Βλαδίμηρος Κυριακίδης: "Πήγαινα στο γύρισμα να φάω επειδή δεν είχα λεφτά αλλιώς την έβγαζα με ένα καλαμάκι"
Εφ΄ όλης της ύλης συνέντευξη
"Με την παραγωγή χάσαμε τα λεφτά αλλά δεν με πείραξε ποτέ" υποστήριξε
Εφ΄όλης της ύλης συνέντευξη παραχώρησε ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης, ο οποίος μιλώντας στην εκπομπή της ΕΡΤ «Δύο στις 10» αναφέρθηκε στη συνεργασία του με τον Γιάννη Μπέζο στον «Δον Κιχώτη», την οικογένεια που απέκτησε στα 11 χρόνια της σειράς «Μην Αρχίζεις την Μουρμούρα» αλλά και για το πως ξεκίνησε τα πρώτα του βήματα ως νέος ηθοποιός.
«Με ενδιαφέρει ο Δον Κιχώτης γιατί είναι η έξοδος προς το όνειρο, προς την περιπέτεια. Είναι κάποια πράγματα που τη σημερινή εποχή έχουμε ξεχάσει να τα κάνουμε. Έχουμε σταματήσει να ονειρευόμαστε. Ο Δον Κιχώτης έχει απαρνηθεί την ύλη και προτιμά το πνεύμα. Πρέπει να μάθουμε να γυμνάζουμε το πνεύμα, την ψυχική μας κατάσταση, την οξυδέρκειά μας, την αντίληψή μας.
Ο Γιάννης Μπέζος είναι υπέροχος σκηνοθέτης, σου λύνει τα χέρια σαν ηθοποιό. Σε αφήνει να δοκιμάσεις πράγματα αλλά κι ένα πολύ σωστό μάτι για να κρίνει αν είναι σωστό αυτό που κάνεις ή όχι.
Glomex Player(40599x1hkkig7d8l, v-d278y2fr8cjt)
Ο Χόπκινς είχε πει ότι ξόρκισε τους παιδικούς του εφιάλτες. Για εμάς τους ηθοποιούς η σκηνή είναι αυλόγυρος που θα παίξουμε τους φίλους μας. Ο κάθε άνθρωπος περνάει προσωπικούς εφιάλτες στη ζωή. Εμείς τα φιλτράρουμε μέσα από το θέατρο. Ήταν οι συνθήκες οι οικογενειακές, οι κοινωνικές. Εγώ ήμουν πιτσιρίκι στη Χούντα και είχαμε πολλούς περιορισμούς. Τα σχολεία ήταν ακόμα αρρένων, θηλέων. Για εμένα το σχολείο ήταν Γολγοθάς, δεν με ενδιέφερε αυτό που συνέβαινε εκεί. Αυτό για μένα μπορεί να ήταν ένας εφιάλτης. Μέσα από το θέατρο το ξεπερνάς.
Ξεκίνησα πολύ δύσκολα, δεν πληρωνόμασταν. Ζούσαμε με ό,τι βρίσκαμε! Δούλευε η μητέρα μου, λίγο εγώ. Μέσα στην πρόβα φέρναμε ένα ψωμοτύρι, σε μια περιοδεία “σφάξαμε” ένα καρπούζι και έτρωγε όλος ο θίασος. Δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα γιατί είχαμε το θέατρο.
Ήταν ένας φίλος μου που είχε έρθει στην Αθήνα και μου λέει “δεν έρχεσαι μια βόλτα;”. Και μου λέει ότι ένας Κουτσομύτης κάνει ένα κάστινγκ, πηγαίνω εκεί για βόλτα. Κάποια στιγμή μου λέει ο βοηθός του Κουτσομύτη να μπω μέσα. Με βλέπει ο Κουτσομύτης και παίρνει εμένα αλλά όχι τον φίλο μου. Όχι επειδή ήμουν καλύτερος αλλά του άρεσε. Εκεί ήταν τα πιο ωραία μου χρόνια γιατί δεν είχα τίποτα να φάω.
Μετακινούμουν με τα πόδια γιατί δεν είχα για λεωφορείο. Και πήγαινα κάθε μέρα στο γύρισμα γιατί έκαναν break για να φάνε και για να μπορώ να τρώω. Αλλιώς την έβγαζα με ένα καλαμάκι το πρωί και ένα το βράδυ. Η Αυγή είχε κάνει αφιέρωμα για εμάς αλλά δεν είχα λεφτά να την πάρω. Καθόμουν στο περίπτερο και κοιτούσα τη φωτογραφία! Για αυτό δεν με τρομάζει να μείνω χωρίς φράγκο. Έχω μείνει χωρίς φράγκο, μετά ήρθαν τα λεφτά.
Με την παραγωγή χάσαμε τα λεφτά αλλά δεν με πείραξε ποτέ. Έπρεπε να πληρωθούν όλοι! Η καλλιτεχνική επιτυχία ήταν καλλιτεχνική, η οικονομική δεν ήταν. Είχα κάποια ακίνητα που πούλησα και πλήρωσα τους ανθρώπους».
«Με ενδιαφέρει ο Δον Κιχώτης γιατί είναι η έξοδος προς το όνειρο, προς την περιπέτεια. Είναι κάποια πράγματα που τη σημερινή εποχή έχουμε ξεχάσει να τα κάνουμε. Έχουμε σταματήσει να ονειρευόμαστε. Ο Δον Κιχώτης έχει απαρνηθεί την ύλη και προτιμά το πνεύμα. Πρέπει να μάθουμε να γυμνάζουμε το πνεύμα, την ψυχική μας κατάσταση, την οξυδέρκειά μας, την αντίληψή μας.
Ο Γιάννης Μπέζος είναι υπέροχος σκηνοθέτης, σου λύνει τα χέρια σαν ηθοποιό. Σε αφήνει να δοκιμάσεις πράγματα αλλά κι ένα πολύ σωστό μάτι για να κρίνει αν είναι σωστό αυτό που κάνεις ή όχι.
Ο Χόπκινς είχε πει ότι ξόρκισε τους παιδικούς του εφιάλτες. Για εμάς τους ηθοποιούς η σκηνή είναι αυλόγυρος που θα παίξουμε τους φίλους μας. Ο κάθε άνθρωπος περνάει προσωπικούς εφιάλτες στη ζωή. Εμείς τα φιλτράρουμε μέσα από το θέατρο. Ήταν οι συνθήκες οι οικογενειακές, οι κοινωνικές. Εγώ ήμουν πιτσιρίκι στη Χούντα και είχαμε πολλούς περιορισμούς. Τα σχολεία ήταν ακόμα αρρένων, θηλέων. Για εμένα το σχολείο ήταν Γολγοθάς, δεν με ενδιέφερε αυτό που συνέβαινε εκεί. Αυτό για μένα μπορεί να ήταν ένας εφιάλτης. Μέσα από το θέατρο το ξεπερνάς.
Ξεκίνησα πολύ δύσκολα, δεν πληρωνόμασταν. Ζούσαμε με ό,τι βρίσκαμε! Δούλευε η μητέρα μου, λίγο εγώ. Μέσα στην πρόβα φέρναμε ένα ψωμοτύρι, σε μια περιοδεία “σφάξαμε” ένα καρπούζι και έτρωγε όλος ο θίασος. Δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα γιατί είχαμε το θέατρο.
Ήταν ένας φίλος μου που είχε έρθει στην Αθήνα και μου λέει “δεν έρχεσαι μια βόλτα;”. Και μου λέει ότι ένας Κουτσομύτης κάνει ένα κάστινγκ, πηγαίνω εκεί για βόλτα. Κάποια στιγμή μου λέει ο βοηθός του Κουτσομύτη να μπω μέσα. Με βλέπει ο Κουτσομύτης και παίρνει εμένα αλλά όχι τον φίλο μου. Όχι επειδή ήμουν καλύτερος αλλά του άρεσε. Εκεί ήταν τα πιο ωραία μου χρόνια γιατί δεν είχα τίποτα να φάω.
Μετακινούμουν με τα πόδια γιατί δεν είχα για λεωφορείο. Και πήγαινα κάθε μέρα στο γύρισμα γιατί έκαναν break για να φάνε και για να μπορώ να τρώω. Αλλιώς την έβγαζα με ένα καλαμάκι το πρωί και ένα το βράδυ. Η Αυγή είχε κάνει αφιέρωμα για εμάς αλλά δεν είχα λεφτά να την πάρω. Καθόμουν στο περίπτερο και κοιτούσα τη φωτογραφία! Για αυτό δεν με τρομάζει να μείνω χωρίς φράγκο. Έχω μείνει χωρίς φράγκο, μετά ήρθαν τα λεφτά.
Με την παραγωγή χάσαμε τα λεφτά αλλά δεν με πείραξε ποτέ. Έπρεπε να πληρωθούν όλοι! Η καλλιτεχνική επιτυχία ήταν καλλιτεχνική, η οικονομική δεν ήταν. Είχα κάποια ακίνητα που πούλησα και πλήρωσα τους ανθρώπους».