Έχει ζυμωθεί από τότε που γεννήθηκε με τις αξίες των σημαντικών ηθοποιών γονιών της, της Χριστίνας Βαρζοπούλου και του Θοδωρή Κατσαφάδου. Η Μαριλού Κατσαφάδου δεν είναι μόνο το… μήλο που απλά έπεσε κάτω από τη μηλιά, αλλά μια ιδιαίτερη περίπτωση καλλιτέχνη, καθώς ξεχώρισε με το ταλέντο της και κατάφερε να γίνει αγαπητή στον κόσμο μέσα από την τηλεόραση και το θέατρο. Είναι ευθύς, σοβαρή, κατασταλαγμένη, αυστηρή σε ό,τι κάνει, αλλά και με χιούμορ όταν χρειάζεται.

Για όλα μίλησε στην «ΟΝ time», για την ψυχανάλυση που χρειάστηκε να κάνει, τα ωραία αλλά και τα δύσκολα που σημάδεψαν τη ζωή της, τους σπουδαίους ηθοποιούς που καθόρισαν την καριέρα της και αυτούς που τη βοήθησαν και την αγκάλιασαν.

Μεγάλωσες στα καμαρίνια. Οι γονείς σου, η Χριστίνα Βαρζοπούλου και ο Θοδωρής Κατσαφάδος, σε έπαιρναν με το καροτσάκι στην Επίδαυρο, στις περιοδείες, στα καμαρίνια. Τι θυμάσαι, ως παιδάκι, από τη μυρωδιά του σανιδιού, τα παρασκήνια, τους φίλους και τις φίλες ηθοποιούς των γονιών σου;

Έζησα πολύ ζεστά και όμορφα παιδικά χρόνια, όπου βεβαίως υπήρχε ο κόσμος του θεάτρου στη ζωή μου, αλλά είχα και τους φίλους μου, τις φίλες μου, το σχολείο μου, την ανεμελιά μου, που τότε τα πράγματα ήταν πιο ακίνδυνα. Κάποιες φορές τα βράδια χρειάστηκε να πάω στα θέατρα λόγω των γονιών μου. Μου άρεσε να πηγαίνω και να κάθομαι στα καμαρίνια, να μιλάω με τους ηθοποιούς, να παρακολουθώ από τα παρασκήνια τις παραστάσεις. Έχω ζήσει πολύ το Εθνικό Θέατρο, στο κτίριο Τσίλλερ της Αγίου Κωνσταντίνου, και είναι έντονες οι εικόνες που έχω με πρωταγωνιστές-θεατράνθρωπους που υπήρχαν τότε. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα που το βίωσα όλο αυτό ως παιδί και στην ωριμότητά μου και στην εξέλιξή μου ως ηθοποιός, αλλά πάνω απ’ όλα ως άνθρωπος.


Ποιον ηθοποιό θυμάσαι πολύ για την αγκαλιά του και τη ζεστασιά του;

Ήταν πολύς κόσμος που με είχε αγκαλιάσει τότε. Θυμάμαι τη σπουδαία Νέλλη Αγγελίδου, με μια τρυφερή και ζεστή αγκαλιά, αν και ήμουν πολύ μικρή. Επίσης, τη νονά μου, την Μπέτυ Βαλάση, και το νονό μου, τον Τίτο Βανδή. Θυμάμαι τη νονά μου όταν ερχόταν σπίτι και καθόταν και της χτένιζα τα μαλλιά, που περίμενα να μου φέρει το δώρο στις γιορτές. Είχα γνωρίσει τον Γιώργο Μοσχίδη, είχα δει παράσταση με την Αντιγόνη Βαλάκου, τη «Μήδεια» στο Εθνικό Θέατρο, όπου έπαιζε και η μητέρα μου, τη Λυδία Κονιόρδου. Τεράστια ονόματα.


Ήταν μονόδρομος για σένα η υποκριτική;

Όχι, δεν ήταν καθόλου μονόδρομος. Με τα χρόνια ανακάλυψα ότι μου άρεσε αυτό που έβλεπα στη σκηνή από αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους και αποφάσισα να προσπαθήσω να το κάνω κι εγώ. Έλεγα: «Μα πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να μου δημιουργεί τόσα συναισθήματα; Τέτοια μαγεία. Να με κάνει να ξεφεύγω από την πραγματικότητα και να με ταξιδεύει;». Είπα: «Αυτό θέλω κι εγώ να το κάνω». Κι έτσι μου βγήκε αυτή η επιθυμία και αποφάσισα σε ηλικία δεκαεπτά χρόνων ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Αρχικά είχα σκεφτεί να γίνω δικηγόρος, κάτι που τώρα πια μου είναι πολύ μακρινό. Πάντα όμως είχα μια τάση στα καλλιτεχνικά. Χορωδίες στο σχολείο, ασχολιόμουν με το χορό και πήγαινα στη σχολή του Γιάννη Μέτση και αργότερα και στη σχολή χορού του Φωκά Ευαγγελινού, ο οποίος είναι για μένα πολύ σημαντικό πρόσωπο. Μου έδειξε πίστη και μεγάλη στήριξη, καθώς είναι αυτός που με έβαλε στον κόσμο των μιούζικαλ. Από εκείνον ξεκίνησα, μπήκα στο «Badminton», όπου έκανα τόσες δουλειές.


Ποια ήταν η πρώτη σου δουλειά στο θέατρο;

Μόλις τελείωσα τη δραματική σχολή, το 2008, έπαιξα στην παράσταση «Δύο τρελοί τρελοί παραγωγοί», σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, στο θέατρο «Αλίκη». Το πρωί ήμουν στην «Οδύσσεια» που είχε σκηνοθετήσει η Κάρμεν Ρουγγέρη, στον «Ελληνικό Κόσμο» του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού. Πήγα σε οντισιόν κανονικά, δοκιμάστηκα σε χορό, τραγούδι, ευτυχώς είχα φροντίσει να ασχοληθώ και με τα δύο, και με πήραν.


Το ότι φέρεις αυτό το επίθετο και είσαι η κόρη του Θοδωρή Κατσαφάδου και της Χριστίνας Βαρζοπούλου σού άνοιξε πόρτες;

Δεν υπάρχουν ανοιχτές πόρτες. Εσύ τις ανοίγεις. Είμαστε τόσοι πολλοί ηθοποιοί και τόσο αναλώσιμοι, που πραγματικά δεν έχει καμία σημασία αυτό. Ίσα ίσα, πολλές φορές γυρνάει και μπούμερανγκ. Το μόνο που θεωρώ ότι μου έδωσε μεγαλύτερη βοήθεια είναι οι γνώσεις, τα λόγια των γονιών μου και ότι είχα δει πολλές παραστάσεις από πολύ μικρή. Επίσης, είχα την τύχη και ταυτόχρονα την ευλογία να βρεθώ μέσα σε αυτούς τους χώρους και είχα από μικρή μια εμπειρία, τουλάχιστον οπτικά, μέσα σε αυτό. Καμία πόρτα δεν είναι ανοιχτή. Ό,τι έχω κατακτήσει, το έχω κερδίσει με πολύ κόπο.


Μάλιστα, εκεί που διέπρεψε ο πατέρας σου, στο Εθνικό Θέατρο, εσύ δεν πέρασες με την πρώτη φορά.

Έτσι είναι. Έδωσα δύο φορές και πέτυχα.


Οι γονείς σου πώς αντέδρασαν στην απόφασή σου να γίνεις ηθοποιός;

Ο πατέρας μου ξαφνιάστηκε. Δεν το περίμενε, γιατί δεν είχα εκδηλώσει τέτοια επιθυμία. Όμως, μe χαρά το αντιμετώπισαν. Με συμβούλεψαν, πίστεψαν σε μένα και τους απέδειξα πως μπορώ να τα καταφέρω. Είναι μεγάλη υπόθεση να πιστεύουν οι γονείς σου σε σένα και να σε στηρίζουν σε αυτό που αγαπάς.


Αυτός που πίστεψε πάρα πολύ σε σένα και σ’ το έδειξε είναι ο Γιώργος Καπουτζίδης.

Ναι, και τον ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου. Μου εμπιστεύτηκε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στο θεατρικό του «Όποιος θέλει να χωρίσει… να σηκώσει το χέρι του» στο «Ήβη» το 2019 και μετά στο τηλεοπτικό του «Σέρρες». Ο Γιώργος είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Ευφυέστατος. Για μένα είναι μεγάλη τύχη και ευλογία που βρέθηκε στη ζωή μου. Γνωριστήκαμε στο μιούζικαλ «Priscilla, η βασίλισσα της ερήμου» στο θέατρο «Badminton» το 2014, όπου εγώ χόρευα και τραγουδούσα κι εκείνος πρωταγωνιστούσε. Είχαμε πολύ καλή σχέση, πέρασαν τα χρόνια, ήρθε σε μια παράσταση και με είδε κι εκεί μου πρότεινε αυτόν το ρόλο στο θέατρο. Ήμουν διστακτική, αλλά μου είπε: «Εγώ κάτι βλέπω σε σένα». Έτσι, πίστεψα κι εγώ στον εαυτό μου και, τελικά, από το αποτέλεσμα μάλλον πρέπει να είμαι καλή σε αυτό που κάνω (γέλια). Ίσως τελικά ο Γιώργος να είχε δίκιο, γιατί σε στιγμές που εγώ αμφισβητούσα τον ίδιο μου τον εαυτό, ήταν εκεί, μεγάλο στήριγμα. Με τον Γιώργο είναι άλλη η σχέση μας πια, δεν είναι ούτε φιλία ούτε επαγγελματισμός, είμαστε οικογένεια πια.


Είχατε την ατυχία να χάσετε σε τροχαίο έναν καλό σας φίλο, τον Πάνο Νάτση. Παίζατε μαζί στο θέατρο και ήσασταν και οι κολλητοί φίλοι, ο Οδυσσέας και η Χρύσα, στην τηλεοπτική σειρά «Σέρρες». Είναι κάτι που σε πόνεσε πολύ. Έκανες τότε και μια ανάρτηση στo Instagram, όπου έγραψες: «Αδελφούλη μου, δεν περνάει μέρα που να μη σε σκέφτομαι, να προσέχεις και τη μαμά μου, θα τα ξαναπ(ι)ούμε».

Δεν ήταν μια ατυχία, αλλά μια δυστυχία όλο αυτό και συνεχίζει να είναι για την οικογένειά του και για εμάς, τους φίλους και συνεργάτες του. Νομίζω ότι είναι σοκ και θλίψη μαζί, κάπου νιώθεις ότι όλο αυτό μπορεί και να μη συμβαίνει στην πραγματικότητα. Νιώθεις ότι κάτι λάθος έχει γίνει, ότι δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό από τη μια στιγμή στην άλλη. Ήρθε και τον αντικατέστησε ο κολλητός του φίλος Ευθύμης Γεωργόπουλος, να είναι καλά το παιδί, ήταν πολύ σημαντικό που ήρθε αυτός, γιατί ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο για όλους μας.


Πώς ένιωσες την πρώτη στιγμή που άνοιξε η αυλαία και συνειδητοποίησες ότι ο Πάνος δεν ήταν εκεί;

Ήταν ένα σοκ. Ένιωσα ένα μούδιασμα. Αυτό θυμάμαι. Και μια ευγνωμοσύνη στο πρόσωπο του Ευθύμη, ενός πολύ δικού του ανθρώπου, που ήταν εκεί, εκείνη τη στιγμή. Υπήρχε μια θλίψη για τον Πάνο, αλλά και μια ζεστασιά που βλέπαμε τον Ευθύμη.


Ένιωσες σαν να ήταν κάπου εκεί δίπλα ο Πάνος Νάτσης και να σας παρακολουθούσε;

Πάντα τον Πάνο τον ένιωθα κοντά, σε όσες παραστάσεις κι αν κάναμε. Αυτό έγινε τον Ιανουάριο του 2022 και, όσες φορές κι αν παίχτηκε η παράσταση, γιατί συνεχίστηκε, πάντα ένιωθα την «παρουσία» του Πάνου. Και όλοι μας. Δεν ξεπερνιέται αυτό (σ.σ.: η φωνή της «σπάει»)… Όσο κι αν κάνουμε μια δουλειά που ό,τι και να μας συμβεί -πέρα από μια απώλεια μέσα στον ίδιο χώρο και τις απώλειες στη δική μας ζωή, κι εγώ που έχασα τη μαμά μου- είναι μια δουλειά, που, όσο κι αν ακούγεται σκληρό ή κυνικό, πας παρακάτω. Ο θεατής έχει πληρώσει εισιτήριο και θέλει να σε δει σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, μοιάζει σαν να είμαστε κλόουν. Ό,τι κι αν συμβεί, οι ηθοποιοί θα είμαστε εκεί, πάνω στη σκηνή που αγαπάμε, και θα κάνουμε αυτό που έχουμε μάθει να κάνουμε.


Έπειτα από αυτές τις οδυνηρές προσωπικές απώλειες νιώθεις ότι άλλαξες σε κάτι;

Φυσικά. Ωριμάζεις, αλλάζεις, μεγαλώνεις, «βαραίνεις» μέσα σου, αλλάζει όλη σου η θεωρία γύρω από τα πράγματα. Εκτιμάς περισσότερο κάποια πράγματα που είναι όντως σημαντικά και κάποια ασήμαντα τα αφήνεις στην άκρη, δεν δίνεις τόση σημασία. Εγώ έχω ξεπεράσει κάποιες φοβίες μέσα από αυτές τις απώλειες. Και η ζωή συνεχίζεται.


Τις ξεπέρασες μόνη ή χρειάστηκε να πας σε ψυχολόγο;

Έχω κάνει ψυχανάλυση και με βοήθησε πολύ.


Έκανες και πριν ή όταν βίωσες την απώλεια της μητέρας σου;

Και πριν και κατά τη διάρκεια του πένθους.


Ας πάμε σε κάτι χαρούμενο, γιορτινό. Πώς θυμάσαι τις χριστουγεννιάτικες μέρες ως παιδάκι;

Τα Χριστούγεννα τα θυμάμαι με πολλή αγάπη, βόλτες με τον μπαμπά μου στο Πεδίο του Άρεως, που είναι δίπλα στο σπίτι μας, όπου πάντα είχε γιορτινές εκδηλώσεις, έκθεση βιβλίου. Ως παιδί ηθοποιών, αλλά και αργότερα ως ηθοποιός, κατάλαβα ότι κανένας ηθοποιός δεν πάει κάπου τα Χριστούγεννα γιατί δουλεύει. Ήταν όμως πολύ χαρούμενα χρόνια. Στολίζαμε δέντρο… θυμάμαι το εορταστικό τραπέζι που έφτιαχνε η μαμά μου τις παραμονές των Χριστουγέννων, αλλά και το πρώτο μεγάλο δώρο που μου «έφερε» ο Άγιος Βασίλης, το περίφημο ροζ ποδηλατάκι με τα άσπρα ροδάκια, και πέταξα από τη χαρά μου.


Πρόσφατα σε είδαμε στη σειρά μυστηρίου «Μαύροι πίνακες» του Μάριου Ιορδάνου και της Σοφίας Καζαντζιάν στο Star.

Ήταν μια εξαιρετική δουλειά και συνεργασία, τόσο με τον Μάριο Ιορδάνου και τη Σοφία Καζαντζιάν όσο και με την Κατερίνα Φιλιώτου που έκανε τη σκηνοθεσία. Ήθελα πολύ να συμμετέχω σε αστυνομικό θρίλερ και μου άρεσε, γιατί ο ρόλος μου ως ιατροδικαστή ήταν κάτι διαφορετικό απ’ όσους μου έχουν δοθεί μέχρι τώρα. Χαίρομαι που η σειρά είχε μεγάλη ανταπόκριση από τον κόσμο.


Ας μιλήσουμε για τον ωραιότερο ρόλο της ζωής σου, αυτόν της μητέρας. Ο Παναγιώτης είναι επτά χρόνων και η μεγάλη αδυναμία του πατέρα σου. Τι σε φοβίζει περισσότερο ως μητέρα;

Δεν είναι φοβία μου ως μητέρας, αλλά το να είμαι εγώ καλά, ώστε να μπορώ να είμαι δίπλα στο παιδί μου. Αυτό είναι το μόνο μου άγχος.


Παίζεις στην πολύ πετυχημένη κωμωδία «Ο παππούς έχει πίεση» της Δήμητρας Παπαδοπούλου στο Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος».

Είναι μια κοινωνικοπολιτική κωμωδία που την έγραψε η Δήμητρα Παπαδοπούλου το 1997, πρωτοπαίχτηκε τότε, ξανανέβηκε το 2012 και τώρα καλούμαστε εμείς, από το καλοκαίρι που την κάναμε πολύ μεγάλη επιτυχία, περιοδεία σε όλη την Ελλάδα, να τη συνεχίσουμε -με κάποιες αντικαταστάσεις- στο Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». Η σκηνοθεσία είναι του Χρήστου Τριπόδη. Παίζω με τους: Βασίλη Κολοβό, Φωτεινή Μπαξεβάνη, Σύλβια Δελικούρα, Σταύρο Νικολαΐδη και Άρη Αντωνόπουλο. Πιστεύω ότι τα πάθη και τα λάθη των ηρώων αγγίζουν τους θεατές γιατί ταυτίζονται πάρα πολύ με αυτά. Εγώ υποδύομαι την Πόπη, μια πρώην αναρχική η οποία ζει στα Εξάρχεια, που θέλει να βρει την αληθινή αγάπη. Όμως, πέφτει σε λάθος περιπτώσεις ανδρών, μέχρι που βρίσκει την αγάπη, την απόλυτη ηρεμία και το «λιμάνι» της στο πρόσωπο ενός αστυνομικού. Όλοι οι ήρωες μπλέκουν με έναν απίθανο τρόπο μεταξύ τους κι εκεί γίνονται φοβερές ανατροπές με πολύ χιούμορ.


Με τον πατέρα σου πόσες φορές έχετε παίξει μαζί;

Στους «Μαύρους πίνακες», παλαιότερα στο «Παρουσιάστε» στον ΑΝΤ1, όπου έκανα ένα γκεστ και είχα σκηνή με τον πατέρα μου, και στο «Badminton», ήμουν στο χορό στην «Ηλέκτρα», την τελευταία τραγωδία που είχε σκηνοθετήσει ο σπουδαίος Σπύρος Ευαγγελάτος, όπου ο πατέρας μου έκανε τον αγγελιαφόρο. Το όνειρό μου όμως είναι να παίξουμε στο θέατρο το «Proof». Το θεατρικό έργο του Ντέιβιντ Όμπερν, που έχει γίνει και μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία με τον Άντονι Χόπκινς και την Γκουίνεθ Πάλτροου.