Ο Δημήτρης Κουρούμπαλης παραχώρησε δηλώσεις στην εκπομπή «Πάμε Δανάη» και στη στήλη «Ψυχολογίες» του Γιώργου Κρικοριάν.

Ο ηθοποιός αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στη ζωή του, τη δραματική σχολή, τον έρωτα, τον γάμο του αλλά και τη σειρά «10 λεπτά κήρυγμα».

Δημήτρης Κουρούμπαλης: "Ως μικρό παιδί ήμουν ανυπόφορος, άτακτος, αεικίνητος, εξυπνάκιας και είρωνας"

«Με εκνευρίζουν οι κοντινοί μου άνθρωποι και η οικογένειά μου. Με τους οδηγούς στον δρόμο έχω περισσότερη υπομονή. Δεν υπάρχει κάτι που να μου έχουν κάνει στον δρόμο και να μην το έχω κάνει κι εγώ. Ως μικρό παιδί ήμουν ανυπόφορος, άτακτος, αεικίνητος, εξυπνάκιας και είρωνας. Ήμουν καλός μαθητής», είπε αρχικά ο Δημήτρης Κουρούμπαλης.

Για τη δραματική σχολή 

Ο Δημήτρης Κουρούμπαλης είπε στη συνέχεια: «Είχα κοπεί δύο φορές στις εισαγωγικές εξετάσεις της δραματικής σχολής. Μπήκα στη δραματική σχολή και την τέλειωσα όταν ξεκίνησα τη σειρά “10 λεπτά κήρυγμα”, μπήκα στη δραματική, τελείωσα τη δραματική, τελείωσα το πανεπιστήμιο, τελείωσε και το σίριαλ, όλα μαζί. Όταν συνειδητοποίησα ότι με αναγνωρίζουν όλοι είπα ότι “δεν έχω κάνει κάτι εγώ”. Κατάλαβα ότι η δημοφιλία οφείλεται στην τηλεόραση και το αντιμετώπισα σκεπτικά».

Για τον έρωτα και τον γάμο του

Ο Δημήτρης Κουρούμπαλης ανέφερε επίσης: «Ο έρωτας είναι φάρμακο, ταυτόχρονα όμως σκοτώνει. Η γνωριμία με τη σύζυγό μου έγινε στη δουλειά και ήταν θυελλώδης. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Πριν από δυο χρόνια ένας παράγωγος ακύρωσε την παράσταση και έχασα έναν ολόκληρο χειμώνα. Ήταν η μεγαλύτερή μου απογοήτευση. Όταν συνέβη η ακύρωση της παράστασης έκανα πολύ κόπο για να ορθοποδήσω ψυχολογικά».

Για τη σειρά "10 λεπτά κήρυγμα"

Ο Δημήτρης Κουρούμπαλης είπε: «Και να ήθελα, δεν μπορώ να αφήσω ξανά τόσο μακρύ μαλλί όσο είχα στη σειρά. Ένας φροντιστής είχε φέρει ψάρια για να τηγανίσει η Κάρμεν Ρουγγέρη σε μία σκηνή και τα έβαλε σε ένα ψυγείο που δεν λειτουργούσε. Μετά από μία εβδομάδα άνοιξε κάποιος το ψυγείο και η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη».

Κλείνοντας, ο Δημήτρης Κουρούμπαλης ανέφερε: «Σε ένα ταξίδι στο Μεξικό είχα πάει εντελώς μόνος μου σε έναν καταρράκτη που ήταν ακριβώς πάνω από το χωριό του Ελ Τσάπο. Δεν έπιανε σήμα ούτε το κινητό. Όταν το είπα στον Μεξικανό που συνεργαζόμασταν “άσπρισε” από τον φόβο του. “Πού πήγες;”, μου λέει, “είσαι με τα καλά σου; Πρέπει να πας να ανάψεις λαμπάδα τώρα”».