Είναι σπουδαίος δάσκαλος υποκριτικής, αλλά και αξιών ζωής. Ηθοποιός και σκηνοθέτης, μετράει πάνω από 50 χρόνια στο σανίδι, με πρωταγωνιστικούς ρόλους σε όλα τα είδη του θεάτρου, αλλά και στην τηλεόραση, που τους «σφράγισε» με τις ερμηνείες του. Ο Κώστας Αρζόγλου, από τους τελευταίους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς, που έκαναν τέχνη ζωής και καρδιάς το θέατρο, μίλησε στην «ΟΝ time Σαββατοκύριακο», σε μια συνέντευξη-ποταμό, για τις μεγάλες χαρές αλλά και τις λύπες που του έδωσε το θέατρο και για τους «Ήρωες» που ακόμα και στην τρίτη ηλικία «γεύονται» τα «δώρα» της ζωής και δίνουν μαθήματα αισιοδοξίας.

Ακόμα μας μίλησε για τους… «πράκτορες» στη σάτιρα, το γέλιο και τα… είδη του, τη «σεσημασμένη» και την αληθινή κωμωδία, τη νέα γενιά ηθοποιών, το κίνημα ΜeToo και τα στόματα που μένουν ακόμα κλειστά, τον έρωτα, το «κυνήγι» που έχει υποστεί, αλλά και γι’ αυτούς που «πούλησαν τη ζωή τους στο διάβολο για να γίνουν κάποιοι. Επίσης, μας αποκάλυψε πως τηλεοπτικός παραγωγός τον ρώτησε πόσους followers έχει στο Instagram, για να αποφασίσει αν θα του δώσει ρόλο.

Ας ξεκινήσουμε με τους «Ήρωες» του Γκέραλντ Σιμπλεϊράς, μια τρυφερή και συγκινητική κωμωδία, που παρουσιάζετε μαζί με τον Χρήστο Βαλαβανίδη και τον Πάνο Σκουρολιάκο στο Από Μηχανής Θέατρο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά.

Είμαστε τρεις ηλικιωμένοι βετεράνοι του στρατού κλεισμένοι σε ένα γηροκομείο και γινόμαστε πραγματικοί ήρωες, καθώς κατορθώνουμε όχι μόνο να μην παραδοθούμε στο προγεγραμμένο τέλος, που όλο και πλησιάζει, αλλά και να δείξουμε ότι η αγάπη για τη ζωή και η επιθυμία για το όνειρο δεν έχουν ηλικία. Εγώ υποδύομαι τον Φελίπε, ο Πάνος Σκουρολιάκος τον Γουστάβο και ο Χρήστος Βαλαβανίδης τον Χένρι. Όλη η παράσταση στρέφεται γύρω από τα παθήματα που έχουν όλοι από τον πόλεμο και πόσω μάλλον οι απόκληροι του στρατού, όπου αυτό έχει μέσα κι ένα «χρώμα κωμικό». Το συγκεκριμένο έργο έχει πολλή ανθρωπιά, χιούμορ, γέλιο, συγκίνηση. Αν κωμικοποιεί κάτι, θα έλεγα ότι είναι η ίδια η φάρσα της ζωής. Γιατί η ζωή η ίδια είναι μια ατέλειωτη φάρσα. Η παράστασή μας είναι μια απάντηση στο τι εννοούμε όταν λέμε κάτι κωμικό. Γιατί συνήθως λένε κωμικό κάτι πάρα πολύ επιδερμικό. Αυτό είναι ψευτοκωμικό. Είναι μια «σεσημασμένη» κωμωδία. Αυτό που κάνουμε εμείς δεν είναι «σεσημασμένο», δηλαδή προκύπτει σαν αλυσίδα, ο ένας κρίκος μετά τον άλλο. Μου αρέσει πάρα πολύ που είναι ένας ρόλος ο οποίος έχει αρχή, μέση, τέλος. Δεν έχει στιγμιότυπα. Αυτά με τα στιγμιότυπα ανήκουν στη «σεσημασμένη κωμωδία», όπως είπαμε, και δεν θα με ενδιέφερε ένας τέτοιος ρόλος. Κι ύστερα θεωρώ ότι με τη συνύπαρξη επί σκηνής με τον Βαλαβανίδη και τον Σκουρολιάκο, αυτό σιγά σιγά το είδαμε, το «ξεψαχνίσαμε», το ψάξαμε απ’ όλες τις πλευρές και βγήκε αυτή η τέλεια παράσταση, την οποία θεωρούμε και λίγο σαν «παιδί» των τριών μας. Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό τώρα που χάνεται η γλώσσα του θεάτρου, καθώς οι νέοι συνεννοούνται με άλλον κώδικα επικοινωνίας, το ότι εμείς οι τρεις έχουμε ένα συγκεκριμένο κώδικα μεταξύ μας, ξέρουμε πολύ καλά κάθε λέξη, κάθε όρο, έχουμε κοινά αστεία.

Πολύς λόγος έχει γίνει τον τελευταίο καιρό για το αν υπάρχουν όρια στη σάτιρα, με αφορμή ένα νούμερο του Μάρκου Σεφερλή που σατίριζε το Nemo, το φετινό νικητή της Eurovision.

Πιστεύω ότι δεν υπάρχουν όρια στη σάτιρα, αλλά υπάρχουν όρια στον άνθρωπο που την κάνει και δεν θέλω να μιλήσουμε άλλο γι’ αυτό το συγκεκριμένο επεισόδιο, γιατί συγχέει ο κόσμος το γέλιο με το γελοίο. Έχει τεράστια διαφορά. Δεν είναι καν ξαδελφάκια. Δεν ανήκουν καν στην οικογένεια. Η Έλλη Λαμπέτη μού έλεγε το καλύτερο: «Αυτοί, παιδί μου, είναι “πράκτορες” από άλλο επάγγελμα».

Κάποιοι συνάδελφοί σας, για να υποστηρίξουν τη σημερινή σάτιρα και τον Μάρκο Σεφερλή, την παραλλήλισαν με τη σάτιρα του Αριστοφάνη.

Θα απαντήσω με μια ερώτηση: Άραγε, ο Αριστοφάνης, τον οποίο επικαλούνται κάποιοι, δεν λογόκρινε τον εαυτό του; Αυτό δεν είναι ο άνθρωπος; Τα όρια που βάζω. Εγώ θα το έκανα ποτέ να κατέβω γυμνός από τη μέση και κάτω τη Σταδίου σαν να μη συμβαίνει τίποτα; Όχι βέβαια. Δηλαδή, το ότι δεν το κάνω είναι λογοκρισία του εαυτού μου, του ανθρώπου. Θέτουμε ένα κοινωνικό όριο. Δεν σημαίνει ότι στη σάτιρα επιτρέπονται όλα. Επιτρέπονται τόσα όσα επιτρέπει η κοινωνία, έστω κι αν πληγώνεται από αυτά. Μέχρι εκεί όμως. Αλλά υπάρχουν άλλα πράγματα τα οποία δεν έχουν καν νόημα να γίνονται. Δηλαδή, η κοινωνία από μόνη της βάζει τα όρια. Νομίζω ότι η κοινωνία έχει αυτοματισμούς. Π.χ., έναν άνθρωπο που περπατάει ολόγυμνος στην Πανεπιστημίου τον λέμε τρελό. Έναν άνθρωπο που ξεντύνεται ή που κάνει κάτι άλλο ή που κοροϊδεύει κάποιον επί σκηνής τον θεωρούνε κωμικό. Αυτά είναι όρια της κοινωνίας. Όχι του κωμωδού, αλλά του κωμωδιογράφου. Και υπάρχει και μια τεράστια διαφορά. Ο Αριστοφάνης δεν έκοβε εισιτήρια. Δεν το έκανε για να κοπούν περισσότερα εισιτήρια. Ήταν μια παρέμβαση δική του προς την κοινωνία, δωρεάν στο λαό. Δεν πλήρωνες στην είσοδο. Όταν κάποιος πουλάει κάτι -με τα εισιτήριά του και την είσπραξη του-, τότε είναι διαφορετικά τα πράγματα. Δεν μετριέται ένας λαϊκός ηθοποιός με το αν γεμίζει στάδιο. Μετριέται μόνο αν σε αυτό το στάδιο ο λαός μπαίνει δωρεάν. Όταν κόβονται εισιτήρια, δεν μπορεί να κομπάζει κανείς για τα εισιτήρια που κόβει «κάνοντας» σάτιρα. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο.

Παίρνοντας αφορμή από τον τίτλο του έργου, αισθανθήκατε ποτέ στη ζωή σας ήρωας;

Ναι, όταν το 1984 έφτιαξα το θέατρο «Αεικίνητο». Είναι μια τεράστια ιστορία, που θα μπορούσαν δυο τρεις γενιές να παλεύουν μέχρι να βρουν αυτή τη λύση που βρήκα εγώ. Δεν κομπάζω, αλλά νομίζω ότι η ελληνική κοινωνία, το τραπεζικό σύστημα, το τεχνικό κατεστημένο και το θεατρικό κατεστημένο ήταν τόσο ισχυρά που με τσάκισαν. Αισθάνθηκα ήρωας γιατί αντεπεξήλθα για περίπου δέκα χρόνια. Ήταν ένα πολύ μεγάλο θεατρικό εγχείρημα, που με είχε βασανίσει και που ποτέ δεν δέχτηκε η ελληνική κοινωνία ότι είναι η μοναδική και η πιο σπουδαία λύση. Παρ’ όλα αυτά το ανέφεραν τότε στις ειδήσεις στο Ισραήλ, στη Νότια Αφρική, ακόμα και σήμερα τα τεχνικά περιοδικά στη Γαλλία μιλάνε γι’ αυτό το επίτευγμα. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη του παρουσίαση έγινε από το περιοδικό του Πίτερ Μπρουκ, του Διεθνούς Κέντρου Θεάτρου στην Αγγλία. Με τσάκισε όχι μόνο η καταστροφή του «Αεικίνητου», αλλά και η στάση της κοινωνίας, που παριστάνει ότι δεν υπήρξε ποτέ, ενώ υπάρχουν ντοκουμέντα που είναι πλέον κοινός τόπος σε όλη την Ευρώπη και την Αφρική.

Μιλήστε μας για το θέατρο «Αεικίνητο», που το δημιουργήσατε και σας έφερε μεγάλες χαρές, αλλά και πολλή θλίψη όταν το αποχωριστήκατε.

Στο κέντρο της επιδίωξης, «Αεικίνητο» είναι το εξής. Το ότι, όταν έχουμε μια παράσταση που περιοδεύει μέσα στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη, αλλά κυρίως σε διάφορα απομακρυσμένα μέρη, αυτή η παράσταση που έχει στήσει ο σκηνοθέτης αλλάζει γιατί τη μια παίζουμε σε γήπεδο, την άλλη σε κινηματοθέατρο, άλλοτε σε ένα μικρό θέατρο ή σε ένα μεγάλο αρχαίο θέατρο, οπότε η προσωπική δημιουργία του σκηνοθέτη χάνεται. Δηλαδή, είναι τελείως διαφορετικό να παίζει κανείς στη Χίο ή στην Κεφαλονιά κ.λπ. Προσαρμόζεται. Τα φώτα είναι αυτά που αντέχει να σηκώσει, από κει και πέρα αυτό που στήνει ο σκηνοθέτης να ταξιδεύει αυτούσιο έτσι όπως είναι η αρχική παράσταση. Και ο τρόπος του να παρουσιαστεί αυτούσιο είναι να μεταφέρει όλο το κέλυφός του και να το στήνει σε έναν ελεύθερο χώρο. Πόσες φορές μάς έχουν πει σε παράσταση στην περιφέρεια «καλό ήταν, αλλά δεν είναι το ίδιο με αυτό που παρουσιάσατε στην Αθήνα». Αυτό σημαίνει το ότι δεν έχει μεταφερθεί αυτούσιο. Τότε με το «Αεικίνητο» θέατρο πήγαμε σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Θέλαμε να υπάρχει το ίδιο θέατρο όπως στην Αθήνα και στις άλλες περιοχές. Το «Αεικίνητο» ήταν ένα θέατρο χιλίων θέσεων που μεταφερόταν και είχε μια σκηνή που δεν υπάρχει ούτε στην Αθήνα. Διακόσια τετραγωνικά σκηνή! Κι όλο αυτό στηνόταν μέσα σε οκτώ ώρες -όχι μέρες που θέλει ένα σκηνικό να στηθεί- από έξι άτομα. Είναι παγκόσμια πατέντα.

Όλα αυτά τα χρόνια στο χώρο, νιώσατε την κακία, τη ζήλια;

Αυτά είναι τοξικά θέματα που προσπαθώ να μην τα παίρνω στο σώμα μου. Θα ήθελα να μην τα ενσωματώνω. Δεν μπορώ αυτή την τοξικότητα. Κι όταν τη συναντώ, φεύγω. Είναι πολύ επικίνδυνη.

Είπατε πολλά «όχι», με αυστηρές επιλογές, που πολλές φορές μπορεί να στοίχισαν και στην τσέπη σας;

Ναι, σίγουρα υπάρχουν μερικά πράγματα τα οποία έχω αρνηθεί να τα κάνω. Κι επίσης ομολογώ -είναι λίγο σαν εξομολόγηση αυτό που θα σας πω- πως μου άρεσε πάρα πολύ ότι δύο έργα που είχα σκηνοθετήσει παίζονταν ταυτόχρονα -το 1996- από τους δύο μεγαλύτερους «ανταγωνιστές» του ελληνικού θεάτρου, τον Γιώργο Λεμπέση και τον Βαγγέλη Λειβαδά, την ίδια σεζόν, με την επιθεώρηση «Αιγαίο… Βαγκέο» στο «Παρκ» και ταυτόχρονα το έργο του Όσκαρ Ουάιλντ «Η σημασία να είναι κανείς σοβαρός» στο «Λαμπέτη». Αυτό ομολογώ ότι ήταν το μοναδικό «αμάρτημά» μου (γέλια). Μου άρεσε τότε να γυρνάω με το αυτοκίνητο και να βλέπω το όνομά μου στις ταμπέλες και στα δύο μεγάλα θέατρα, των δύο κορυφαίων παραγωγών.

Πώς βλέπετε το γεγονός ότι μετά την πανδημία του κορονοϊού τα θέατρα είναι γεμάτα;

Τα τελευταία χρόνια έχω παίξει σε τρία μιούζικαλ και εξεπλάγην πολύ θετικά από την πληθώρα νέων παιδιών, ταλαντούχων ηθοποιών, που ξέρουν να χορεύουν, να τραγουδάνε, με καλλιεργημένες φωνές, παρακολουθούν συνέχεια σεμινάρια, δουλεύουν σαν αθλητές και μάλιστα ταλαντούχοι, που στοχεύουν σε πρωταθλητισμό. Τα ζήλευα αυτά τα νέα παιδιά. Νομίζω ότι αυτά τα παιδιά καλούν τον κόσμο στις παραστάσεις που γίνονται τώρα. Μόνο που στον καιρό μου τα θέατρα ήταν 39, ενώ τώρα είναι 220, έχουν γίνει πια πάμπολλα και νομίζω ότι ο κόσμος όσο πιο πολύ πάει σε μια θεατρική παράσταση, τόσο κερδίζει ο άνθρωπος. Παρ’ όλα αυτά θέλω να σας πω και ότι είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι γιατί στους «Ήρωες» όχι μόνο γεμίζουμε από κόσμο και κάνουμε sold out παραστάσεις, αλλά βλέπουμε να έρχεται και νεανικό κοινό, παρόλο που το έργο έχει να κάνει με την τρίτη ηλικία. Επίσης και οι τρεις μας δεν είμαστε «τζόβενα» (γέλια). Αυτό το θαυμάσιο κοινό με περιμένει μετά για ένα αυτόγραφο ή για να συζητήσουμε κάτι. Και το πιο συγκινητικό είναι ότι έρχονται ακόμα και από την περιφέρεια. Είναι καταπληκτικό όλο αυτό που ζούμε. Μερικές φορές έχω νιώσει τον εαυτό μου να ξεντύνεται μετά την παράσταση πολύ γρήγορα γιατί απ’ έξω με περιμένουν εκπλήξεις και αρχίζει -ας πούμε- μια δεύτερη παράσταση. Είναι κάτι μαγικό.

Σε αυτή τη νέα γενιά ηθοποιών, που βλέπετε να ξεχωρίζουν στο θέατρο, πιστεύετε πως παίζει ρόλο το ότι γίνονται γνωστοί μέσα από την τηλεόραση;

Όχι πια. Νομίζω ότι πλέον η τηλεόραση είναι ένα παρωχημένο εργαλείο σε αυτό, ο κόσμος μπερδεύεται, δηλαδή, λένε “ο τάδε που έπαιζε στην τάδε σειρά”, μπερδεύει τους μύθους μεταξύ τους, όταν έχει διαφημίσεις γυρνάει σε άλλο κανάλι και συνεχίζει την ιστορία του έργου που έβλεπε πριν, είναι ένα χάος. Παρ’ όλα αυτά κρύβονται εκεί μέσα νέοι και νέες ηθοποιοί που μπορούν να κάνουν θαύματα. Κι αυτό μένει τελείως αναξιοποίητο.

Συνήθως οι παλιοί αφορίζουν τη νέα γενιά της ηλεκτρονικής τεχνολογίας που ακούει μόνο ραπ και ασχολείται συνεχώς με το κινητό. Εσείς που έχετε διατελέσει και δάσκαλος υποκριτικής τέχνης και βλέπετε τα νέα παιδιά, πιστεύετε ότι έχουν καλό αισθητήριο κρίσης;

Βέβαια. Αν δούμε τις ειδήσεις, βλέπουμε μόνο τα εγκλήματα και ξεχνάμε το άλλο 98%. Χαρακτηρίζουμε λοιπόν τη νέα γενιά μόνο από ένα 2%, δηλαδή από μερικούς που είναι του ποινικού δικαίου; Είναι άδικο όλο αυτό. Εγώ αισθάνομαι πως, παρόλο που τα πράγματα βουλιάζουν όλο και πιο πολύ, υπάρχει το «ζουμί» της ζωής. Αυτό κυριαρχεί και αυτό θα κυριαρχεί πάντα. Όσο και να βουλιάξουν τα… πέριξ, το τραπεζικό σύστημα, το νομικό σύστημα, οι τεχνολογίες κ.ά., υπάρχει μια κυριαρχική πληθώρα ανθρώπων που δεν υπάγονται σε αυτή την κατάπτωση και μέσα σε αυτούς είναι το μεγάλο ποσοστό των νέων ανθρώπων.

Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε ότι επανήλθε η ελληνική μυθοπλασία στα κανάλια και παλιοί καλοί ηθοποιοί «κουμπώνουν» με νέους σε πετυχημένες σειρές. Σας είδαμε στη σειρά του Σωτήρη Τσαφούλια «Έτερος Εγώ: Νέμεσις» στην Cosmote TV.

Θέλω πάρα πολύ να παίξω σε κάτι εξίσου καλό και μπορώ να σας πω ότι μου λείπει η τηλεόραση. Την αγαπώ πολύ την τηλεόραση.

Ακούστηκε και ειπώθηκε από συναδέλφους σας ότι, πλέον, για να πάρουν έναν ηθοποιό σε μια δουλειά, ψάχνουν αν έχει πολλούς followers στα social media.

Nαι. Συμβαίνει αυτό. Κι εμένα μου το έχουν ζητήσει και είναι ντροπή. Μου είπαν «από followers πώς πάμε;». Είναι τραγικό για εκείνον που το λέει. Κι αυτός που μου το είπε είναι γνωστός παραγωγός σίριαλ. Άλλαξα κουβέντα. Αν είναι δυνατόν!

Όλα αυτά που πετύχατε, τα είχατε ονειρευτεί;

Όχι, δεν τα είχα ονειρευτεί. Εγώ νέος ήμουν αθλητής και, όταν ξεκινάει ο δρομέας στο κουλουάρ, δεν σκέφτεται πώς θα τελειώσει. Σκέφτεται να κάνει το καλύτερο σε κάθε του βήμα που τρέχει. Τον πρώτο καιρό, λοιπόν, είχα στο νου μου να κάνω κι αυτό στο θέατρο, να παίξω στην τάδε σκηνή, τέτοιου είδους όνειρα. Όχι αν θα γίνω κάποιος και αν θα έχω δημοσιότητα. Αυτό δεν το επεδίωξα. Υπάρχουν άνθρωποι που γίνανε μύθος ακριβώς επειδή το επεδίωξαν, δηλαδή «πούλησαν» διάφορα πράγματα, ακόμα και την ψυχή τους στο διάβολο, προκειμένου να γίνουν κάποιοι. Και μπορεί μερικοί να γίνανε κιόλας. Εμένα δεν με ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Εμένα το μόνο που με ενδιέφερε ήταν -και είναι- να κάνω καλό θέατρο κάθε βράδυ.

Και ήσασταν και τολμηρός στο σανίδι, όταν κάνατε τη «Μαντάμ Μπατερφλάι» πριν από 34 χρόνια. Χαρακτηρίστηκε τότε ως σκανδαλώδης παράσταση.

Μου αρέσει που αναφέρεσαι στη «Μαντάμ Μπατερφλάι» γιατί και για μένα ήταν ένα σταυροδρόμι στη ζωή μου. Όταν την έκανα, χαιρόμουν την κάθε στιγμούλα. Έπαιζα κάθε βράδυ και καλύτερα. Δεν την έκανα για δημοσιότητα. Κι ας την κέρδισα.

Είχατε αντιδράσεις τότε;

Βέβαια. Πολλές. Η πιο αστεία ήταν όταν ο θεατρικός μου παραγωγός, ο Γιώργος Λεμπέσης, μου έλεγε στο διάλειμμα πως είχαν έρθει κάποιοι θεατές που συζητούσαν μεταξύ τους: «Μα εμείς ήρθαμε για τον Αρζόγλου, απ’ έξω στη μαρκίζα γράφει ότι παίζει, πού είναι;». Δεν με αναγνωρίζανε (γέλια).

Και στην προσωπική σας ζωή υπήρξατε τολμηρός; Τον κυνηγήσατε τον έρωτα ή σας κυνήγησε;

Ναι. Ο έρωτας μάλλον με «κυνήγησε» (γέλια).

Είστε χορτάτος από τον έρωτα;

Ναι, είμαι.

Δηλαδή, αγαπηθήκατε περισσότερο;

Ναι, μάλλον. Αλλά όχι ότι ήμουν αδιάφορος. Καθόλου. Ήμουν ερωτευμένος. Τον ζούσα τον έρωτα. Κι όταν έπαυα να είμαι ερωτευμένος, συνήθως έφευγα και μάλιστα μόνο με τα ρούχα που φορούσα. Άφηνα πίσω μου διάφορα πράγματα (γέλια).

Έχετε παντρευτεί και χωρίσει τέσσερις φορές. Υβόννη Μαλτέζου, Βέρα Κρούσκα, Έλενα Ακρίτα και Χαρά Χριστοπούλου είναι οι πρώην σύζυγοί σας, με τις οποίες διατηρείτε καλές σχέσεις. Είστε πατέρας τριών παιδιών, του Παύλου, της Ορόρα-Μαριόν και της Μαρίας. Οι κόρες σας σας ζητάνε συμβουλές, δεδομένου ότι οι δύο είναι ηθοποιοί;

Απλά, σαν να μιλάμε για το τι φαγητό θα φάμε σήμερα, γιατί το θέατρο και η σκηνή είναι η ζωή μας η ίδια. Θα τολμούσα να πω ότι συμβουλεύω λίγο περισσότερο τα παιδιά στο Κολλέγιο Αθηνών όπου ανεβάζω κάθε χρόνο -εδώ και περίπου τριάντα χρόνια- ένα έργο. Τώρα ετοιμάζω τη σκηνοθεσία για το πασίγνωστο «Όνειρο θερινής νυκτός» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, που το είχε ανεβάσει ο Κάρολος Κουν, ο οποίος μάλιστα ήταν δάσκαλος αγγλικών του πατέρα μου. Θα το παρουσιάσουμε το Πάσχα στο θέατρο του Κολλεγίου Αθηνών και με αυτό θα γιορτάσουμε τα εκατό χρόνια του Κολλεγίου. Ύστερα θα παίξουμε στις γυναικείες φυλακές Θηβών.

Είστε από τους πρώτους που στήριξαν το ΜeToo και βγήκατε ο ίδιος και μιλήσατε για αντισυναδελφικές συμπεριφορές που έχετε βιώσει. Έπειτα από τόσο καιρό νιώθετε δικαιωμένος ως ηθοποιός και άνθρωπος;

Αισθάνομαι δικαιωμένος γιατί υπάρχουν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, που είναι κυρίως γυναίκες, οι οποίες προσπαθούν να αποδείξουν ή έχουν αποδείξει το τι αξίζουν και πώς τους φέρθηκαν, αλλά πλέον είμαι μακριά απ’ όλα αυτά.

Νιώθετε όμως δικαιωμένος για το ότι όλο αυτό βγήκε προς τα έξω;

Ναι, γιατί ήταν για καλό. Στεναχωριέμαι πάρα πολύ γι’ αυτά που δεν έχουν βγει. Ούτε για καλό ούτε για κακό.

Πιστεύετε, δηλαδή, ότι υπάρχουν κι άλλα που μένουν στη σιωπή;

Βέβαια. Πιάσαμε τώρα τέσσερις-πέντε ηθοποιούς. Δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι όλα αυτά τα κορίτσια στις πασαρέλες, στο χώρο της μόδας, το τι έχει να βγει από εκεί. Ελπίζω να φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο, αλλά δεν το νομίζω. Έχουν κλειστά τα στόματά τους όλοι και όλες.

Πώς είστε αυτό τον καιρό στα προσωπικά σας;

Είμαι τόσο απασχολημένος με διάφορα πράγματα που αγαπάω πάρα πολύ, με τα παιδιά μου και τη δουλειά μου, οπότε δεν έχω κάτι άλλο ιδιαίτερο στη ζωή μου.

Με ποιον ήρωα του θεάτρου θα μπορούσατε να παραλληλίσετε τη ζωή σας και γιατί;

Μάλλον με τον Ριχάρδο Β’, γιατί του κάνουν τέτοιο πόλεμο, που αυτή την ιδιόμορφη ψυχολογία του την καταργούν. Είναι βασιλιάς και τον κλείνουν φυλακή.

Νιώθετε ότι αντιμετωπίσατε πόλεμο;

Το σύστημα της κοινωνίας είναι τέτοιο που έτσι κι αλλιώς «μασουλάει» και τρώει τα παιδιά της. Και μετά τα ηρωοποιεί. Μπορεί μετά θάνατον να γίνω δρόμος ή άγαλμα, αλλά όσο ζω με κυνηγάει… Δεν με ενδιαφέρει καθόλου το μετά (γέλια).

Στους «Ήρωες», επειδή βρίσκονται στην τρίτη ηλικία, θίγεται και το αιώνιο μυστήριο του θανάτου. Εσάς σας φοβίζει, καθώς μάλιστα πριν από αρκετά χρόνια περάσατε μια σοβαρή περιπέτεια υγείας;

Όχι, δεν με φοβίζει. Το μόνο που θέλω είναι να μην υποφέρω. Και στους «Ήρωες», ο Φελίπε προσπαθεί να μην το αντιμετωπίζει βρίσκοντας διάφορα προσχήματα. Προσπαθεί να αποφεύγει να τον σκέφτεται. Εγώ πιστεύω ότι θάνατος είναι και όταν πάψεις να δημιουργείς. Κι εγώ, αν και χορτάτος, έχω ακόμα μεγάλη όρεξη για να κάνω πολλά πράγματα.

Δημοσιεύτηκε στην Ontime