Δηλώνει «μαχητής του φωτός». Είναι η προσωποποίηση της χαράς, της ειλικρίνειας και της αισιοδοξίας. Ο Βασίλης Χαλακατεβάκης είναι γεμάτος θετική ενέργεια, που σ’ τη μεταδίδει στην κουβέντα, κι έχει καταφέρει να ξεπεράσει τις δύσκολες στιγμές στη ζωή του χωρίς να χάσει το χιούμορ του.

Για όλα μίλησε στην «ΟΝ time» τονίζοντας ότι δεν παραμένει «αγκυλωμένος» στο παρελθόν, όση δημοσιότητα κι αν του έχει χαρίσει, αλλά νοιάζεται μόνο για το σήμερα, γιατί είναι ευτυχισμένος και γεμάτος με την όμορφη οικογένειά του, τη δουλειά του και ευγνώμων για την αγάπη του κόσμου. Ακόμα, μας μίλησε περί δικαιοσύνης, για το #ΜeToo, την αγάπη και την πατρότητα, που έκανε λαμπερή -έστω και λίγο καθυστερημένα- τη ζωή του, καθώς η ευτυχία έρχεται εκεί που δεν την περιμένεις, την «τυποποίηση», την… ταχύτητα που έκοψε κι απολαμβάνει ήρεμος τις διαδρομές του, τα όρια, τις… σφαλιάρες της ζωής, αλλά και τι θα ήθελε να κάνει -και του ταίριαζε-, αν δεν είχε γίνει ηθοποιός.

Κάνεις πρόβες για το έργο «Η Ετυμηγορία» του Μπάρι Ριντ, που θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα, από την 1η Νοεμβρίου, στο «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». Μίλησέ μου γι’ αυτό.

Πρόκειται για δικαστικό θρίλερ και η αφορμή είναι η ταινία που παίχτηκε το 1982 με τίτλο «The Verdict» (Η Ετυμηγορία), σε σκηνοθεσία Σίντνεϊ Λουμέτ και σενάριο Ντέιβιντ Μάμετ, με πρωταγωνιστή τον Πολ Νιούμαν. Μάλιστα, έχει αποσπάσει πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ και πέντε υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα, ενώ έχει μεταφερθεί, σε θεατρική διασκευή της Μάργκαρετ Μέι Χομπς, αρκετές φορές στη σκηνή του παγκόσμιου θεάτρου, με εξαιρετικές κριτικές και σχόλια από το κοινό και τους κριτικούς. Την παράσταση σκηνοθετεί ο Πέτρος Ζούλιας, ο οποίος πήρε την ταινία και το θεατρικό έργο και έκανε την ελληνική δραματουργική επεξεργασία με μια άλλη εκδοχή, η οποία είναι πολύ επίκαιρη, ειδικά στην «Ελλάδα των Τεμπών». Μας αφορά πάρα πολύ, με την αγωνία που έχει σήμερα ο κόσμος για τη δικαιοσύνη και την αμφιβολία που έχει προς την πολιτεία γενικώς. Είναι τρομερά επίκαιρο έργο, γιατί πραγματεύεται την πολυεπίπεδη ιστορία της ετυμηγορίας. Έχει για κεντρικό ήρωα έναν ξεπεσμένο αλκοολικό δικηγόρο -τον οποίο υποδύεται ο Γρηγόρης Βαλτινός-, που αναλαμβάνει την υπόθεση μιας κοπέλας η οποία έχει πέσει σε κώμα από ιατρικό λάθος σε ένα νοσοκομείο της Εκκλησίας. Την Εκκλησία την εκπροσωπεί ένας αδίστακτος δικηγόρος -υπάρχουν φοβερές συγκρούσεις μεταξύ των δύο δικηγόρων-, όπου και φαίνεται η φαιδρότητα των θεσμών, η υποκρισία των ισχυρών. Βγαίνει η σύγκρουση του διεφθαρμένου συστήματος, πώς παλεύει ένας άνθρωπος για την εντιμότητα και την αξιοπρέπεια, για έναν τίμιο κόσμο. Εγώ υποδύομαι τον αρχιεπίσκοπο Μπρόφι και βλέπουμε πολύ καθαρά ότι αυτός προσπαθεί να κρατήσει ισορροπίες για να μη θιχτεί καθόλου ο κόσμος της Εκκλησίας, παρόλο που υπάρχουν λάθη από τη μεριά των γιατρών του νοσοκομείου. Μάλιστα, λέει κάποια στιγμή ο αρχιεπίσκοπος: «Πρέπει να τη διαγράψουμε αυτή την ιστορία, να μην πάμε σε δίκη, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κατηγορούμενος γιατρός είναι αδελφός του υπουργού Εργασίας». Υπάρχει η αγωνία για να δει ο θεατής την εξέλιξη. Θα δικαιωθεί σήμερα ένας άνθρωπος ο οποίος από ιατρικό λάθος έμεινε «φυτό»; Αλλά όλα τα πράγματα γύρω από αυτή την υπόθεση μας παραπέμπουν στο σκληρό κόσμο που ζούμε και στην αγωνία του κόσμου για δικαιοσύνη.

Ως πολίτης, αλλά και άνθρωπος της τέχνης -εδώ και 46 χρόνια στο σανίδι-, πόσο νιώθεις ότι η δικαιοσύνη πληροί τελικά το ρόλο της;

Εγώ, όπως και πάρα πολύς κόσμος, νιώθουμε αγανάκτηση για όλο αυτό που συμβαίνει και η αγωνία μου δεν είναι για μένα πια, αλλά για τους νέους ανθρώπους που δεν θα ζήσουν σε έναν κόσμο σαν αυτόν που ζήσαμε εμείς, που είχε περισσότερη ελευθερία, χαρά και ευτυχία. Τώρα πια ζούμε σε έναν κόσμο που είναι «ο εαυτούλης μου» και όχι το σύνολο. Αυτό είναι που με πικραίνει πάρα πολύ. Όλοι ζούμε για το «μου» και όχι για το «μας». Αυτό είναι το πρώτο. Το δεύτερο είναι ότι βλέπεις πως ό,τι κι αν διεκδικήσεις, δεν θα έχεις αποτέλεσμα. Χτυπάς συνέχεια πάνω σε τοίχο, είτε είναι ορατός είτε αόρατος ο τοίχος αυτός. Γίνονται προσπάθειες, αλλά δεν έχουν κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Αυτό είναι το αγριευτικό και το βλέπεις και στην καθημερινότητά σου, που προσπαθείς να την κάνεις καλύτερη και συνέχεια βρίσκεις εμπόδια από το πουθενά.

Και το λες εσύ αυτό που πήρες μια μεγάλη απόφαση στα 62 σου, να γίνεις πατέρας, και ήρθε στη ζωή σου η Άρτεμις-Αγγελική. Πώς νιώθεις που μεγαλώνεις το παιδί σου σε έναν κόσμο τόσο άδικο, όπως λες;

Εντάξει, όλα αυτά ισχύουν, αλλά από την άλλη, αυτό μου δίνει και πάρα πολύ κουράγιο για να μπορώ να παλέψω για τα παιδιά κι όλους τους ανθρώπους όσο μπορώ περισσότερο, κατ’ αρχάς στην καθημερινότητά μου και με όσους συναναστρέφομαι σε οποιοδήποτε χώρο κι αν βρίσκομαι, για έναν κόσμο δίκαιο, ανθρώπινο, συναισθηματικό, κανονικό. Δηλαδή, από το ότι πήγαμε διακοπές και την αμόλαγα την κόρη μου σαν αλάνι στην Κρήτη για να δει τι σημαίνει φύση, χώμα, να ζήσει την κανονικότητά της, να μην είναι σε ένα συνεχόμενο «μη». Έχουμε καταντήσει να λέμε «μη» για οτιδήποτε. Έσκυψες και ακούμπησες ένα φύλλο, είναι «μη», γιατί μπορεί να είναι μολυσμένο, πας να περάσεις το δρόμο και φοβάσαι ότι θα σε σκοτώσουν, θέλεις να αφήσεις το παιδί σου μόνο του για ένα λεπτό και φοβάσαι ότι θα το απαγάγουν. Δηλαδή, υπάρχει ένας κόσμος του «μη». Εγώ δεν θέλω το παιδί μου να ζήσει τον κόσμο του «μη», αλλά της συνειδητοποίησης του τι πρέπει να κάνει για να είναι ισχυρό απέναντι σε αυτό τον κόσμο τον άδικο και τον αμήχανο.

Έγινες σε μεγάλη ηλικία πατέρας. Η σύζυγός σου, θεατροπαιδαγωγός-ηθοποιός και σκηνοθέτις, Δέσποινα Μαραγκουδάκη είναι πολύ νεότερή σου. Έχεις σκεφτεί ότι, όταν μεγαλώσει η κόρη σου, θα υπάρχει μεταξύ σας τεράστιο χάσμα γενεών;

Τώρα στην καθημερινότητά μου δεν το σκέφτομαι. Το μόνο που σκέφτομαι και φροντίζω είναι να τα πάω καλά με τον εαυτό μου, να είμαι υγιής και ήρεμος για να μπορέσω να δώσω όσο περισσότερα πράγματα μπορώ σε αυτό το παιδί, περισσότερα «όπλα», περισσότερες συμβουλές με πολλή ηρεμία και αγάπη. Αυτή είναι η προτεραιότητά μου. Γιατί πρέπει να έχουμε υγεία για να μπορέσει αυτό το παιδί να μεγαλώσει με ανθρώπους που έχουν υγεία και να πάρει τα εφόδια που πρέπει. Κι αυτός είναι ο στόχος.

Μαζί με τη σύζυγό σου Δέσποινα Μαραγκουδάκη ασχολείστε με το βρεφικό θέατρο κάνοντας πετυχημένες παραστάσεις. Μίλησέ μου γι’ αυτό.

Η Δέσποινα περισσότερο το κάνει, κι εγώ τη βοηθάω στην οργάνωση. Έχει ομάδες, από μωράκια έως και εφήβους αλλά και ενήλικες. Η βρεφική παράσταση που πρωτοέκανε ξεκίνησε από ένα εργαστήρι για βρέφη και γονείς - σε αυτό το σεμινάριο που έκανε ήταν οι πέντε αισθήσεις. Αυτό το υλικό είχε ενδιαφέρον για να κάνει μια παράσταση. Έτσι δημιουργήθηκε η βρεφική παράσταση «Το μωρό των πέντε αισθήσεων» (από έξι μηνών έως τεσσάρων ετών), η οποία θα ανέβει από τις 6 Οκτωβρίου για πέμπτη χρονιά φέτος στο «Θέατρο της Ημέρας». Στην παράσταση αυτή δεν συμμετέχουν μόνο τα παιδάκια αλλά και οι γονείς. Είναι κάτι μαγικό αυτές οι παραστάσεις. Η ενασχόλησή μου με αυτό το είδος θεάτρου ξεκίνησε όταν χρειάστηκε η Δέσποινα βοήθεια στις παραστάσεις της. Έχουμε την Ομάδα «Χώρος Δράσεις Πολιτισμού» όπου είμαι καλλιτεχνικός διευθυντής, και ετοιμάζουμε τις ιστορίες μας με θέματα που έχουν σχέση με το μπούλινγκ, την ανακύκλωση κ.ά. Επίσης, θα ανεβάσουμε στο ίδιο θέατρο άλλη μία βρεφική παράσταση, από τις 12 Οκτωβρίου, με τίτλο «Κόκκινο, Κίτρινο, Μπλε», που θα γίνει και βιβλίο. Ακόμα, από την Κυριακή 6 Οκτωβρίου και κάθε Κυριακή θα παρουσιάζουμε στο θέατρο «Φούρνος» για πέμπτη χρονιά τον «Σκεπαστή του Φεγγαριού», μια πολύ τρυφερή ιστορία για παιδιά.

Σίγουρα υπάρχουν στην τηλεόραση οι επαναλήψεις, αλλά κυρίως τα νέα παιδιά χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, το YouTube, όπου οι «Απαράδεκτοι» έχουν ακόμα και τώρα πολλά κλικαρίσματα.

Ναι, όπως έχει, π.χ., και η «Αλίκη στο Ναυτικό. «Οι Απαράδεκτοι», που ήταν μια αναφορά για μας, η «Αλίκη στο Ναυτικό» ήταν για τους άλλους, μια γενιά πιο πίσω, σήμαινε την αρχή της ιδιωτικής τηλεόρασης, είχε τεράστια επιτυχία η σειρά, υπήρχε άγνοια κινδύνου, έγινε αυτό που έγινε, συνεχίζουν να μιλάνε γι’ αυτήν, έγινε διαχρονική, εντάξει, όλα καλά.

Από τους δύο ρόλους που σε χαρακτήρισαν περισσότερο στην τηλεόραση, εκτοξεύοντας τη δημοτικότητά σου, ο Βασίλης στους «Απαράδεκτους» και ο φούρναρης Λευτέρης Πουλόπουλος στο «Καφέ της Χαράς», ποιος σε… κυνηγάει περισσότερο μέχρι σήμερα;

Και για τους δύο μού μιλάνε. Πριν από μερικές μέρες είχα πάει σε μια φίλη που έκανε μια έκθεση ζωγραφικής και μου μιλούσε για τους «Απαράδεκτους». Τις προάλλες στο δρόμο μού έλεγαν για το «Καφέ της Χαράς» και μου ζητούσαν να τους… τραγουδήσω! Κάποιοι έχουν δει το ένα, κάποιοι το άλλο πιο πολύ. Δεν με κυνηγάει τίποτα, απλώς ήταν τόσο πολλές οι φορές που έχουν παιχτεί οι πολύ πετυχημένες αυτές σειρές ή τις βλέπουν στο διαδίκτυο, που λογικό είναι να σου μιλάνε γι’ αυτούς τους ρόλους. Εγώ είμαι της άποψης ότι επάγγελμα είναι αυτό από το οποίο ζεις κι όχι απ’ αυτό που είσαι γνωστός. Δηλαδή, το γνωστός δεν έχει σημασία όσο το τι κάνουμε τώρα. Γι’ αυτό λέω: «Τι κάνεις, Βασίλη, αυτή τη στιγμή; Το θέατρο. Αυτή είναι η πρώτη προτεραιότητα τώρα κι αυτά που κάνουμε με τη Δέσποινα για τα παιδιά. Η καθημερινότητά μας, το σήμερα». Εκείνα γίνανε, τα κάναμε, τα χαρήκαμε, πάμε παρακάτω. Σημασία έχει να κάνουμε καλά πράγματα την κάθε μας μέρα, να είναι δημιουργικά, να είναι με αγάπη, να προχωράμε μπροστά και να εξελισσόμαστε.

Αυτή την άποψη, το να ζεις το σήμερα κι όχι να πηγαίνεις πίσω νοσταλγικά, την είχες και πριν αποφασίσεις να γίνεις πατέρας σε αυτή την ηλικία που το αποφάσισες, αλλά κι όταν πέρασες την επικίνδυνη περιπέτεια υγείας με τον καρκίνο δεκαπέντε χρόνια πριν και το ξεπέρασες;

Νοσταλγικά πηγαίνω πίσω μόνο στο κομμάτι των παιδικών μου χρόνων, που ήταν πολύ ωραία - είχα δύο εξαιρετικούς γονείς, τον Ανδρέα και την Αγγελική, που με μεγαλώσανε με πολλή αγάπη. Αυτά για μένα είναι «όπλα», είναι η ζωή μου, η παρακαταθήκη που έχω. Αυτά διαμόρφωσαν το χαρακτήρα μου και θα με ακολουθούν πάντα. Αυτά είναι. Ένας ρόλος δεν σου αλλάζει τη ζωή. Ένας ρόλος σε κάνει πολύ γνωστό ή λιγότερο γνωστό, αυτό και μόνο. Καλύτερο άνθρωπο σε κάνουν αυτοί που έχεις μεγαλώσει μαζί τους και ο τρόπος που μεγάλωσες. Και αν θέλεις και οι δάσκαλοι που βρήκες στην πορεία σου κι αυτά που επέλεξες να κάνεις και διαμόρφωσαν την άποψή σου για τα πράγματα. Μέχρι εκεί. Ένας ρόλος στην τηλεόραση ή στο θέατρο δεν σου διαμορφώνει χαρακτήρα. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο.

Πιστεύεις ότι η τηλεόραση και οι ρόλοι που έκανες σε αυτήν καθόρισαν την πορεία σου και ως κωμικού ηθοποιού; Γιατί ο κόσμος, όταν βλέπει τον Χαλακατεβάκη, λέει: «Ο καλός κωμικός ηθοποιός». Η τηλεόραση πέρασε ή προσπάθησε να περάσει επάνω σου αυτό που λέμε «τυποποίηση»;

Πάντα όταν κάνεις ένα πράγμα και το παίζουνε τριάντα χρόνια στην τηλεόραση, λογικό δεν είναι αυτό; Δηλαδή, την «τυποποίηση» δεν την κάνεις εσύ από μόνος σου. Το σύστημα σ’ την επιβάλλει. Απλό είναι. Δηλαδή, όταν παίζεται ακόμα μέχρι τώρα συνεχώς το «Καφέ της Χαράς», εσύ είτε είσαι εκεί, είτε δεν είσαι, αυτό είναι μια «τυποποίηση»… Πάρτε πράγμα, και ξανά και ξανά, κάποιοι νομίζουν ότι δεν έχει σταματήσει ποτέ αυτή η σειρά.

Δεν σε φόβισε αυτό;

Με φόβισε, αλλά από τη στιγμή που μπαίνεις στη διαδικασία να κάνεις τηλεόραση, ξέρεις ότι κουβαλάς δίπλα σου κι ένα θηρίο, που είναι το θηρίο του ρόλου σου και πρέπει να εξοικειωθείς με αυτό ή να μην εξοικειωθείς. Ούτε να σε φοβίσει, ούτε τίποτα, απλώς το βάζεις σε ένα κουτάκι κάθε βράδυ, το κλείνεις αεροστεγώς και λες: «Κάτσε τώρα εκεί, τώρα εγώ είμαι ο άνθρωπος, δεν είμαι ο ρόλος αυτός». Γι’ αυτό στο θέατρο προσπαθώ να κάνω κι άλλα πράγματα. Δεν είναι στο χέρι σου πάντα. Έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα με 2.000 θεατρικές σκηνές και 5.000 παραστάσεις το χρόνο, δεν είναι και τόσο εύκολο να κάνεις ό,τι ακριβώς επιθυμείς. Γι’ αυτό θεωρώ ότι αυτή η δουλειά που κάνουμε τώρα, που είναι μια μεγάλη παραγωγή με πολλούς εξαιρετικούς συναδέλφους, πολλά σκηνικά σε ένα μεγάλο θέατρο, είναι και λίγο συνθήκη πολυτελείας, οπότε νιώθω «ηθοποιός πολυτελείας», τουλάχιστον για φέτος το χειμώνα.

Ένιωσες ποτέ στο πετσί σου αυτό που λένε άλλοι συνάδελφοί σου: «Αγωνιώ, βρέθηκα χωρίς δουλειά, δεν έχω ούτε ένα ευρώ, πώς θα πληρώσω το ρεύμα, τις υποχρεώσεις μου;»

Υπάρχει άνθρωπος, είτε είναι ηθοποιός είτε ελεύθερος επαγγελματίας, που δεν το έχει νιώσει αυτό; Δεν ισχύει μόνο στους ηθοποιούς αυτό. Στο θέατρο, απλώς επειδή είναι μια δουλειά που την αγαπάμε, λέμε «ποπό, δεν θα κάνω κάτι καλό, θα κάνω κάτι λιγότερο καλό», «θα βρω δουλειά ή θα βρω τη δουλειά που είχα ή θα βρω κάτι άλλο;».

Δεν ήσουν, λόγω πετυχημένων σίριαλ, από τους καλοπληρωμένους ηθοποιούς της τηλεόρασης ώστε να έχεις κάτι στην άκρη;

Όχι, δεν ήμουν ποτέ από τους καλοπληρωμένους. Ήμουν από αυτούς που είχαν δουλειά. Αλλά δεν είμαι από αυτούς που έβγαλαν λεφτά από την τηλεόραση, γι’ αυτό και έκανα κι άλλα πράγματα κι ασχολήθηκα και με την οργάνωση θεατρικών παραστάσεων, για να αισθάνομαι ασφάλεια, να μπορώ να λέω τα «όχι» μου, να λέω «δεν θα κάνω αυτό, αλλά κάτι άλλο». Είχα αυτή την ευχέρεια και την έχω ακόμα, γι’ αυτό και κάνω αυτά που φτιάχνουμε με τη Δέσποινα. Είναι δικλίδες ασφαλείας.

Υπήρξαν κάποιοι που σου είπαν «Βασίλη, είσαι μεγάλος σε ηλικία για να κάνεις παιδί»;

Δεν απαντώ σε αυτό σε κανέναν. Ήταν μια απόφαση ζωής που -για κάποιους καλώς, για κάποιους κακώς, για εμάς πολύ καλώς- κάναμε αυτό το παιδί, γιατί ήταν η ολοκλήρωση μιας μεγάλης αγάπης και μιας οικογένειας. Είμαστε ευτυχισμένοι με αυτό, είναι καλά το παιδί μαζί μας, αυτό έχει σημασία και αυτό θα φροντίσουμε να περιφρουρήσουμε. Τώρα, το τι θα πει ο κόσμος δεν με αφορά καθόλου. Ούτε να αναλύσω γιατί το είπε ο άλλος και πώς το είπε. Δεν με αφορά, όπως δεν τους αφορά κι εκείνους να μου πουν τη γνώμη τους.

Από τη μία έχεις μια ευτυχισμένη, δεμένη οικογένεια κι από την άλλη μια δουλειά που σου αρέσει, όπου αναγνωρίζεται η αξία σου και σε αγαπάει πολύ ο κόσμος. Νιώθεις ευτυχισμένος; Γεμάτος;

Είμαι ευτυχισμένος, πάρα πολύ καλά, θεωρώ ότι σε αυτήν τη φάση που μιλάμε είμαι πιο ολοκληρωμένος από ποτέ.

Τι νομίζεις ότι είναι αυτό που σας συνδέει περισσότερο με τη σύζυγό σου Δέσποινα Μαραγκουδάκη -πλην του θεάτρου- και είστε ευτυχισμένοι;

Τα πάντα. Υπάρχει καλή χημεία και πολλή αγάπη. Είμαστε καλά και μπορούμε να ξεπερνάμε τις οποιεσδήποτε δυσκολίες με ευκολία. Γιατί πάντα υπάρχουν δυσκολίες σε μια ανθρώπινη σχέση, όταν είσαι δεκαπέντε χρόνια μαζί, αλλά λύνονται εύκολα.

Τι άλλαξε σε εσένα έπειτα από αυτό που πέρασες δεκαπέντε χρόνια πριν με την περιπέτεια υγείας λόγω του καρκίνου;

Το έχω αφήσει πίσω μου αυτό. Τώρα πια δεν με απασχολεί. Φροντίζω τον εαυτό μου, να είμαι ήρεμος, χαλαρός, κάνω τις εξετάσεις μου, όπως όλοι οι άνθρωποι, και αυτό είναι όλο. Κοιτάω μπροστά με αισιοδοξία.

Ποια είναι η συμβουλή σου στους ανθρώπους που πέρασαν ή περνάνε κάτι ανάλογο;

Δεν μπορώ να δώσω κάποια συμβουλή, γιατί οι άνθρωποι, ό,τι και να πεις, δεν προσέχουν. Εγώ θα έλεγα γενικώς στους ανθρώπους να μην αγχώνονται χωρίς λόγο για πράγματα δευτερεύοντα, να μην είναι «φαταούλες», να μην έχουν αγωνία, να είναι συνετοί, ήρεμοι, να ζουν με τα λίγα που έχουν και να κοιτάνε την υγεία τους, τίποτε άλλο. Αν κοιτάνε την υγεία τους και την ηρεμία τους, τα πράγματα θα πάνε πολύ καλύτερα. Εγώ δεν θέλω να φορτσάρω πια, δεν θέλω να πηγαίνω πάνω από εκατό χιλιόμετρα την ώρα. Τα διακοσάρια τα έχω κόψει. Μέχρι εκατό χιλιόμετρα, χαλαρά.

Είχες ξεπεράσει τα όριά σου;

Ναι. Όλοι τα ξεπερνάμε. Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν τα ξεπερνάει. Απλώς πρέπει να φας τη… σφαλιάρα για να καταλάβεις. Όταν τρως τη… σφαλιάρα, καταλαβαίνεις. Υπάρχουν κάποιοι, βέβαια, που τρώνε τη… σφαλιάρα και δεν καταλαβαίνουν.

Πιστεύεις στο θείο;

Δεν ξέρω τι πιστεύω. Πιστεύω κατ’ αρχάς στην αγάπη και στο καλό απ’ όπου κι αν προέρχεται. Δεν πιστεύω στο μαύρο και δεν επιθυμώ το σκοτάδι. Εκτιμώ το φως απ’ όπου κι αν προέρχεται. Είμαι πολεμιστής του φωτός.

Πάντα ήσουν έτσι;

Ναι, πάντα. Και ήμουν πάντα με το δίκαιο. Από μικρό παιδί. Όπου έβλεπα αδικία, πολεμούσα γι’ αυτό, να αλλάξει.

Επειδή μίλησες για δίκαιο και δικαιοσύνη, που τη βλέπουμε και μέσα στο έργο που ανεβάζετε, την «Ετυμηγορία», όλο αυτό που έγινε στο θέατρο με το #ΜeToo, έπειτα από τόσον καιρό που οι υποθέσεις και τα πρόσωπα πήγαν στη Δικαιοσύνη, που πήρε αποφάσεις, νιώθεις ότι δικαιώθηκες ως άνθρωπος του θεάτρου; Ότι το θέατρο «καθάρισε»;

Δεν νομίζω ότι άλλαξαν και πολλά πράγματα. Απλώς στοχοποιήθηκαν τέσσερις- πέντε άνθρωποι και δεν ξέρω κατά πόσον αυτή ήταν η απόδοση δικαιοσύνης στο να κάνουν κάποιοι κάποια λάθη, εντάξει, είναι η απόφαση της Δικαιοσύνης, αυτή θα αποφανθεί αν είναι αθώοι ή ένοχοι. Δεν νομίζω όμως ότι «ξεβρόμισε» το πράγμα επειδή έγινε αυτό. Υπάρχουν τόσα πράγματα που γίνονται γύρω μας. Απλώς κάποιοι την πατήσανε πολύ σκληρά, ας πούμε, και αυτό ήταν όλο. Εσύ που είσαι τόσα χρόνια στο χώρο, πιστεύεις ότι όλα τα άλλα είναι μαγικά πλασμένα; Και βεβαίως επαναλαμβάνω ότι αυτό δεν ισχύει μόνο στη δική μας δουλειά. Ισχύει σε όλες τις δουλειές. Μη στοχοποιείται μόνο το θέατρο επειδή αυτό έτυχε να έχει τέσσερα-πέντε αναγνωρίσιμα πρόσωπα και την πληρώσανε, που δεν είναι και απαραίτητο να έχουν κάνει τα χειρότερα αυτοί σε σχέση με άλλους σε διάφορους χώρους.

Ποια είναι η γνώμη σου για την ψήφιση του νόμου για το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και το να αποκτούν παιδιά;

Κατ’ αρχάς δεν έχω αντίρρηση. Από κει και πέρα, θα υπάρχουν καλές περιπτώσεις, αλλά και μη καλές περιπτώσεις, όπως υπάρχουν καλοί και μη καλοί άνθρωποι. Δεν ξέρω… στην πορεία θα δείξει. Δεν μπορώ να πω να μην προχωρήσει η κοινωνία, όταν έχει προχωρήσει σε όλη την Ευρώπη, εμείς να είμαστε αρνητικοί σε αυτό.

Κατάφερες να ισορροπήσεις και να βρεις τον εαυτό σου μόνος σου ή χρειάστηκες τη βοήθεια ψυχολόγου;

Δεν έχω πάει ποτέ σε ψυχολόγο. Εγώ, όταν ήμουν παιδί, ήθελα να γίνω παιδοψυχολόγος. Δεν το έκανα. Θα μπορούσα να έχω γίνει ένας πολύ καλός παιδοψυχολόγος γιατί αρκετές φορές, όταν φίλοι μου έχουν πρόβλημα, έρχονται σε μένα και ζητάνε τη βοήθειά μου. Εμπιστεύονται τη γνώμη μου και με συμβουλεύονται. Βεβαίως, δεν έχω μετανιώσει γι’ αυτό που επέλεξα να κάνω. Έχω εισπράξει και εισπράττω πολλή αγάπη από τον κόσμο, είμαι ευγνώμων και ευτυχισμένος.

Όταν βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη, τι του λες;

«Γεια σου, Βασίλη, άδραξε τη μέρα».

*Φωτογραφία: NDPPHOTO / NDP PHOTO