινία που είχε δει στο «Σινεάκ» με ένα φακίρη που κατάπινε σπαθιά, θέλησε να τον μιμηθεί. Μόνο που, επειδή δεν έβρισκε σπαθί, κατάπιε μια χούφτα πρόκες!
«Όταν οι πρόκες έφτασαν στο λαιμό μου, τα χρειάστηκα. Έβαλα τα κλάματα, έτρεξε η μητέρα μου, με άρπαξε στην αγκαλιά της και με πήγε ολοταχώς στο σταθμό πρώτων βοηθειών, όπου τελείωσε άδοξα η φακίρικη καριέρα μου. Από τότε αντιπαθώ θανάσιμα τα… καρφιά - κυριολεκτικά και μεταφορικά» γράφει.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Το πρώτο χτυποκάρδι
Φαίνεται ότι και τον κ. Φλωρά τον είχε συναντήσει πολύ πριν από την ταινία η Αλίκη. Μόνο που δεν ήταν ο φιλόλογος αλλά ο μαθηματικός της. Όπως αποκαλύπτει: «Καθώς μάλιστα αγαπούσα ιδιαίτερα τα φυσικομαθηματικά, φρόντισα να ερωτευθώ τον καθηγητή μου αυτού του μαθήματος, για να είμαι και συνεπής με την κλίση μου».Όμως η ιστορία δεν είχε «χάπι εντ» όπως στην ταινία.
Ο καθηγητής όχι μόνο δεν της έδωσε σημασία, αλλά κάποια στιγμή πήρε μετάθεση: «Ένα χρόνο αργότερα έμαθα πως ο Πυθαγόρας μου παντρεύτηκε! Και σαν να μην έφτανε αυτό, είχε πάρει μια τελειόφοιτη του Γυμνασίου Κηφισιάς».
Τον πρώτο ρόλο στο θέατρο της τον έδωσε ο καθηγητής της στην υποκριτική Αλέξης Σολομός: τη μικρή σκανδαλιάρα Λουιζόν στον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου. Σε άλλο σημείο αναφέρει μια τυχερή της στιγμή, όταν η Έλλη Λαμπέτη αρνήθηκε λόγω χρόνου ένα ρόλο και τότε το κινηματογραφικό «Ποντικάκι» δόθηκε σε εκείνη. Κι έτσι κέρδισε και τα πρώτα χρήματα από τη δουλειά της.
Όμως, όταν πρωτοείδε τον εαυτό της στη μικρή οθόνη, είπε: «Τελείωσε, δεν κάνω για τον κινηματογράφο, δεν θα ξαναπαίξω ποτέ σε ταινία. Αλλά λογάριαζα χωρίς τους ξενοδόχους…».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Είχε μουδιάσει
Στην «Αστέρω», την πρώτη ταινία που γύρισε με τη Finos Film, στη σκηνή στο ποτάμι, στο παρά πέντε τον γλίτωσε τον πνιγμό! Η σκηνή γυρίστηκε στον Ορχομενό, έξω από τη Λειβαδιά, στις πηγές του Μαυροπόταμου.«Ξαφνικά νιώθω όλο το σώμα μου να κοκαλώνει. Προσπάθησα να σαλέψω τα χέρια, τα πόδια, ένα χέρι, ένα δάχτυλο, τίποτα! Όλα μου τα μέλη είχαν μουδιάσει από το κρυσταλλιασμένο νερό. Το μόνο που ένιωθα ήταν πως το ρεύμα με παρέσυρε μακριά. Και σε λίγο, σαν άψυχο σώμα πια, κατάλαβα πως βούλιαζα στο βυθό!
Με όση δύναμη μου έμενε, προσπάθησα να κρατήσω το κεφάλι μου έξω από το νερό και έβγαλα μια απελπισμένη φωνή: Βοήθεια!».
Ευτυχώς, όπως γράφει η Αλίκη, ο φωτογράφος του φιλμ Χάρης Μυλωνάς έπεσε με τα ρούχα στο νερό για να τη σώσει, αλλά… του έμεινε η πρόσθετη κοτσίδα της στο χέρι.
Ο διευθυντής παραγωγής Μάριος Σταυρόπουλος, δεινός κολυμβητής, ήταν πιο τυχερός, καθώς την τράβηξε στην κυριολεξία από τα μαλλιά στην ακροποταμιά.
Η Βουγιουκλάκη αποκάλυψε ότι χαρακτηρίστηκε από θιασάρχη «γρουσούζα». Αυτό συνέβη γιατί δύο παραστάσεις δεν πήγαν καλά και ο θίασος άρχισε να την κοιτά με λοξό μάτι ως «κατσικοπόδαρη». Μάλιστα, όπως γράφει, δεν σταμάτησε εκεί η οδύσσειά της. «Σε λίγο ανακάλυψαν πως ο λόγος που δεν μπορούσε να προκόψει ο θίασος ήταν ότι του είχα κάνει… μάγια (!) Ναι, ναι, και να μη σας φαίνεται απίστευτο. Εγώ που με βλέπετε είχα στο υπόγειο του σπιτιού μου καζάνια με φαρμακερά βοτάνια και κέρινα ανθρωπάκια και κάθε βράδυ κουβαλούσα ένα σκουπόξυλο και πετούσα πάνω από το θέατρο και το καταριόμουν να μην πατήσει ψυχή μέσα! Πώς να τα βάλουν με τις υπερφυσικές δυνάμεις που διέθετα; Και ένα απόγευμα, εν κρυπτώ και παραβύστω έφεραν παπά και διάκο στη σκηνή και έκαναν… αγιασμό για να ξορκίσουν τη μάγισσα και να λυθούν τα μάγια! Όταν το έμαθα, πήγα να τρελαθώ. “Τετέλεσται” είπα. Καλά “δύστροπη”, καλά “γρουσούζα”, αλλά να βγάλω και φήμη μάγισσας, δεν μου μένει πια παρά να με κάψουν ζωντανή, όπως τους αιρετικούς η Ιερά Εξέτασις». Ευτυχώς, όπως γράφει, από τη δύσκολη θέση την έσωσε η κυρία Κατερίνα, που την πήρε στο θίασό της, και μετά το θρίαμβο της παράστασης έφυγε από πάνω της η όποια «υποψία» κακοδαιμονίας.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η πληγή του πατέρα
Στο βιβλίο, η Αλίκη αφήνει να φανεί και η μεγάλη πληγή που είχε για τον πατέρα της, που χάθηκε στην Κατοχή. Αυτό ήταν το πιο τραγικό γεγονός της ζωής της. «Ο χαμός του πατέρα μου, ο άδικος χαμός του, άφησε μέσα μου μια πληγή που δεν γιατρεύεται ποτέ. Και η μνήμη του, η σκιά του, δεν φεύγει από κοντά μου, ούτε στις πιο χαρούμενες ώρες μου. Όχι μόνο επειδή τον αγαπούσα πολύ, μα επειδή τον έχασα πάρα πολύ μικρή, χωρίς να προφθάσω να τον χαρώ, να τον γνωρίσω πραγματικά».Κι ύστερα γράφει πως θυμάται όταν αυτή και τα δύο αδέλφια της, κρεμασμένα στο μπαλκόνι, του φώναζαν απελπισμένα: «Μπαμπά! Μπαμπά! Μη φεύγεις!».
Εκείνος τους χαμογέλασε και τους είπε μόνο: «Θα ξαναγυρίσω γρήγορα…». Κι ύστερα αναφέρει πως η μητέρα της με δάκρυα στα μάτια κάποια στιγμή τής είπε: «Πάει ο πατέρας σου!».
«Αργότερα, πολύ αργότερα, έμαθα πώς χάθηκε ο πατέρας μου. Ήταν ο τελευταίος χρόνος της Κατοχής και ο πατέρας μου μόλις είχε παραιτηθεί από τη θέση του (ήταν νομάρχης). Γυρνώντας στην Αθήνα, τον έπιασαν. Ποιοι; Άνθρωποι που είχαν “προσωπικά” μαζί του και επωφελήθηκαν την ταραγμένη εκείνη εποχή για να τον εκδικηθούν… Ωστόσο, η μητέρα μου έκανε το καθετί για να μη νιώσουμε ποτέ την έλλειψή του. Έγινε πατέρας και μητέρα για μας, θυσιάστηκε κυριολεκτικά προς χάριν μας και αγωνίστηκε μόνη της για να μας μεγαλώσει» έγραψε η Αλίκη, εξηγώντας τη μεγάλη αγάπη και το δέσιμο που είχε με τη μητέρα της.
*Δημοσιεύθηκε στην Ontime