Ο Ιωάννης Απέργης, ο πρωταγωνιστής της νέας κωμωδίας του Alpha «Η Κατάρα της Τζέλας Δελαφράγκα», βρέθηκε καλεσμένος στο «Στούντιο 4» και μίλησε για τις δυσκολίες που πέρασε με την οικογένεια του όταν ήρθαν στην Ελλάδα, αλλά και για την απόφαση του να ασχοληθεί με την υποκριτική.

Μάλιστα ο Ιωάννης Απέργης αποκάλυψε ότι σταμάτησε τον σχολείο όταν ήταν στο Γυμνάσιο, για να δουλέψει και να βοηθήσει οικονομικά του γονείς του.


Οι δηλώσεις του Ιωάννη Απέργη


Αρχικά, ο Ιωάννης Απέργης είπε ότι ανακάλυψε το ενδιαφέρον του για την τέχνη της υποκριτικής όταν ήταν σχετικά μεγάλος: «Άργησα να γίνω ηθοποιός. Μπήκα το '15, ήμουν στα 25 στα 26. Ήθελα λίγο να ψηθώ, να καταλάβω τι είναι η Δραματική Σχολή. Έκανα κάποια σεμινάρια, κάποια μαθήματα επειδή ήμουν σε ομάδες γνωστών ηθοποιών, ερασιτεχνικές. Δεν ήξερα μέχρι τα 23-24 μου, τι είναι η τέχνη. Έμπλεξα σε ομάδες θεατρικές. Είναι αυτό που λένε κι άλλη ζωή να έκανες, πάλι το ίδιο θα γινόσουν. Όλα τα πράγματα με πήγαιναν προς την έκθεση. Ήθελα να ήμουν το επίκεντρο σε μια παρέα, έτσι ώστε να τους κάνω να γελάνε. Μάλλον οι ηγετικές τάσεις του Παρθένου με έσπρωχναν προς τα εκεί».


Επίσης, πρόσθεσε ο Ιωάννης Απέργης : «Όταν μπήκα στη Σχολή ανακάλυψα ότι υπάρχει και ζωή πέρα από αυτό που ήξερα. Εγώ ήξερα να ξυπνάω, να πηγαίνω στη δουλειά, μια ρουτίνα, έναν σκοταδισμό γύρω μου, να μην προλαβαίνω να πληρώνω, να μην έχω λεφτά. Έτσι ήταν μέχρι λίγο πριν το 2008. Το '09 άρχισα να ακουμπώ την τέχνη στα 18-19».

Έπειτα, ο ηθοποιός εξήγησε πως άρχισε να δουλεύει όταν ήταν έφηβος για να συμβάλλει οικονομικά στο σπίτι του: «Δούλευα από τα 15-16 μου. Η πρώτη μου δουλειά ήμουν αλουμινάς, σιδεράς, βοηθός, δηλαδή κουβάλαγα. Μου έκανε καλό. Σταμάτησα για 2 χρόνια το σχολείο, το Γυμνάσιο το παράτησα στη μέση, αλλά το συνέχισα εννοείται μετά γιατί έφαγα κατραπακιά. Όταν ήμουν στον 8ο όροφο μιας οικοδομής είπα "παιδιά δεν είναι αυτή η ζωή μου, να κουβαλώ σίδερα από κάτω μέχρι πάνω". Εγώ ψαχνόμουν, ήμουν ανήσυχος γενικά. Λέω στον πατέρα μου "τέλος, εγώ θέλω να σπουδάσω". Τελειώνω το Νυχτερινό, αφού είχα κάνει Β' Γυμνασίου».

Σχετικά με την απόφαση να σταματήσει το σχολείο και το αν υπήρξε κάποια αντίδραση από τους γονείς του, ο ηθοποιός είπε: «Δεν ήταν ωραίο, ήταν στενάχωρο. Ο πατέρας μου είναι της άποψης της δουλειάς, ντάξει, "άμα είναι να δουλεύεις αγόρι μου κάνε ό, τι θες, σταμάτα ό, τι θες, αρκεί να έχεις τη δουλειά σου". Είναι από αυτούς τους ανθρώπους που μεγάλωσαν με το μεροκάματο. Υπάρχουν πολλοί γονείς εκεί έξω που δεν ξέρουν τι πάει να πει τέχνη, δεν μπορούν να το κοντρολάρουν. Προσπαθούσε ο άνθρωπος να είναι κοντά στα όνειρά μου... Υπήρχε μερικές φορές η σύγκρουση με την απόφασή μου να σταματήσω το σχολείο. Ήταν δική μου απόφαση. Θεωρούσα ότι είμαστε φτωχοί, υπάρχει μιζέρια, οπότε κάτι θα πρέπει να κάνω ως μεγάλος γιος. Μου είχαν περάσει - κάποια τα έχω κρατήσει - κάποια ήθη και έθιμα, κάποιοι κανόνες [...] Υπήρχαν και καταπιεστικοί κανόνες, αλλά με τον τρόπο μου, όταν έκανα την επανάστασή μου από το Λύκειο και έπειτα».

Ο ηθοποιός, Ιωάννης Απέργης επιπλέον, περιέγραψε την ένδεια που αντιμετώπιζαν στο σπίτι του και το πώς αυτή η δύσκολη κατάσταση τον επηρεάζει στις συνήθειές του μέχρι και σήμερα: «Ξεκίνησα πρώτα σε ένα ανθοπωλείο part-time τα απογεύματα, σε έναν φίλο μου - πλέον φίλο μου - και έπαιρνα το μεροκάματο, 500 δραχμές, και πήγαινα και το έδινα στη μάνα μου. Ξέρεις τι είναι να ανοίγεις το ψυγείο και να μην βλέπεις τίποτα μέσα; Γι' αυτό και τώρα μου έχει γίνει έμμονη ιδέα η μάνα μου, το σπίτι, ο πατέρας μου, και παίρνω τη γυναίκα μου όταν πάει στο σούπερ μάρκετ "σου στέλνω τη λίστα, ωραία για να στείλεις και στη μάνα μου". Είμαι καλά, έχω την υγεία μου και μπορώ να τους βοηθάω».

Στην ίδια συνέντευξη ο Γιάννης Απέργης περιέγραψε το ατύχημα που είχε με τη μηχανή του, όταν ένας παρκαδόρος μπήκε απότομα στον δρόμο. Παρά την επικίνδυνη κατάσταση, απέφυγε μεγαλύτερο τραυματισμό χάρη στη μπότα που φορούσε. Ο ηθοποιός μίλησε και για την εμπειρία του στο νοσοκομείο και την τροχαία, λέγοντας ότι του προσέφεραν ιδιαίτερη αντιμετώπιση λόγω της αναγνωρισιμότητάς του, κάτι που τον προβλημάτισε.

Πιο αναλυτικά, αποκάλυψε τα εξής: «Κατέβαινα στη Μιχαλακοπούλου μετά από μία φωτογράφιση για ένα περιοδικό με την Κατερίνα Γερονικολού -καθώς έφευγα να δω τα παιδιά μου- βγήκε ένας παρκαδόρος κάθετα. Μπήκε στη μισή λωρίδα που υπήρχε στην άκρη και βγήκε πολύ άγαρμπα. Μετά κατάλαβα ότι ο άνθρωπος δεν ήξερε να οδηγεί. Φοβήθηκε κι ήρθε στο νοσοκομείο. Τελευταία στιγμή πάτησα φρένο κι η μηχανή πλάγιασε στο αμάξι. Φορούσα μπότα και μου έκανε σάντουιτς το πόδι. Η μπότα μου έσωσε το πόδι, παίζει ρόλο να φοράς σωστά ρούχα. Πιο πολύ με πονά το χτύπημα παρά τα ράμματα. Έκανα σάλτο στον αέρα και χτύπησα και τον ώμο. Είχε σταματήσει το σκίσιμο λίγο πριν τους τένοντες. Με ανησύχησε που και στο νοσοκομείο και την τροχαία είδαν ποιος είμαι γιατί μου πήρε κάποιος το τηλέφωνο. Υπήρχε μία άλλη αντιμετώπιση, που σε ανησυχεί λίγο. Στο νοσοκομείο με πήγαιναν οι ίδιοι οι γιατροί. Μακάρι να το κάνουν και σε άλλους. Δεν το λέω για κακό».