Είναι φτιαγμένη από εκλεκτά γονίδια ηθοποιών. Η Αλεξία Μουστάκα -κόρη του Σωτήρη Μουστάκα και της Μαρίας Μπονελου, στην οποία μοιάζει καταπληκτικά- έχει νιώσει τα «χάδια» της μοίρας, αλλά και τα «χαστούκια» της, όταν τους έχασε και τους δύο μέσα σε διάστημα τριών μηνών! Σπάνια μιλάει κι ακόμα πιο δύσκολα ανοίγεται, καθώς είναι χαμηλών τόνων και, αν και ηθοποιός, δεν της αρέσει η ψεύτικη… χρυσόσκονη της σόουμπιζ. Άλλωστε, όλα αυτά τα απομυθοποίησε πολύ νωρίς.

Aυτή τη φορά, όμως, σε μια εξομολόγηση ψυχής μίλησε για όλα στην «ΟΝ time»… Ή σχεδόν για όλα, γιατί την προσωπική της ζωή την κρατάει για εκείνη, αλλά είναι πολύ καλά. Μας εξομολογήθηκε πόσο άργησε να πατήσει στα πόδια της μετά τη γρήγορη απώλεια των γονιών της, πως ο καλλιτεχνικός χώρος τής γύρισε την πλάτη, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τις δύσκολες προσωπικές στιγμές με τους γονείς της, την κατάθλιψη που βίωσε και πως δέχτηκε βοήθεια από ψυχολόγο. Ακόμα, μας μίλησε για τη… μεταφυσική εμπειρία που είχε πάνω στο σανίδι, το #ΜeToo και τις άσχημες συμπεριφορές τις οποίες έζησε στο θέατρο, ενώ μας είπε και για τη… μαχαιριά που δέχτηκε από το φιλικό της περιβάλλον. Επίσης, απηύθυνε ανοιχτή πρόσκληση για δείπνο στον Σάκη Ρουβά και έβαλε τα πράγματα στη θέση τους περί χρεών και δήθεν διαθήκης του πατέρα της, που γράφτηκαν και τη στενοχώρησαν.


Γεννήθηκες στην Αθήνα. Μοναχοπαίδι, σε μια πολύ όμορφη καλλιτεχνική οικογένεια, με δύο σπουδαίους γονείς, τον Σωτήρη Μουστάκα και τη Μαρία Μπονέλου. Πώς ήσουν ως παιδί;

Ήμουν πολύ ήσυχο παιδί, σαν να μην πέρασα ποτέ εφηβεία, ίσως γιατί είχα κάποιες ελευθερίες, καθώς οι γονείς μου μου είχαν εμπιστοσύνη, οπότε δεν χρειάστηκε να κάνω καμία… επανάσταση ως έφηβη. Οι γονείς μου με αγαπούσαν πολύ και πάντα ήμουν με ανθρώπους γύρω μου που τους ήξερα και τους είχαν εμπιστοσύνη. Το μόνο που έκανα ήταν ότι τους χόρευα και τους τραγουδούσα συνεχώς.

Το σπίτι σας στα Βριλήσσια ήταν πάντα ανοιχτό, περνούσε ο καλλιτεχνικός κόσμος εκείνης της εποχής, σπουδαία πρόσωπα, και η μητέρα σου, που ήταν υπέροχη μαγείρισσα, έκανε συνεχώς τραπεζώματα. Η πρώτη σου γνωριμία ως παιδιού ήταν με τον Νίκο Γκάτσο, τον Μάνο Χατζιδάκι και τη Νάνα Μούσχουρη.

Ο Νίκος Γκάτσος με ήξερε από μωράκι. Μετά, καθώς μεγάλωνα, πήγαινα Σαββατοκύριακα και έμενα μαζί του, οπότε τρώγαμε με τον Μάνο Χατζιδάκι, τη Νάνα Μούσχουρη, με σπουδαίες προσωπικότητες. Τότε ήμουν μικρούλα και δεν καταλάβαινα πόσο σπουδαίοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Ο Γκάτσος ήταν ένας άνθρωπος σοφός, με φοβερό χιούμορ, και με έπαιρνε τέσσερις- πέντε φορές την ημέρα τηλέφωνο να δει πώς πήγα στο σχολείο.

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Koita (@koita_magazine)



Το πιο αγαπημένο σου ποίημα του Γκάτσου, που «μιλάει» μέσα σου, ποιο είναι;

Θα σου πω στίχους από ένα τραγούδι, γιατί είναι από ένα παραμύθι με τίτλο «Χίλιες και Μία Νύχτες», που μου διάβαζε όταν ήμουν μικρή, την «Περιμπανού», γι’ αυτό είναι το αγαπημένο μου. «Περιμπανού τη λέγαν τα παιδιά, Περιμπανού, κι ήτανε δεκαπέντε χρονών. Έγραφε τ’ όνομά της στον καθρέφτη τ’ ουρανού μ’ ενός πνιγμένου γλάρου φτερό».


Η πρώτη σου σκέψη ήταν να γίνεις αρχιτέκτονας;

Ναι. Γενικά, μου άρεσαν τα καλλιτεχνικά, το σχέδιο, ζωγράφιζα καλά, ήμουν σε χορωδία, οπότε σίγουρα κάτι τέτοιο θα ακολουθούσα.


Οι γονείς σου σε παίρνανε μαζί τους από πολύ μικρή στο θέατρο;

Ναι, έχω ζήσει πολλά χρόνια στα παρασκήνια των θεάτρων και στα γυρίσματα ταινιών.


Και πώς άλλαξες και αποφάσισες να γίνεις από αρχιτέκτονας ηθοποιός;

Ήμουν τρελαμένη με το μιούζικαλ, γιατί είχαμε πάει στο Λονδίνο με τη μητέρα μου και είχαμε δει αρκετά. Έτσι, με το που τελείωσα το σχολείο, είχα αποφασίσει να δώσω μία φορά στην Αρχιτεκτονική και ήθελα να μπω και στο Ωδείο Αθηνών για να σπουδάσω τραγούδι. Σε κάποια φάση, επειδή ήθελα να πάω στο Λονδίνο για να σπουδάσω μιούζικαλ, αποφάσισα να παρακολουθήσω πρώτα κάποιο θεατρικό εργαστήρι, ώστε να ξεκινήσω και με το τραγούδι, αλλά τελικά ερωτεύτηκα το θέατρο. Και την επόμενη χρονιά πήγα κανονικά στη Δραματική Σχολή «Ίασμος» του Βασίλη Διαμαντόπουλου. Παράλληλα, έκανα κλασικό τραγούδι και μιούζικαλ.


Το ότι έπαιζες με τον πατέρα σου κι ένιωθες προστατευμένη, πόσο άλλαξε αυτό όταν «έφυγε» στις 4 Ιουνίου 2007; Σου στάθηκαν άνθρωποι από τον καλλιτεχνικό χώρο ή σου γύρισαν την πλάτη;

Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολο. Θα σου πω μόνο ότι η μεγαλύτερη βοήθεια που είχα ήταν που με πήρε ο Θύμιος Καρακατσάνης σε μια δουλειά που σκηνοθετούσε, «Ο Μπίντερμαν και οι εμπρηστές», για το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας. Δεν ξέρω τι θα συνέβαινε αν δεν το είχε κάνει αυτό. Ήμουν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Μόλις είχα χάσει και τους δύο μου γονείς! Η δουλειά ήταν ό,τι πιο σημαντικό για να με κρατήσει όρθια. Ακόμα θα σου πω άλλον ένα άνθρωπο που με πήρε στη δουλειά και με βοήθησε. Ήταν ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους, που «έφυγε» πρόσφατα. Μαζί του έκανα την πρώτη μου δουλειά στο Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου και πήγαμε περιοδεία με τις «Θεσμοφοριάζουσες». Ήταν εκπληκτικός σκηνοθέτης και καταπληκτικός άνθρωπος. Επίσης και η Ηρώ Μουκίου μού στάθηκε με το δικό της τρόπο. Ο πατέρας μου ήταν πολύ προστατευτικός, με κρατούσε σε ένα τελείως δικό μου κόσμο, και ξαφνικά, όταν «έφυγε», φανερώθηκε η πραγματικότητα. Είχα πάντα εικόνες από ανθρώπους που ήταν καλοί και έκαναν το καλό. Ξαφνικά είδα ότι αυτό δεν ισχύει -κι όχι μόνο στον καλλιτεχνικό χώρο-, αλλά και γενικότερα, ότι κάποιοι έχουν κι άλλο πρόσωπο, κακό. Δεν θέλω να πω κάτι άλλο…



Τι θέλεις να πεις εσύ, που βίωσες για πολλά χρόνια στο πλευρό της μητέρας σου, της Μαρίας Μπονέλου, το Αλτσχάιμερ, σε αυτούς τους ανθρώπους που ζουν κοντά σε δικούς τους ανθρώπους, οι οποίοι τη μία στιγμή μπορεί να τους θυμούνται και την άλλη όχι;

Εμένα η μητέρα μου, κάποια στιγμή, χτυπημένη από το Αλτσχάιμερ για πολλά χρόνια, σταμάτησε να έχει επαφή με το περιβάλλον. Δεν έφτασε στο σημείο να μου πει «ποια είσαι εσύ;». Είναι μια από τις χειρότερες αρρώστιες, γιατί βλέπεις τον άνθρωπό σου να χάνει την προσωπικότητά του. Και ειδικά με τη μητέρα μου, η οποία ήταν πολύ κοινωνικός άνθρωπος, που περνούσαν όλα από τα χέρια της, να το βλέπεις όλο αυτό, είναι πολύ άσχημο. Το μόνο που μπορώ να πω γι’ αυτούς που έχουν δικούς τους ανθρώπους με Αλτσχάιμερ είναι ότι δεν πρέπει να το βλέπουν εγωιστικά. Δηλαδή, ήθελα η μητέρα μου να μείνει όσο το δυνατόν περισσότερο κοντά μου, παρόλο που πια δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Και ίσως να μην ήθελε να ζει έτσι. Εγώ όμως το έβλεπα καθαρά εγωιστικά και την ήθελα δίπλα μου, όπως και ο πατέρας μου. Ήταν σαν να μην την αφήναμε να φύγει…


Πέθανε τρεις μήνες μετά τον πατέρα σου. Πιστεύεις πως ένιωσε ότι «έφυγε» ο Σώτος της, όπως τον έλεγε χαϊδευτικά;

Ναι, πιστεύω ότι μπορεί και να το ένιωσε, γιατί για εκείνη ήταν μια καθημερινή εικόνα, ένα καθημερινό χάδι, που δεν το είχε πια. Εγώ περίμενα πολλά χρόνια πριν ότι θα «έφευγε». Τα τελευταία χρόνια πιστεύω πως με αναγνώριζε, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Θυμάμαι, πήγαινα στο δωμάτιό της και της έλεγα ό,τι μου κατέβαινε στο κεφάλι, έτσι για να την αφυπνίσω λίγο. Μετά έβγαινα έξω από το δωμάτιο κι έβαζα τα κλάματα.


Επειδή ήσουν ένα καλομαθημένο παιδί και περνούσες όλο αυτό το δύσβατο μονοπάτι με τη μητέρα σου, ο πατέρας σου δεν σου είχε μιλήσει για τη σοβαρότητα του δικού του θέματος υγείας;

Ακριβώς. Δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη γι’ αυτό. Δηλαδή, για να καταλάβεις, από το 2004 που δούλευα στην Κύπρο και ήμουν έξι μήνες εκεί, όλα μου τα λεφτά τα έδινα σε εισιτήρια, γιατί ήθελα να βλέπω έστω για λίγο τη μητέρα μου, γιατί ένιωθα ότι «έφευγε» σιγά σιγά. Και τελικά «έφυγε» το 2007. Με τον πατέρα μου ούτε καν μπορούσα να το φανταστώ, ότι θα πέθαινε τρεις μήνες πριν από τη μητέρα μου!


Δεν σου είχε πει ο πατέρας σου ότι τον είχε «χτυπήσει» ο καρκίνος;

Μου είχε πει για τον καρκίνο, αλλά ήταν καθησυχαστικός. Μου έλεγε ότι τα πράγματα πάνε καλά. Μάλιστα, ήταν να πάμε εκείνο το καλοκαίρι περιοδεία για δεύτερη χρονιά με τον «Πλούτο» και συζητούσαμε γι’ αυτό.


Ήρθε το πρώτο ξαφνικό «χαστούκι» της μοίρας με το θάνατο του πατέρα σου κι έπειτα από σχεδόν τρεις μήνες «έχασες» τη μητέρα σου. Ένιωσες ότι δεν ήξερες που πάταγες; Έπαθες κατάθλιψη;

Ήταν ό,τι πιο δύσκολο έχω ζήσει. Νιώθω, όμως, ότι αυτό ήθελε η μητέρα μου, να είναι κοντά στον Σώτο της, όπως τον έλεγε χαϊδευτικά. Γι’ αυτό πέταξε στην αγκαλιά του, για να κάνουν μαζί αυτό το μεγάλο ταξίδι που ονειρεύονταν, αλλά δεν πρόλαβαν… Να σου πω ότι δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη την περίοδο. Δηλαδή, για να καταλάβεις, το καλοκαίρι που εγώ ήμουν στον «Πλούτο» με τον Θύμιο Καρακατσάνη και είχε «φύγει» ο πατέρας μου είναι σαν να έχει σβηστεί ο χρόνος από τη μνήμη μου. Ελάχιστα πράγματα θυμάμαι. Έκανα κινήσεις μηχανικές. Ένιωθα σαν να μην ήμουν εγώ. Σίγουρα κάποιες στιγμές πέρασα κατάθλιψη. Η δουλειά όμως βοηθάει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις. Το μόνο που θυμάμαι είναι τον Θύμιο Καρακατσάνη που ήταν δίπλα μου και με στήριξε.



Τις ώρες που ένιωσες να πέφτεις σε κατάθλιψη, ζήτησες τη βοήθεια ψυχολόγου;

Τότε όχι. Όμως αργότερα συνέβη στη ζωή μου και κάτι ακόμα οδυνηρό, στο οποίο δεν θέλω να αναφερθώ, οπότε ήταν απανωτά τα χτυπήματα και ζήτησα τη βοήθεια ψυχολόγου για να ξανασταθώ στα πόδια μου.


Το ότι είσαι η κόρη του Σωτήρη Μουστάκα σε δέσμευσε σαν χαρακτήρα στο να κάνεις πράγματα; Ήταν μια «αλυσίδα» για σένα; Ένα «βαρίδι»;

Ποτέ δεν είδα το όνομά μου σαν βάρος. Πάντα ένιωθα -και νιώθω- μεγάλη υπερηφάνεια για τον μπαμπά μου. Μάλιστα, στις τελευταίες πρόβες που κάναμε για το «Μποστάνι του Μποστ», άλλος μπορεί να μην το χαιρόταν αυτό, αλλά εμένα οι συνάδελφοι με φώναζαν «Σωτήρη» και μου άρεσε πολύ (γέλια).


Εγώ βλέπω φωτογραφία των γονιών μου και συγκινούμαι. Εσύ που ανοίγεις τηλεόραση και μπορεί να πετύχεις τον πατέρα σου σε μια ταινία και τον βλέπεις σαν να είναι ζωντανός ή μέσα από το YouTube στις παραστάσεις του, πώς νιώθεις;

Δεν στενοχωριέμαι. Το αντίθετο. Χαίρομαι πολύ και θα κάτσω να τη δω την ταινία. Δεν με πονάει.


Έχεις νιώσει ποτέ μετά το θάνατό του ότι κάποια στιγμή που έπαιζες στο θέατρο ήταν κάπου εκεί ο πατέρας σου και σε παρακολουθούσε;

Είναι δυο τρεις φορές που το έχω πάθει αυτό πάνω στη σκηνή, όταν ένιωσα σαν να… βγαίνει το πρόσωπό του από μέσα μου. Σαν εκείνη την ώρα να βγαίνει αυτός μέσα από εμένα. Ήρθε και έφυγε… Ήταν ασύλληπτο αυτό που μου συνέβη. Μεταφυσικό…


Πότε μπόρεσες να πετάξεις από πάνω σου αυτό το «αγκάθι» του χαμού των γονιών σου, που… τρυπούσε και μάτωνε την ψυχή σου;

Αυτός ο πόνος, το… αγκάθι, υπήρχε και πάντα θα υπάρχει, αλλά έπαψε να με πονάει τόσο πολύ όταν μέσα στον κορονοϊό πήρα το σκύλο μου, τον Όσκαρ. Αυτό το πλάσμα μού έφερε απέραντη χαρά. Μου έχει δώσει πολλή αγάπη. Είναι εδώ σε κάθε στιγμή μου. Ακόμα και να τον μαλώσω, θα έρθει μετά να με χαϊδέψει και να μου δώσει φιλιά. Του δίνω και μου δίνει αγάπη.


Τότε έφυγες από την Αθήνα και πήγες στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, όπου έμεινες αρκετά χρόνια, αρχικά με την παράσταση «Ο Μπίντερμαν και οι εμπρηστές» με τον Θύμιο Καρακατσάνη. Ύστερα αποφάσισες να τα αφήσεις όλα πίσω σου και να πας στον Καναδά για χάρη του έρωτα, όπως είχε γραφτεί τότε;

Όχι, καλέ (γέλια). Πήγα διακοπές στον Καναδά με τη σχέση μου και καθίσαμε τρεις μήνες. Και στην Καλαμάτα όταν ήμουν, ποτέ δεν άφησα το σπίτι μου στην Αθήνα. Πάντα ερχόμουν. Ποτέ δεν σκέφτηκα να τα παρατήσω όλα και να πάω στο εξωτερικό. Και μου φαινόταν και αστείο γιατί, όταν με συναντούσαν φίλοι ηθοποιοί, μου έλεγαν «μα καλά, εσύ δεν έφυγες στο εξωτερικό;». Και τους έλεγα: «Όχι, καλέ. Διακοπές πήγα». Η μόνη περίπτωση που δούλεψα στο εξωτερικό ήταν για έξι μήνες στην Κύπρο το 2004.



Με όλες αυτές τις δυσκολίες που πέρασες με το χαμό των γονιών σου, αλλά και το να βρεις δουλειά ως νέα ηθοποιός, έφτασες ποτέ να πεις «την παρατάω την υποκριτική;»

Όχι. Ποτέ. Αντιθέτως, η υποκριτική με βοήθησε να ξεπεράσω πολλά πράγματα. Μέσα από αυτή βρήκα τη δύναμη να συνεχίσω. Τη λατρεύω την υποκριτική. Πάνω στη σκηνή νιώθω ότι είμαι μια άλλη ή πολλές άλλες. Κι αυτό είναι κάτι μαγικό.


Γράφτηκε ότι πέρασες πολύ δύσκολα, γιατί το σπίτι σας στα Βριλήσσια το έβγαλε σε πλειστηριασμό η τράπεζα για χρέη του πατέρα σου, που έπαιζε στο καζίνο. Επίσης, έγραψαν ότι σε αποκλήρωσε ο πατέρας σου και δεν σε ανέφερε στη διαθήκη του. Είναι έτσι;

Αυτά τα πράγματα δεν έχουν συμβεί ποτέ. Πώς τα έγραψαν όλα αυτά; Τα άκουσα κι εγώ κι έχω πάθει σοκ. Ποτέ δεν μας είχε λείψει τίποτα, ο πατέρας μου όχι μόνο ήταν εντάξει οικονομικά σε εμάς, αλλά και χρόνια βοηθούσε κόσμο. Μαζί πηγαίνανε με τη μητέρα μου στο καζίνο. Μετά, είχε στη μητέρα μου τόσους γιατρούς, γυναίκα στο σπίτι, πώς θα μπορούσε να αντεπεξέλθει, αν ξόδευε τα χρήματά του αλλού; Επίσης, ο πατέρας μου δεν άφησε καμία διαθήκη.


Νιώθεις ότι βοηθήθηκες από το επίθετό σου; Το επίθετο «Μουστάκα» σού άνοιξε ή σου έκλεισε πόρτες στον καλλιτεχνικό χώρο;

Και τα δύο έγιναν.


Ποτέ δεν «κρέμασες» την προσωπική σου ζωή στα μανταλάκια, την κρατάς για σένα. Γιατί;

Το θεωρώ πολύ φυσικό γιατί, όπως λέει και η λέξη, είναι προσωπική ζωή. Δηλαδή, είναι για σένα και για τους πολύ δικούς σου ανθρώπους. Αν είσαι εσύ καλά, αυτό έχει σημασία. Δεν έχω πρόβλημα να βγω με το σύντροφό μου, αλλά δεν θα κυνηγήσω τη δημοσιότητα. Και δεν υπάρχει λόγος να επιβεβαιώσω αν κάποιος με τον οποίο βγαίνω είναι ο σύντροφός μου ή φίλος. Γιατί μου έχει συμβεί να βγω με φίλο μου, να μας φωτογραφίσουν και να γράφουν ότι είναι ο σύντροφός μου.


Πώς είσαι αυτό τον καιρό επαγγελματικά και προσωπικά;

Και στα δύο είμαι πολύ καλά. Μέχρι εκεί θα σου πω.


Θεωρείς ότι τα όνειρά σου, τα έχεις κάνει πραγματικότητα;

Η αλήθεια είναι ότι, αφότου «έφυγε» ο πατέρας μου, δεν κάνω μεγάλα σχέδια. Βλέπω την κάθε μέρα όπως έρχεται. Το έχω καταφέρει αυτό. Κι έτσι χαίρομαι το καθετί που έρχεται στη ζωή μου. Το μότο μου είναι «αργά και σταθερά».



Νιώθεις ότι η ελληνική αλλά και η κυπριακή πολιτεία έχουν τιμήσει τον πατέρα σου όπως έπρεπε;

Όχι.

Τον τίμησε όμως πολύ ο κόσμος. Με τον πατέρα σου πρέπει να βίωσες έντονα την αγάπη που του είχε ο κόσμος.

Του έδωσε πάρα πολλή αγάπη. Λατρεία. Μόνο ο κόσμος τον τίμησε πραγματικά. Κι ακόμα συμβαίνει.


Ολοκληρώσατε με επιτυχία κάποιες παραστάσεις με «Το Μποστάνι του Μποστ», σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Κυριακού, και θα πάτε και σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας.

Ναι. Είναι μια σπονδυλωτή κωμωδία με επιθεωρησιακά κείμενα του Μποστ, που έχει ένα μοναδικό τρόπο να είναι διαχρονικός. Στην παράσταση έχουν συμπεριληφθεί κομμάτια από τα πιο σημαντικά έργα του, τη «Μήδεια», τη «Φαύστα», την «Ιουλιέτα», και από άλλα που δεν έχουν παιχτεί, έχουμε προσθέσει κι εμείς και ο Κωνσταντίνος Κυριακού κάποια λόγια κι έχει πολύ γέλιο. Όμως, για μένα το πιο σημαντικό είναι ότι, αφού φύγεις από την παράσταση, θα συνεχίσεις να σκέφτεσαι.


Τηλεόραση θέλεις να κάνεις; Ξέρω ότι παλιότερα είχες προτάσεις να παίξεις στην τηλεόραση και τις απέρριψες. Γιατί;

Η αλήθεια είναι ότι κάποτε δεν μου άρεσε η τηλεόραση, αλλά επειδή έχουν αρχίσει και γίνονται πολύ ωραίες και προσεγμένες σειρές, τώρα το θέλω πολύ. Κι αυτός είναι ο επόμενος στόχος μου.


Το ότι έχεις παραπάνω κιλά σού δημιούργησε κάποιο πρόβλημα στην καριέρα σου; Υπήρξε μπούλινγκ στο θέατρο για τα κιλά σου;

Όχι. Αν ήμουν λεπτή, απλώς θα έκανα άλλους ρόλους.



Τον τελευταίο καιρό στο θέατρο έγιναν σοβαρές καταγγελίες περί σεξουαλικών κακοποιήσεων, που έφτασαν και κρίθηκαν από τη Δικαιοσύνη. Με το #ΜeToo σηκώθηκε κύμα αποκαλύψεων. Πίστευες ότι αυτά γίνονται στον καλλιτεχνικό χώρο, καθώς έχεις ζήσει τα παρασκήνια του θεάτρου από πολύ μικρή;

Πιστεύω ότι καλώς έγινε, γιατί σιγά σιγά γίνονται καλύτερα βήματα και πλέον η σιωπή λύνεται στο θέατρο - αν κι εγώ δεν γνωρίζω κάτι τέτοιο άμεσα, δηλαδή, δεν έχω δει κάτι. Σίγουρα, όμως, είναι καλό για το μέλλον του θεάτρου να ξεκαθαρίζει κάτι.


Εσύ έχεις δεχτεί σεξουαλική ή κακοποιητική συμπεριφορά στο θέατρο;

Σεξουαλική όχι. Σίγουρα, όμως, έχω συναντήσει ανθρώπους με άσχημη συμπεριφορά. Δεν θέλω να πω κάτι παραπάνω.


Έχεις δηλώσει σε συνέντευξή σου: «Οι γονείς μου, αν ήξεραν ποια άτομα είχα απέναντί μου, δεν θα το πίστευαν». Τι σου συνέβη;

Αυτό έχει σχέση με πρόσωπο από το φιλικό μου περιβάλλον -που δεν έχει καμία σχέση με το θέατρο ή με σεξουαλική κακοποίηση-, που για κάποιο συγκεκριμένο λόγο, στον οποίο δεν θέλω να αναφερθώ, του έχω κάνει μήνυση, κι αυτή τη στιγμή η υπόθεση βρίσκεται στα δικαστήρια. Δεν μπορώ να πω κάτι περισσότερο, γιατί είναι στο δρόμο της Δικαιοσύνης -στην οποία έχω απόλυτη εμπιστοσύνη-, το μόνο ότι ταλαιπωρήθηκα ψυχικά για πολλά χρόνια.


Πώς νιώθεις σήμερα;

Ζω το σήμερα.


Ποτέ δεν έχεις προβάλει την προσωπική σου ζωή, πορεύεσαι αργά και σταθερά στο χώρο, πολλές φορές δεν χρησιμοποίησες το όνομα του πατέρα σου… Όλο αυτό, το ότι είσαι χαμηλών τόνων, πιστεύεις ότι σε έχει πάει πίσω;

Έχω καταφέρει πράγματα αργά και σταθερά. Ήμουν πολύ σωστή στο δρόμο που διάλεξα, κι έτσι θα συνεχίσω να κάνω. Πολλοί με έχουν ρωτήσει: «Γιατί δεν χρησιμοποιείς το όνομα του πατέρα σου για να κάνεις περισσότερα πράγματα ;». Κι απαντάω: «Δεν υπάρχει καμία περίπτωση». Πάντα ένιωθα και νιώθω πολύ υπερήφανη για τον πατέρα μου, τον Σωτήρη Μουστάκα, αλλά δεν ήθελα να είμαι το παιδί που θα φέρω την αύρα και τη δημοσιότητα αυτού του σπουδαίου ονόματος. Ακόμα και στη δραματική σχολή, οι καθηγητές μου το δεύτερο χρόνο έμαθαν ότι είμαι κόρη του Μουστάκα. Ήθελα να είμαι ίση με τους άλλους. Δεν ήθελα να βάζω μπροστά τον πατέρα μου. Ποτέ δεν το έκανα. Είμαι ευτυχισμένη με όσα κάνω.


Τι είναι αυτό που σε ηρεμεί;

Με ηρεμεί ο σκύλος μου. Επίσης και η μαγειρική είναι το αγχολυτικό μου.


Ποιον θα ήθελες να προσκαλέσεις σε δείπνο και τι θα του μαγείρευες;

Τον Σάκη Ρουβά και θα του μαγείρευα μακαρόνια με κιμά (γέλια). Ή όποιο φαγητό είναι το αγαπημένο του. Μου αρέσει ο Σάκης. Μου εκπέμπει φως. Είναι από τους τελευταίους πραγματικούς σταρ, ενώ ταυτόχρονα νιώθω ότι είναι καλό πλάσμα. Μου βγάζει μια ηρεμία. Θα ήθελα να μην έρθει μόνος, αλλά μαζί με την Κάτια Ζυγούλη και τα παιδιά τους. Θέλω πολύ να τους γνωρίσω.