Για τον ρόλο στις «Ψυχοκόρες», πώς αντιμετώπισε τον Κοσμά Κοτρώτση αλλά και για το αν υπήρξαν σημεία που να τον τρόμαξαν, μίλησε στην εφημερίδα «Τα Νέα» ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης.


Πώς αντιμετώπισες τον ρόλο του Κοσμά Κοτρώτση;

«Μετά από συζητήσεις που κάναμε με τους σεναριογράφους και με τον σκηνοθέτη, επειδή οι χαρακτήρες μπορεί να 'ναι ο καθένας ξεχωριστός αλλά κάπως συνδέονται με την κάθε οικογένεια. Με κάποιες πρόβες, με κάποιες κουβέντες που κάναμε κατά τη διάρκεια του γυρίσματος και με έναν αντίστοιχο τρόπο, με τη φαντασία που ο καθένας αφήνει αντίστοιχα να ξεδιπλωθεί πάνω σε αυτά που είναι ήδη γραμμένα, άρχισα να φτιάχνω έναν χαρακτήρα ο οποίος μου ήταν πολύ σημαντικό να είναι αθώος ώστε οτιδήποτε προσθέτει το κείμενο στην ιστορία του ήρωα να μου δίνει μια αντίστοιχη οπτική απέναντί του, σύμφωνα βέβαια και με τους υπόλοιπους συνεργάτες του, πού θέλουμε να τον οδηγήσουμε, πού θέλουμε να φτάσει. Ήταν για εμένα ούτως ή άλλως μια πρώτη φορά στο να δοκιμαστώ σε κάτι πολύ σκοτεινό και θεώρησα σωστό να πάω με μεγάλη αθωότητα και αυθορμητισμό απέναντι σε αυτό το σκοτάδι».


Δεν σε τρόμαξε λίγο το σκοτάδι αυτό;

«Δεν με τρόμαξε γιατί ήξερα ούτως ή άλλως ότι οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι πολύ φωτεινοί. Οπότε σκεφτόμουν ότι θα υπήρχε μια αντίστοιχη ισορροπία. Αλλά αυτός ήταν ο χαρακτήρας, από γραφής. Οπότε γιατί να με τρομάξει; Ίσα ίσα, χάρηκα πάρα πολύ που μου δόθηκε η ευκαιρία να υποδυθώ αυτή την ιστορία και αυτόν τον χαρακτήρα. Σχεδόν με ιντρίγκαρε παραπάνω, μια και τουλάχιστον στη μυθοπλασία, ουσιαστικά, δεν πληγώνεις κανέναν, είναι ένας μύθος. Οπότε ακριβώς επειδή δεν είμαι έτσι εγώ στη ζωή μου, είχα τη χαρά να ζήσω, τουλάχιστον εν μέρει, μέσω των σκηνών, κάποια από αυτά τα κομμάτια. Ήταν λίγο δύσκολα, για να είμαι ειλικρινής».


Την έκανες πολύ καλά τη δουλειά σου. Σχεδόν σου ταίριαζε ο ρόλος αυτός και ήταν μια ωραία ανατροπή γιατί σε έχουμε συνδυάσει στην τηλεόραση με πιο φωτεινούς χαρακτήρες;

«Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι για κάποιον λόγο προσπαθούν, δεν ξέρω αν είναι δείγμα των καιρών αυτών, αλλά εύκολα να φτιάξουμε μια γεωγραφία γύρω μας. Συνέχεια βάζουμε ταμπέλες, στίγματα, πινέζες, τοποθετούμε τα πάντα γύρω μας με μια ταμπέλα για να βολέψουμε τη μνήμη μας, τον ψυχισμό μας, τα πράγματα. Εγώ είμαι κατά της ταμπέλας, δεν μου αρέσουν τα σύνορα. Οπότε μου αρέσουν αυτές οι ανατροπές. Δεν φοβάμαι γενικά να χάσω. Ίσα ίσα θεωρώ την ήττα σπουδαιότερο μάθημα από τη νίκη. Το να είσαι ταπεινός στα πράγματα και να μπορείς να κάνεις μια επανεκκίνηση, να αμφιβάλλεις μόνιμα για τον εαυτό σου και γι' αυτά που υπάρχουν γύρω σου, το βρίσκω ακραία σημαντικό σαν κίνητρο που θα σε κάνει να προσπαθήσεις. Είτε λέγεται νοητική εξέλιξη είτε εξέλιξη στην παιδεία σου είτε στο συναίσθημά σου, στην καθημερινότητά σου. Δεν παίρνω τίποτα ως δεδομένο και προσπαθώ κάθε μέρα από το τίποτα να ξαναφτιάξω έναν μικρόκοσμο. Οπότε για εμένα είναι πολύ ουσιαστική η έννοια του να μπορώ να έχω αυτό το ρίσκο του να τα χάσω. Και όχι με την έννοια του τζόγου. Εννοώ με την έννοια του ότι μπορεί τελικά να μην ήταν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Υποσυνείδητα το εγώ μου τώρα λέει ότι δεν υπάρχει καμία τέτοια περίπτωση, αλλά από την άλλη η νοοτροπία μου σιγά μου λέει ότι είναι ωραίο να υπάρχει αυτή η περίεργη ανισορροπία και να μην μπορείς να μένεις σε κάτι, να μπορείς να εξελίσσεσαι και να περνάς τον χρόνο. Ούτως ή άλλως, ο χρόνος μάς περνάει όλους κι εμείς μέσα από αυτόν. Μεγαλώνουμε δηλαδή, οπότε ας το κάνουμε με τη χαρά της δημιουργίας και όχι της σιγουριάς σε κάτι το οποίο μπορεί με κάποιον τρόπο οι άλλοι να σου έχουν φορέσει ως ταμπέλα».