Μαίρη Βιδάλη στην Ontime: "Υπήρχε ένας θαυμαστής που είχε εμμονή μαζί μου, είχα τρομάξει πάρα πολύ!"
Aν δεν έκανα τους γάμους μου, δεν θα είχα τα παιδιά μου
Η Μαίρη Βιδάλη άνοιξε την καρδιά της και μίλησε στην «ΟΝ time» για την αυστηρότητα που βίωσε από παιδί, αλλά κατάφερε να την «αποτινάξει», ακολουθώντας τα όνειρά της
Είναι κυρία σε όλα της. Άλλωστε, και το παρουσιαστικό της αποπνέει αρχοντιά και φινέτσα, κι ας έχει «τσαλακωθεί» παίζοντας σπουδαίους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η Μαίρη Βιδάλη, αν και έχει κλείσει 45 χρόνια λαμπρής καλλιτεχνικής καριέρας, δηλώνει «μαθήτρια», γιατί μόνο έτσι εμβαθύνει στη θεατρική τέχνη που λατρεύει και στη μαγεία της ζωής.
Άνοιξε την καρδιά της και μίλησε στην «ΟΝ time» για την αυστηρότητα που βίωσε από παιδί, αλλά κατάφερε να την «αποτινάξει», ακολουθώντας τα όνειρά της, τα μοναδικά δώρα ζωής, τα παιδιά της, τους ηθοποιούς - μύθους που καθόρισαν τις σκέψεις και την πορεία της στο χώρο της υποκριτικής και του πολιτισμού, τις κακοποιητικές συμπεριφορές στο θέατρο, την περιπέτειά της με έναν εμμονικό θαυμαστή, τις πισώπλατες μαχαιριές, την αχαριστία, αλλά και τη δικαιοσύνη του Θεού. Πάντα κινήθηκε με αξιοπρέπεια και ποτέ δεν «κρέμασε» την προσωπική της ζωή στα μανταλάκια, γιατί μια πραγματική κυρία ξέρει πάντα να κρατιέται στο ύψος της, ακόμα κι αν την έχουν πληγώσει.
Ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος. Στην ουσία, μεγάλωσα με τη μητέρα μου, τη γιαγιά μου και τη θεία-νονά μου τόσο αυστηρά που, όταν έμαθαν οι συμμαθήτριές μου από το κολέγιο ότι εγώ πήγα για ηθοποιός, δεν το πίστευαν ότι τα κατάφερα, γιατί είχα πολύ μεγάλο πόλεμο. Γι’ αυτό όταν ακούω καμιά φορά που λένε «ήθελα να γίνω ηθοποιός, αλλά δεν με άφησαν οι γονείς μου», χαμογελάω, γιατί ξέρω ότι δεν το ήθελαν πολύ. Πιο μεγάλο πόλεμο από μένα δεν μπορεί να είχε υποστεί κανένας. Είχα φοβερό πόλεμο από τη μητέρα μου. Τελείωσα το κολέγιο με σοσόνια. Δεν είχα βάλει ποτέ λεπτή κάλτσα, δεν ξέρω τι σημαίνει ντισκοτέκ και δεν έμαθα ποδήλατο! Είχαν πολύ αυστηρές αρχές. Ήμουν πολύ κλεισμένο παιδί.
Λίγο μετά το νηπιαγωγείο, βλέποντας την Άννα Συνοδινού να παίζει την «Ηλέκτρα». Με συνεπήρε το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι γύρω μου συμμετείχαν, κλαίγανε, κι είπα: «Γιατί το κάνουν αυτό; Γιατί αυτή η γυναίκα κλαίει;». Kαι μου είπε η μαμά μου: «Για τον αδελφό της κλαίει». Και συνέχισα εγώ: «Για τον αδελφό της που πέθανε». «Μα, δεν είναι αλήθεια» μου είπε η μητέρα μου. «Και γιατί το κάνει αυτό;» συνέχισα εγώ. «Γιατί είναι η δουλειά της» μου τόνισε κι εγώ σηκώθηκα πάνω, έδειξα τη Συνοδινού και είπα: «Αυτό θα γίνω!». Επίσης, επειδή γνώρισα την Αλεξάνδρα Λαδικού, η οποία ήταν μητέρα συμμαθητή μου στο δημοτικό και για μένα πρότυπο. Είμαστε δεμένες μέχρι τώρα, με συμβούλευσε σε όλα μου τα βήματα και, πραγματικά, της χρωστάω πάρα πολλά. Είναι η πνευματική μου μητέρα.
Έπειτα από επιμονή της μητέρας μου. Έδωσα και πέρασα στο Οικονομικό Τμήμα της Νομικής Σχολής. Αυτό με βοήθησε στη συνέχεια πάρα πολύ γιατί, όταν αποφασίσεις να κάνεις δική σου επιχείρηση, όπως εγώ το Διάχρονο Θέατρο, πρέπει να έχεις γνώση οικονομικών. Είμαι πάρα πολύ καλή στη διαχείριση λόγω των σπουδών μου.
Δεν με άφησε. Πήγα κρυφά. Όμως, τελειώνοντας το πρώτο έτος, σκέφτηκα ότι δεν γίνεται να συνεχίσω να το κάνω κρυφά. Ήταν πολύ δύσκολο. Πήγαινα από την Καλλιθέα στο πανεπιστήμιο με τα πόδια, για να κρατήσω το χαρτζιλίκι μου και τα εισιτήρια για να πληρώσω τη δραματική σχολή. Αυτό όμως δεν μπορούσε να γίνει και στο δεύτερο έτος, γιατί έπρεπε να κάνω πρόβα. Και τους είπα «αν δεν με αφήσετε να πάω στη δραματική σχολή, σταματάω και το πανεπιστήμιο». Με τον απλό αυτό εκβιασμό τα κατάφερα (γέλια). Αλλά δεν περίμεναν ότι τελειώνοντας τη δραματική σχολή θα ξεκινήσω αμέσως θέατρο, κινηματογράφο και τηλεόραση. Με πήρε ο Σπύρος Ευαγγελάτος σε συμπρωταγωνιστικό ρόλο με «ιερά τέρατα», τον Φυσσούν, τον Καρακατσάνη και την αγαπημένη μου Σμαρούλα Γιούλη, ενώ την ίδια χρονιά, το 1977, έπαιξα με τον Κατράκη στην τηλεόραση πάλι συμπρωταγωνιστικό ρόλο, στις «Υποψίες», διασκευή από τους «Εφιάλτες» του Γιάννη Μαρή, στην ΕΡΤ, και άλλα σίριαλ. Το πρώτο μου εξώφυλλο σε περιοδικό ήταν με τον Μάνο Κατράκη.
Όχι μόνο ο Μάνος Κατράκης, ο οποίος ήταν και είναι στη συνείδησή μου στην κορυφή, αλλά και όλοι οι πρωταγωνιστές, γιατί τουλάχιστον την πρώτη δεκαετία συμπρωταγωνιστούσα με τον Ανδρέα Μπάρκουλη, τον Νίκο Γαλανό, τη Ρένα Βλαχοπούλου, τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Κώστα Βουτσά και άλλους. Από όλους αυτούς ζήτησα αυτόγραφο, γιατί δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω ότι συμπρωταγωνιστούσα δίπλα τους. Ήμουν 24-25 χρόνων και έπαιζα συμπρωταγωνίστρια με τον Γιώργο Φούντα ή με τη Ρένα Βλαχοπούλου, η οποία μου μαγείρευε κιόλας! Ο Κατράκης ήταν δίπλα μου σαν μαθητής! Έκανε και εκείνος πρόβα μαζί μου και του είπα: «Κύριε Κατράκη, τόσες πρόβες πρέπει να κάνετε;». «Και μου απάντησε: «Για σένα τις κάνω!».
Η πιο πρόσφατη, της Κατερίνας Χέλμη. Ήταν η θεατρική μου μητέρα, γιατί έχουμε παίξει μαζί - έκανε στο «Ματωμένο Γάμο» τη μάνα κι εγώ τη νύφη-, μου εμπιστεύτηκε την πρώτη μου σκηνοθεσία, σε δική μου μετάφραση «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» -εκείνη έπαιξε την Μπερνάρντα κι εγώ την Αντέλα-, ήταν μια πολύ σημαντική συνεργασία και φιλία.
Αισθάνομαι σαν μαθήτρια, ότι δεν έχω κάνει τίποτα, κι ας έχω κλείσει 45 χρόνια καριέρας. Νιώθω ότι κάθε φορά πάω από την αρχή. Δηλαδή, δεν θεωρώ ότι έχω κάνει κάτι ή ότι μπορεί κανείς να κάνει κάτι. Είναι τόσο μικρή η ζωή μας και τόσα πολλά τα πράγματα που μπορούμε να ερευνήσουμε και να μελετήσουμε, ώστε χαίρομαι πάρα πολύ που έχω αυτή τη δυνατότητα. Όπως η επανειλημμένη μου συνεργασία με τον Γιάννη Μόρτζο. Η Αλεξάνδρα Λαδικού μάς σύστησε όταν ακόμα ήμουν μαθήτρια στο γυμνάσιο, για να μου κάνει μαθήματα, ώστε να μπω στη δραματική σχολή. Τελικά δεν κάναμε μαθήματα αλλά συζητήσεις και με βοήθησε να αποφασίσω για κάποια πράγματα. Ξεκίνησε πριν από 14 χρόνια το Διάχρονο Θέατρο με τον «Γλάρο» του Τσέχωφ, που ήταν μεγάλη επιτυχία, και είπαμε ότι, αφού περάσει η πρώτη δεκαετία, θα ξανακάνουμε Τσέχωφ. Έτσι, διαλέξαμε τον «Βυσσινόκηπο», το κορυφαίο έργο του Τσέχωφ. Έχω δίπλα μου καταπληκτικούς συνεργάτες, τον Οδυσσέα Σταμούλη, με τον οποίο έχουμε κάνει πολύ ωραίες δουλειές και έπαιζε και τότε στον «Γλάρο», και τον Μπάμπη Χατζηδάκη – πρώτη φορά συνεργαζόμαστε και θα είναι και του χρόνου μαζί μου. Η παράσταση είχε μεγάλη επιτυχία -σε μουσική Θάνου Γεωργουλά, μετάφραση Γιώργου Δανεσή, σκηνικά Ιωάννας Κατσιαβού- και το καλοκαίρι θα συνεχίσουμε τις παραστάσεις σε δήμους της Αθήνας. Επίσης, θα κάνω περιοδεία σε όλη την Ελλάδα για όγδοη χρονιά με το σπουδαίο έργο «Λέλα Καραγιάννη, η μάνα της Αντίστασης» του Γιώργου Α. Χριστοδούλου. Ακόμα να πω ότι έκανα γυρίσματα για την ταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Καποδίστριας», που είναι για εκείνον όνειρο ζωής. Λέει ότι είναι το κύκνειο άσμα του, εγώ δεν θα ήθελα να είναι, αλλά να συνεχίσει, γιατί είναι σπουδαίος. Παίζω τη Μαντώ Μαυρογένους, που στο τέλος ήταν πάμφτωχη και εξουθενωμένη, ύστερα από όλα αυτά που είχε περάσει. Τα γυρίσματα συνεχίζονται. Η ταινία θα παιχτεί πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη τον Σεπτέμβριο. Κι έχω κάνει και μια μικρού μήκους ταινία της Δώρας Μαδάρου με τίτλο «Έχω μια ιστορία, αλλά δεν είμαι η ιστορία μου», που έχει αποσπάσει πολλά βραβεία κι εγώ έχω πάρει Α’ γυναικείου ρόλου σε πάρα πολλά φεστιβάλ. Μάλιστα, θα παιχτεί στους φιναλίστ του Φεστιβάλ Μικρού Μήκους Ταινιών στις Κάννες.
Αυτό είναι και το ζητούμενό μου. Να μάθουν οι νέοι άνθρωποι. Να δουν τη «Λέλα Καραγιάννη», γι’ αυτό και παίζω συνέχεια αυτή την παράσταση. Όπως έγινε γνωστή η Ηρώ Κωνσταντοπούλου μέσα από την ταινία «Δεκαεπτά σφαίρες για έναν άγγελο». Είναι πολύ σημαντικό αυτό. Και δεν ξέρω γιατί, αλλά μου εμπιστεύονται Ελληνίδες ηρωίδες. Έχω παίξει τη Λένα Καραγιάννη, την Ηρώ Κωνσταντοπούλου, τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, τη Μαντώ Μαυρογένους. Αυτό μου αρέσει και με συγκινεί. Το θεωρώ τιμή.
Εξαρτάται από την πολιτεία. Και οι τίτλοι δεν σημαίνουν τίποτα. Το έργο μετράει. Εγώ είχα τη δυνατότητα σε αυτό το μικρό διάστημα που ήμουν αντιπεριφερειάρχης Πολιτισμού Αττικής να προχωρήσω -πάντα με τη στήριξη του πρώην περιφερειάρχη, γιατί πάντα ο επικεφαλής δίνει το έναυσμα- πολύ σημαντικά πράγματα. Έγινε το Α’ Διαβαλκανικό Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος. Ήρθαν και έπαιξαν αρχαία τραγωδία θίασοι από την Κροατία, την Αλβανία κ.α. Το Αττικό Άλσος ονομάστηκε «Κατίνα Παξινού» και τίμησε το όνομα που του δόθηκε με τη δημιουργία αυτού του τόσο σημαντικού φεστιβάλ. Φέτος δεν έγινε. Φυσικά, έχει μια δικαιολογία, ότι πρώτη φορά ανέλαβε ο νέος περιφερειάρχης Νίκος Χαρδαλιάς και θέλει κάποιο χρόνο για να ωριμάσει η πολιτιστική δράση. Όμως, τέτοια βήματα δεν πρέπει να σταματήσουν, γιατί πραγματικά είναι σημαντικά για τον πολίτη αλλά και για τους νέους.
Κακοποιητική με την έννοια της χειροδικίας ή ακραία πράγματα, όχι, ποτέ. Αλλά προτάσεις δεν έχεις δεχτεί εσύ; Δεν έχει δεχτεί μια φίλη μου που είναι δικηγόρος; Και τα συζητάμε οι γυναίκες μεταξύ μας.
Αυτά ναι. Αλλά τα αντιμετωπίζει όπως μπορεί η καθεμία και θέλει. Εγώ ξέκοβα αμέσως την κατάσταση, οπότε δεν είχαν περιθώριο για συνέχεια. Δηλαδή, δεν μου έχει τύχει ποτέ «όπα, φοβάμαι, πάω να φύγω». Αλλά προτάσεις, εννοείται. Όμως, νομίζω ότι αυτό είναι μέσα στη φύση του άνδρα και της γυναίκας. Δηλαδή, μην φτάσουμε στο άλλο άκρο, να απαγορεύεται το φλερτ ή να απαγορεύονται οι προτάσεις. Γιατί πώς θα προχωρήσεις σε μια σχέση αν δεν σου εκδηλώσει κάποιος το ενδιαφέρον του;
Ναι, για κάποιον -αλλά δεν θα πω όνομα-, επειδή τον ήξερα από παιδί και άξιζε ως καλλιτέχνης, πραγματικά λυπήθηκα πάρα πολύ. Πικράθηκα, δάκρυσα. Είπα «γιατί;». Άλλο να ξέρεις μια ιδιαιτερότητα του άλλου και άλλο να ακούσεις τέρατα. Επίσης, θέλω να πω ότι υπάρχει πολύ μεγάλο πρόβλημα στο να σπάσει το «απόστημα», γιατί υπάρχει και η άλλη πλευρά. Υπάρχει η πλευρά της εκδίκησης και της μυθομανίας. Κι έχουν φανεί κάποια πράγματα, δηλαδή, να υπάρχει σχέση και μετά να θέλεις να εκδικηθείς τον άλλο είτε γιατί σε άφησε, είτε γιατί δεν σου έδωσε ρόλο. Κι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Και δεν μιλάω μόνο για την Ελλάδα. Το βλέπουμε παγκοσμίως. Στην… κόψη του ξυραφιού είναι όλα αυτά. Αλλά, βέβαια, κάποια έχουν αποδειχτεί απόλυτα. Και τον τελευταίο λόγο τον έχει πάντα η δικαιοσύνη. Τον πρώτο λόγο τον έχουν όλοι. Τον τελευταίο μόνο η δικαιοσύνη.
Στα επαγγελματικά μου, με την έννοια ότι πέρασα καλύτερα. Αλλά και στα δύο, γιατί έχω τα παιδιά μου. Δηλαδή, αν δεν έκανα τους γάμους μου, δεν θα είχα τα παιδιά μου, κι αυτό δεν είναι μόνο ότι γέρνει προς τα εκεί η ζυγαριά, αλλά είναι ό,τι καλύτερο έχω κάνει στη ζωή μου. Πολλοί μου λένε «σε πειράζει που μεγαλώνεις; Και τους απαντάω: «Όχι, γιατί έχω κάνει όμορφη κόρη». Αγαπώ πολύ τη νεολαία και πάντα ήθελα πέντε παιδιά. Έκανα τρία. Και τρία χρόνια σταμάτησα τη δουλειά.
Όχι, καθόλου, γιατί είχα τους ρόλους μου. Κάθε ρόλος είναι διαφορετικός ως ιδιοσυγκρασία. Δηλαδή, έχω κάνει γυναίκες που είναι παρανοϊκές, ηρωίδες που καμία σχέση δεν έχουν με την αρχοντιά. Μπορεί να το είχα στην ιδιωτική μου ζωή. Αυτό πολλές φορές έκανε τους άλλους να νομίζουν ότι εγώ είμαι απόμακρη κι ότι σνομπάρω. Αυτό ναι, το ένιωθα, αλλά δεν με πείραζε. Αυτό το απόμακρο που νομίζουν ότι έχω με βοηθάει καλύτερα να κάνω τις επιλογές μου.
Όταν είμαστε μικρές -πριν από τα είκοσι χρόνια μας-, κάνουμε κάποια όνειρα για τη ζωή μας. Εγώ ήθελα τρία πράγματα: Να κάνω πέντε παιδιά - έκανα τρία-, να παίξω πολύ καλό θέατρο (έκανα μόνο πρωταγωνιστικούς ρόλους, μόνο δύο φορές έπαιξα δεύτερο ρόλο σε δικό μου θίασο) και να ζήσω ένα μεγάλο έρωτα. Κι αυτό μου συνέβη μόνο μία φορά στη ζωή μου πολύ δυνατά. Αυτά στα 44 μου χρόνια τα είχα κάνει. Και είπα «ακόμα και τώρα δεν με νοιάζει να πεθάνω», όταν έπαιξα στο Ηρώδειο την «Αντιγόνη». Αισθάνθηκα πως από εδώ και στο εξής ό,τι έρθει στη ζωή μου είναι χάρισμα, μπόνους.
Ναι. Υπήρξε παλαιότερα μια περίοδος που μου έστελνε γράμματα κάποιος άνδρας από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος ήταν και πραγματικός, γιατί μου είχε δώσει κάποια στοιχεία και το έψαξα και δούλευε σε τράπεζα. Μου έγραφε σαν να με ξέρει. Έπλαθε ιστορίες. Μου έλεγε ότι έχουμε συναντηθεί, ότι έχω μιλήσει με τη μητέρα του και είχα τρελαθεί. Όταν έκανα παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη με τον Γιώργο Πάντζα και το έργο του Νίκου Καμπάνη «Πρόσεχε τη γυναίκα μου», του είπα «ελάτε να με δείτε», κι αυτός, όταν γύρισα στην Αθήνα, μου έστειλε γράμμα και μου έγραφε «πολύ χάρηκα που βγήκαμε και φάγαμε». Φαντασιοπληξίες. Τρόμαξα! Ευτυχώς, σταμάτησε.
Χαίρομαι πάρα πολύ για την τωρινή τηλεόραση. Από το 2011που έχω να παίξω μέχρι και πριν από τις «Άγριες Μέλισσες», δεν ήθελα γιατί υπήρχε η νοοτροπία «ρίξ’ τα, φτύσ’ τα, πέσ’ τα, μην παίζεις». Κι έλεγα «μακριά, όχι τηλεόραση εγώ». Όταν άρχισαν οι «Άγριες Μέλισσες», δεν μπορούσα να παίξω γιατί ήμουν εκλεγμένη στην Περιφέρεια Αττικής και την ώρα που γίνονταν τα γυρίσματα, έπρεπε να είμαι στο γραφείο μου. Μου είχαν γίνει προτάσεις για δύο-τρεις ρόλους, αλλά ήταν αδύνατο. Τώρα μπορώ και ελπίζω να επιστρέψω με κάτι καλό. Θέλω πολύ να παίξω με όλα αυτά τα ωραία που βλέπω. Έχουν μπει σπουδαίοι συνάδελφοι στην τηλεόραση, σέβονται οι σκηνοθέτες την υποκριτική και τους ηθοποιούς, τους αφήνουν να παίξουν, κι όχι απλώς να πουν τα λόγια τους, γίνονται προσεγμένες σειρές, υπάρχει τόσο ωραία μυθοπλασία. Βλέπω το «Famagusta» και με αγγίζει πάρα πολύ, είναι σαν να μιλάνε για την ιστορία της οικογένειάς μου στη Μικρά Ασία και συγκινούμαι με τις ιστορίες τους. Παίζουν πάρα πολύ καλοί ηθοποιοί. Βλέπω και «Το προξενιό της Ιουλίας» και φυσικά τις «Ψυχοκόρες».
Αχαριστία, θα πω. Και να σου πω και κάτι, τις πισώπλατες μαχαιριές δεν τις καταλαβαίνω. Μπορεί να υπάρχουν, αλλά δεν δίνω καμία σημασία. Αγαπώ πολύ τους/τις συναδέλφους μου. Πιστεύω ότι την ηρεμία σ’ τη δίνει η ήσυχη συνείδησή σου. Παραέχω ήσυχη συνείδηση. Έχω περάσει αρκετά στην προσωπική μου ζωή και δεν έχω πει λέξη. Που βγαίνουν και κρεμάνε στα μανταλάκια την κάθε λεπτομέρεια της ζωής τους. Όταν δεν θέλεις, δεν καταλαβαίνει κανείς τίποτα. Και περνάει η ζωή μια χαρά. Πιστεύω στον Θεό και στη δικαιοσύνη. Και οι αχάριστοι το βρίσκουν μπροστά τους.
Άνοιξε την καρδιά της και μίλησε στην «ΟΝ time» για την αυστηρότητα που βίωσε από παιδί, αλλά κατάφερε να την «αποτινάξει», ακολουθώντας τα όνειρά της, τα μοναδικά δώρα ζωής, τα παιδιά της, τους ηθοποιούς - μύθους που καθόρισαν τις σκέψεις και την πορεία της στο χώρο της υποκριτικής και του πολιτισμού, τις κακοποιητικές συμπεριφορές στο θέατρο, την περιπέτειά της με έναν εμμονικό θαυμαστή, τις πισώπλατες μαχαιριές, την αχαριστία, αλλά και τη δικαιοσύνη του Θεού. Πάντα κινήθηκε με αξιοπρέπεια και ποτέ δεν «κρέμασε» την προσωπική της ζωή στα μανταλάκια, γιατί μια πραγματική κυρία ξέρει πάντα να κρατιέται στο ύψος της, ακόμα κι αν την έχουν πληγώσει.