Κατάφερε από πολύ νωρίς με το ταλέντο του, τη σκληρή δουλειά και τις διαφορετικές επιλογές του στο χώρο της υποκριτικής να μην κολλήσει επάνω του η «ταμπέλα» του ωραίου. Ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης, εδώ και τριάντα χρόνια, περνάει από το ένα είδος θεάτρου στο άλλο ερμηνεύοντας με μαεστρία σημαντικούς ρόλους στο θέατρο, όπως και στην τηλεόραση, που τον έχει κάνει πολύ αγαπητό και δημοφιλή.

Ο ηθοποιός που αυτές τις εορταστικές μέρες «μοιράζεται» σε δύο πετυχημένες παραστάσεις, στο «Καλιφόρνια Ντρίμιν, 20 χρόνια μετά» και στο «Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας», μίλησε στην «ΟΝ time Σαββατοκύριακο» για όλα αυτά που τον φοβίζουν, αλλά και για εκείνα που τον κάνουν καλύτερο και ευτυχισμένο, για την προσωπική του ζωή, την ωριμότητα και την υπευθυνότητα, την εξάρτηση από το ίντερνετ, τους ξερόλες και τους ημιμαθείς, το #ΜeToo, τις μεγάλες ευκαιρίες και το «παράσημό» του. Επίσης αναφέρθηκε και στους «ωραίους και μάγκες» που θα αντέξουν το… μαραθώνιο, ενώ μας αποκάλυψε τη μαγεία του δικού του θαύματος και τι θα έκανε αν ήταν ο Άγιος Βασίλης για μία μέρα.

Πρωταγωνιστείς στο «Καλιφόρνια Ντρίμιν, 20 χρόνια μετά», το θεατρικό σίκουελ του Βασίλη Κατσικονούρη, που θα παίζεται μέχρι την Κυριακή 5 Ιανουαρίου στη Σκηνή «Ωμέγα» του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Πώς είναι οι ήρωες, σαραντάρηδες πια; Τη βρήκαν τη δική τους «γη της επαγγελίας»;

Το «Καλιφόρνια Ντρίμιν, 20 χρόνια μετά» του Βασίλη Κατσικονούρη είναι ίσως το μοναδικό ελληνικό θεατρικό σίκουελ, γιατί δεν γνωρίζω άλλο έργο που να έχει γραφτεί πριν από είκοσι χρόνια και είκοσι χρόνια μετά να γράφτηκε το Νο2, οπότε κι αυτό είναι κάτι πρωτότυπο από μόνο του. Βλέπουμε αυτούς τους τέσσερις ήρωες του έργου, τον Ντίνο που υποδύομαι εγώ, τη Βουβού (Λένα Δροσάκη), την Κική (Σίλια Μουστάκη) και τον Άρη (Σταύρος Καραγιάννης, ο οποίος είναι και ο σκηνοθέτης της παράστασης), που όλοι τους είχαν το όνειρο να πάνε στην Καλιφόρνια και να ζήσουν τη μεγάλη ζωή, αλλά έπειτα από είκοσι χρόνια δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτα. Είναι στην ίδια κατάσταση, δεν έχουν προχωρήσει, ούτε έχουν εξελιχθεί στη ζωή τους και παραμένουν ονειροπόλοι, ζουν σε μια «φούσκα», κάνουν μικρές κομπίνες για να πορευτούν στη ζωή τους κι έτσι δημιουργούνται πολλές αστείες καταστάσεις και τραγελαφικές. Στην Καλιφόρνια έχει πάει μόνο η Κική, η οποία καταλαβαίνει ότι κι αυτό εκεί ήταν μια «φούσκα», ότι δεν ήταν τίποτα σημαντικό στη ζωή της, γιατί οι τόποι και οι προορισμοί δεν λένε τίποτα όταν δεν είσαι με τους αγαπημένους σου ανθρώπους. Μπορεί να είσαι σε ένα διαμερισματάκι στην Κυψέλη και να ’ναι ολόκληρος ο κόσμος για σένα και οι τόποι και οι προορισμοί είναι ιδιαίτεροι γιατί έζησες κάτι την εποχή που πήγες.

Και ο Ντίνος;

Είναι ένας πολύ ωραίος χαρακτήρας, ενδιαφέρων -κάτι διαφορετικό από αυτά που έχω κάνει-, είναι λίγο ρεμάλι της κοινωνίας, είναι ο εγκέφαλος αυτής της μικρής σπείρας που έχει στηθεί εκεί με σχέδιο να πάνε στην Καλιφόρνια. Είναι χωμένος στο ίντερνετ, ένας άνεργος που απομυζά τους φίλους του. Σκαρώνει συνέχεια σχέδια και βάζει τους άλλους να τα κάνουν. Έχει πολύ χιούμορ, είναι μια συντροφιά η οποία δημιουργεί πολύ μεγάλη ευφορία στο θεατή. Στις παραστάσεις μας βλέπουμε ότι ο κόσμος περνάει πολύ όμορφα, ξεχνιέται, γελάει, διασκεδάζει και ψυχαγωγείται.

Αυτό το έργο είναι σημερινό. Ουσιαστικά, ο κόσμος γελάει με την πραγματικότητα, με αυτό που ζούμε, γιατί οι άνθρωποι κάνουν όνειρα, υποφέρουν, είναι άνεργοι - αυτές είναι εικόνες της καθημερινότητάς μας.

Ακριβώς. Το έργο είναι μια σύγχρονη κωμωδία, διακωμωδεί τις καταστάσεις, την κοινωνία και τους ανθρώπους, που είναι όλο λόγια, αλλά από πράξεις δεν κάνουν τίποτα. Παρ’ όλα αυτά και οι τέσσερις ήρωες του έργου είναι πολύ χαριτωμένοι χαρακτήρες και ενδιαφέροντες υποκριτικά. Είμαστε μια πολύ ωραία παρέα, με πολύ κέφι.

Μήπως τελικά η Καλιφόρνια είναι η Ιθάκη του ποιητή, που όλοι τη σκεφτόμαστε -ο καθένας διαφορετικά- και τελικά δεν φτάνουμε ποτέ εκεί;

Ναι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας προορισμός ξεχωριστός και μοναδικός για τον καθένα. Για τον καθένα η Ιθάκη είναι κάτι διαφορετικό, μπορεί να σημαίνει πετυχαίνω στη δουλειά μου, βγάζω πολλά λεφτά, έχω έναν πετυχημένο γάμο ή πολλά παιδιά, μπορεί να σημαίνει ένα σωρό πράγματα. Αλλά όπως λέει στο ποίημά του και ο σπουδαίος Καβάφης, στην «Ιθάκη» του, το θέμα είναι τι σου δίδαξε και το ταξίδι και όχι ο προορισμός από μόνος του. Η καλύτερη διδαχή που μπορεί να πάρει κάποιος μεγαλώνοντας είναι να συνεχίσεις να ταξιδεύεις κι ας μην ξέρεις σε ποιο λιμάνι θα καταλήξεις.

Εσύ άφησες τον εαυτό σου ελεύθερο να πάει σε όποιο ταξίδι σε οδήγησε η ζωή ή σκεφτόσουν και με τη λογική κι έλεγες: «Αυτό το ταξίδι είναι δύσκολο, ας μην το επιχειρήσω»;

Είμαι ένας ενθουσιώδης τύπος, ειδικά όταν ήμουν πιο νέος έμπαινα σε μια ροή ενός ποταμού και την ακολουθούσα, δεν το πολυσκεφτόμουν, και μπορεί να έκανα και λάθη ή επιλογές οι οποίες δεν μου βγήκαν, αλλά αυτό είμαι ως χαρακτήρας, οπότε δεν μετανιώνω για κάτι και το έχω απολαύσει στο μέγιστο αυτό το ταξίδι.

Κι επειδή η χρονιά τελειώνει σε λίγες μέρες και κάποιοι κάνουν απολογισμό για τα σωστά και τα λάθη τους, εσύ λειτουργείς έτσι;

Όχι. Δεν κάνω κανέναν απολογισμό κάθε χρονιά. Κάνω απολογισμό κάθε μέρα. Δεν περιμένω να πάει 1η Ιανουαρίου του επόμενου χρόνου για να κάνω απολογισμό. Είμαι ένας άνθρωπος που ζω το σήμερα και με αυτό πορεύομαι. Δεν κάθομαι να κάνω τον απολογισμό μιας ολόκληρης χρονιάς για να δω τα σωστά και τα λάθη μου. Τον κάνω κάθε μέρα και είμαι πολύ αυστηρός κριτής του εαυτού μου, γιατί έτσι θα μπορέσω να εξελιχθώ ως άνθρωπος. Το ζητάω και από τους δικούς μου ανθρώπους, τους φίλους μου, να μη μου χαϊδεύουν τα αυτιά.

Όταν ανέβηκε το 2004, στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, το «Καλιφόρνια Ντρίμιν» είχε προκαλέσει μεγάλη αίσθηση. Πιστεύεις ότι το σίκουελ -το Νο2- που έγραψε ο Βασίλης Κατσικονούρης- απηχεί πολύ τον Νεοέλληνα; Θίγει την ακρίβεια, τους τρόπους για να επιζήσουμε σήμερα, είναι όλο αυτό που βιώνουμε λίγο πολύ όλοι μας; Τι σας λέει το κοινό;

Ότι διασκεδάζει, ψυχαγωγείται. Αυτός είναι ο στόχος της κωμωδίας. Σε δεύτερη ανάγνωση, σίγουρα υπάρχουν πράγματα και καταστάσεις που μπορεί να σκεφτεί και να δει ότι πίσω απ’ όλο αυτό υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν τα πάθη τους, κάνουν τα λάθη τους, είναι ευαίσθητοι και αυτά προσπαθούμε να βγάλουμε παίζοντας τους ήρωες του έργου. Το πρώτο έργο είχε κάνει πολλή εντύπωση όταν ανέβηκε το 2004, γιατί έβλεπες νέους ανθρώπους που κάπνιζαν μπάφους – όλο αυτό ήταν κάτι που δεν συνηθιζόταν σε ελληνικά έργα. Τώρα είναι μια άλλη εποχή και δεν νομίζω ότι κάποιος εκπλήσσεται από αυτά που συμβαίνουν πάνω στη σκηνή. Δεν του είναι κάτι ξένο. Το θέατρο έχει εξελιχθεί πάρα πολύ, και τα ελληνικά έργα, άλλωστε και το κοινό έχει εκπαιδευτεί, καθώς ανεβαίνουν πολλά μοντέρνα έργα, ελληνικά και ξένα. Επίσης, ο συγγραφέας από την πρώτη σκηνή «δένει» τις ιστορίες των ηρώων, ώστε και ο θεατής που δεν είχε παρακολουθήσει το «Καλιφόρνια Ντρίμιν» να μπορεί να συνδέσει και να καταλάβει το «Καλιφόρνια Ντρίμιν, 20 χρόνια μετά».

Ο Ντίνος που υποδύεσαι είναι ο τύπος του Έλληνα που γνωρίζει τα πάντα και στην ουσία δεν ξέρει τίποτα, είναι ημιμαθής, κάθεται όλη μέρα και ζει μέσα από έναν υπολογιστή. Αυτός ο τύπος θεωρείς ότι μοιάζει στο σημερινό Έλληνα και πόσο ημιμαθείς πιστεύεις ότι είμαστε;

Είμαστε αρκετά ημιμαθείς, αρκετά ξερόλες, αυτό νομίζω ότι είναι γνώρισμα μιας παγκόσμιας κοινότητας – άλλωστε, έχουμε παγκοσμιοποιηθεί, είμαστε άνθρωποι του πληκτρολογίου. Εγώ δεν ξέρω να χειρίζομαι λάπτοπ, δεν είχα ποτέ, με δυσκολία μπήκα στον κόσμο του ίντερνετ κι αργότερα στα social. Από κει και πέρα, ο Ντίνος είναι η κλασική φιγούρα του ανθρώπου που ζει τα πάντα μέσα από μια οθόνη και, όσο περνάει ο χρόνος, αυτό θα συμβαίνει όλο και πιο έντονα στις νεότερες γενιές. Σίγουρα αυτές θα έχουν γαλουχηθεί από πολύ μικρή ηλικία σε κάτι τέτοιο. Ο Ντίνος ζει μέσα στο ίντερνετ, δεν έχει τίποτε άλλο πέρα από τους δύο φίλους του που τον συντηρούν και προσπαθεί να επιβιώσει. Το κάνει με αυτό τον τρόπο κι έτσι επικοινωνεί μέσα από τις πλατφόρμες της κοινωνικής δικτύωσης και με την άλλη φίλη του, την Κική. Κι αυτό συμβαίνει πολύ συχνά πλέον. Οι άνθρωποι ζουν πίσω από έναν υπολογιστή, μια οθόνη, γίνονται ζευγάρια και τα λένε, μπορεί και για χρόνια, μέσα από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και, μέχρι να συναντηθούν και να γίνουν κανονικό ζευγάρι -αν γίνουν- πιστεύουν ότι έτσι είναι μαζί. Όπως βολεύεται κανείς.

Θα μπορούσες να γνωρίσεις μια γυναίκα με αυτό τον τρόπο;

Μπορείς να γνωρίσεις, αλλά για μένα αυτό δεν μπορεί να κρατήσει. Μπορεί να κάνεις μια συζήτηση, αλλά από κει και πέρα, αν δεν βγεις έξω να γνωρίσεις τον άνθρωπο και να σε γνωρίσει, δεν μου λέει τίποτα αυτό. Η ζωντανή επαφή είναι αυτή που μετράει.

Δηλαδή, θα έκανες έτσι γνωριμία;

Ναι, έχει τύχει μέσα από μια συζήτηση.

Τυχόν αρνητική κριτική στα social, πώς την αντιμετωπίζεις;

Αν είναι κάτι που θα διακρίνω ότι μπορεί να με διδάξει και να με πάει παρακάτω, θα το δω με μεγάλη χαρά, αν διακρίνω από πίσω δόλο, το προσπερνάω. Πλέον, έχω ωριμάσει για να κοιτάζω μανιωδώς κριτικές ή τι έγραψε ο ένας και τι ο άλλος στα σχόλια. Βλέπω ό,τι διαβάσω κι από κει και πέρα δεν τρελαίνομαι κιόλας. Έχω ωριμάσει, έχω μεγαλώσει, δεν είμαι ένας νέος ηθοποιός που τώρα ξεκινάω, έχω κοντά τριάντα χρόνια στο θέατρο, προχωράω και δουλεύω για το καλύτερο που μπορώ να κάνω.

Πιστεύεις ότι η ωριμότητά σου οφείλεται και στην πατρότητα;

Νομίζω ότι η πατρότητα σε κάνει κυρίως να είσαι πιο υπεύθυνος. Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με την ωριμότητα, γιατί πάρα πολλοί άνθρωποι γίνονται πατεράδες και μανάδες, είτε γίνονται είτε δεν γίνονται, δεν… μεταλλάσσονται. Δύσκολα μεταλλάσσεσαι. Επειδή γίνεσαι μπαμπάς ή μαμά, πάει να πει ότι ωριμάζεις ξαφνικά; Όταν δεν είσαι έτοιμος και δεν έχεις δουλέψει το «μέσα» σου, βλέπουμε τα αποτελέσματα ανθρώπων οι οποίοι δεν ήταν ποτέ έτοιμοι να γίνουν πατεράδες και μητέρες και κάνουν φρικτά πράγματα στα παιδιά τους - και δεν μιλάω μόνο για τα εγκλήματα, αλλά και για συμπεριφορές, άρα αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ωριμάσει. Δεν είναι έτοιμοι να μεταλαμπαδεύσουν μια καλή συμπεριφορά στα παιδιά τους για να τα βγάλουν στην κοινωνία και να είναι πάνω απ’ όλα καλοί και δημιουργικοί άνθρωποι. Οπότε δεν σημαίνει πως, όταν γίνεις πατέρας, ξαφνικά ωριμάζεις. Πρέπει να έχεις κάνει δουλειά από πριν με τον εαυτό σου.

Νιώθεις ότι εσύ ήσουν έτοιμος να γίνεις πατέρας όταν ήρθε στη ζωή σου ο Αναστάσης, που σήμερα είναι τεσσάρων χρόνων;

Ναι, ήθελα να κάνω οικογένεια, αλλά μπορεί να το θέλεις και να μη σου προκύψει. Μπορεί να μην το περίμενες και να έρθει. Δεν υπάρχουν συνταγές σε αυτά τα πράγματα.

Σχεδόν κάθε μέρα βλέπουμε και στην Ελλάδα φρικτά εγκλήματα με θύματα παιδιά, βία, βιασμούς, γυναικοκτονίες να έρχονται στο φως.

Ναι, δυστυχώς, και μένουμε άναυδοι, δεν ξέρω πώς συνέβαιναν όλα αυτά -δεν μιλάω για πολύ ακραίες καταστάσεις, αλλά για κακοποιητικές συμπεριφορές που υπάρχουν στην κοινωνία μας- και δεν ακούγονταν, αλλά λόγω των social media οι άνθρωποι εκπαιδεύονται και μιλάνε, συζητάνε. Είναι πολύ λυπηρό όλο αυτό το φαινόμενο. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι, όσο μπορώ, να προστατεύσω τον εαυτό μου και τους ανθρώπους γύρω μου.

Τι σε φοβίζει περισσότερο μεγαλώνοντας το γιο σου;

Με φοβίζει ποιους ανθρώπους θα συναντήσει γύρω του και δίπλα του. Δεν μπορώ όμως να είμαι 24 ώρες το εικοσιτετράωρο δίπλα του, θα μεγαλώσει και ελπίζω να του δώσω τα εργαλεία και τα όπλα για να προστατεύει τον εαυτό του. Να μπορεί να διακρίνει τι είναι καλό για εκείνον και να είναι ένας καλός, ευγενικός άνθρωπος, για να μπορέσει να διακρίνει και την κακία και το δόλο, ώστε να πορευτεί σωστά στη ζωή.

Συνεχίζεις και το μιούζικαλ «Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας» για δεύτερη χρονιά στο Embassy Theater. Εκεί είναι ένας άλλος κόσμος, πολύ διαφορετικός.

Είναι ένα καταπληκτικό έργο του Ρόαλντ Νταλ, έχει γίνει και ταινία αρκετές φορές με σπουδαίους πρωταγωνιστές -Τζιν Γουάιλντερ, Τζόνι Ντεπ κ.ά.- στο ρόλο του Γουίλι Γουόνκα. Αυτό τον ήρωα ερμηνεύω σε ένα φαντασμαγορικό μιούζικαλ που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Βάλαρης, με έναν ωραίο θίασο, μια μεγάλη ορχήστρα. Δεν είναι παιδική παράσταση, απλώς είναι και για παιδιά λόγω του θέματός της, της φαντασμαγορίας της και γιατί συμπρωταγωνιστεί ένα παιδί - στην παράστασή μας το ρόλο του Τσάρλι τον παίζουν εναλλάξ ο Σπύρος Ντούγιας και ο Γιώργος Καραμολέγκος.

Πώς θυμάσαι τα Χριστούγεννα των παιδικών σου χρόνων; Σημαίνουν κάτι ιδιαίτερο οι γιορτές για σένα;

Όταν ήμουν παιδί, θυμάμαι όλα αυτά τα κλασικά πράγματα των Χριστουγέννων, στολίζαμε, έλεγα τα κάλαντα, περίμενα το δώρο μου από τον Άγιο Βασίλη κάτω από το δέντρο, όπως όλα τα παιδιά. Μεγάλωσα στο Παλαιό Φάληρο και, όπως όλα τα παιδιά, με χαροποιούσαν τα Χριστούγεννα. Μεγαλώνοντας, δεν μπορώ να πω ότι είναι μια περίοδος που τη λαχταρούσα. Κι αυτό γιατί από δεκαοκτώ ετών δούλευα στο θέατρο, πάντα εκείνες τις μέρες ήμουν στο θέατρο και μάλιστα ήταν και πιο έντονη η καθημερινότητά μου, καθώς είχα και διπλές, τριπλές παραστάσεις. Για μένα δεν υπάρχει κλίμα Χριστουγέννων αυτές τις μέρες. Ούτε είμαι φανατικός λάτρης των Χριστουγέννων. Όμως, με το παιδί μου απέκτησα μια άλλη ιδέα γι’ αυτές τις εορταστικές μέρες, γιατί μέσα από τα δικά του μάτια ανακαλύπτω κι εγώ όλη αυτή τη μαγεία του θαύματος.

Με την «έκρηξη» του #ΜeToo, όλον αυτό τον αγώνα που κάνατε μαζί με την πρώην σύζυγό σου, τη Λένα Δροσάκη, με όλα αυτά που έγιναν, με αυτές τις φωνές που βγήκαν προς τα έξω, τα δικαστήρια, νιώθεις ότι το θέατρο «καθάρισε»;

Δεν ξέρω. Αυτά τα πράγματα θα πάρουν χρόνο για να κατασταλάξουν, είναι πολύ νωρίς ακόμα, υπάρχουν δικαστήρια σε εξέλιξη, ας τελειώσουν όλα αυτά με το καλό και θα δούμε πώς θα είμαστε και πώς θα πορευτούμε. Έχει ακόμα πολύ δρόμο αυτή η ιστορία.

Νιώθεις ότι άλλαξε κάτι στο χώρο έπειτα απ’ όλα αυτά;

Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να κρίνουμε. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι άνθρωποι όχι μόνο του χώρου του δικού μας, αλλά όλη η κοινωνία ταρακουνήθηκε και βλέπουμε ότι σήμερα οι άνθρωποι μιλάνε, συζητάνε στην οικογένειά τους. Γι’ αυτό ακούμε τόσο πολλά πράγματα τα οποία βγαίνουν στο φως, ενώ πριν μάλλον οι άνθρωποι τα καταπίνανε. Υπάρχει πλέον αυτή η τεράστια διαφορά και το βλέπουμε σε όλο το φάσμα της κοινωνίας και όχι μόνο στο θέατρο.

Πώς σε βρίσκουν αυτές οι γιορτές;

Μια χαρά είμαι. Έχω τη δουλειά μου, το παιδάκι μου.

Ένας χωρισμός, ένα διαζύγιο, μια τέτοια δύσκολη κατάσταση φέρνει κάποιες αλλαγές και θέλει μια καινούρια ισορροπία στην ψυχή μας. Πιστεύεις ότι με την πάροδο του χρόνου εσύ το έχεις ισορροπήσει όλο αυτό μέσα σου;

Έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε. Ισορροπούμε, ζούμε τη ζωή μας, συνεχίζουμε, εργαζόμαστε, είμαστε οι γονείς του Αναστάση και βρισκόμαστε δίπλα του, τον στηρίζουμε. Αυτό κάνουμε. Άλλωστε, με τη Λένα (Δροσάκη) παίζουμε μαζί στην ίδια παράσταση. Είμαστε οι πράξεις μας, όχι τα λόγια.

Ποια είναι η ευχή σου για τη νέα χρονιά που έρχεται;

Υγεία και ψυχραιμία. Να είμαστε ψύχραιμοι με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, δίπλα μας και να κρατάμε γερά τους ανθρώπους που έχουμε κοντά μας.

Αν μπορούσες να γίνεις ο Άγιος Βασίλης για μία μέρα, τι θα άλλαζες στον κόσμο και στη δική σου ζωή;

Θα μοίραζα περισσότερη καλοσύνη στον κόσμο, γιατί αυτό λείπει από τη ζωή μας. Στον Αλέξανδρο, θα του έδινα τη δυνατότητα να ζει όσο πιο ανέμελα γίνεται, για να του υπενθυμίσω ότι η ζωή είναι το τώρα, ούτε το πριν ούτε το μετά.

Κι επειδή είναι γιορτινές μέρες, πιστεύεις στα θαύματα, στο θείο;

Όχι, δεν το ορίζω το θαύμα με την έννοια της χριστιανικής πίστης. Το θαύμα είναι κάτι το οποίο έχουμε μέσα μας. Θαύμα μπορεί να είναι και μόνο το γεγονός ότι μπορείς και επιβιώνεις σε αυτή την κοινωνία.

Νιώθεις ότι τα όνειρα που έκανες όταν ξεκίνησες στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν» και συνέχισες εδώ και περίπου τριάντα χρόνια στον καλλιτεχνικό χώρο, τα άγγιξες;

Δεν είχα ονειρευτεί τίποτα. Ήμουν δεκαοκτώ ετών και δεν ήξερα πού πήγαινα. Δεν είχα ιδέα. Πήγα στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν» και όλα ήρθαν σιγά σιγά, λίγο λίγο, με πολλή δουλειά.

Πιστεύεις στον παράγοντα τύχη;

Η τύχη είναι ένα πολύ μικρό κομμάτι στην πορεία ενός ανθρώπου. Ναι, μπορεί να παίξει ένα ρόλο το ότι βρέθηκες σε μια παράσταση, σε μια οντισιόν κάποιος σε είδε, κάτι είδε σε σένα και σε επέλεξε. Από κει και πέρα, το θέμα είναι τι θα κάνεις εσύ, πώς θα εκμεταλλευτείς την κάθε ευκαιρία που θα σου δοθεί, γιατί αυτές οι ευκαιρίες δεν θα είναι και πολλές.

Από τις μεγάλες σου ευκαιρίες και εμπειρίες ήταν οι συνεργασίες σου με τον Μιχάλη Κακογιάννη και τον Κώστα Γαβρά.

Ναι. Είναι δύο μεγάλα κεφάλαια του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού∙ από τη μία είχα τη χαρά να παίξω με τον Μιχάλη Κακογιάννη στο Εθνικό Θέατρο, στον «Άμλετ», ήμουν πολύ νεαρός, ήταν σπουδαία εμπειρία, μεγάλο «σχολείο» και μόνο ότι βρισκόμουν εκεί και τον άκουγα και ρούφηξα τη σοφία και τη διδασκαλία του. Και από την άλλη -η πιο πρόσφατη εμπειρία μου- στην ταινία «Ενήλικοι στην Αίθουσα» με έναν άνθρωπο που έχει σφραγίσει το παγκόσμιο σινεμά -ο πατέρας του πολιτικού σινεμά-, τον Κώστα Γαβρά. Μάλιστα, έχω την τιμή και τη χαρά να με θεωρεί και να τον θεωρώ πλέον φίλο μου. Και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό, είναι το μεγαλύτερο «παράσημο» που μπορώ να έχω από αυτή τη δουλειά.

Σε αυτή την ταινία, που βασίζεται στο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη «Ανίκητοι ηττημένοι, για μια ελληνική άνοιξη μετά από ατελείωτους μνημονιακούς χειμώνες», έπαιξες τον Αλέξη Τσίπρα όταν ήταν πρωθυπουργός. Είχες αντιδράσεις από τον κόσμο;

Αντιδράσεις; Όχι. Δεν είδα κανέναν να με… κυνηγάει στην καθημερινότητά μου (γέλια). Απλώς δημοσιογράφοι και άνθρωποι που είναι στην πολιτική, είτε στη δεξιά είτε στην αριστερή πτέρυγα, δεν είδαν με καλό μάτι, καθένας για τους δικούς τους λόγους, το ότι έγινε αυτή η ταινία, το ότι ασχολήθηκε ο Γαβράς με μια «καυτή πατάτα». Εμείς χαρήκαμε πάρα πολύ και ήταν μεγάλη τιμή να πρωταγωνιστώ σε μια ταινία του Κώστα Γαβρά, που είναι ένας ζωντανός θρύλος του κινηματογράφου κι ένας υπέροχος άνθρωπος.

Πολύς λόγος έγινε για την ταινία «Υπάρχω» μετά την αβάν πρεμιέρ στο «Παλλάς»∙ μόλις προχθές άρχισε να προβάλλεται στους κινηματογράφους και θα συνεχίσει να συζητιέται. Ο πρωταγωνιστής Χρήστος Μάστορας τολμάει και αναμετριέται με ένα μεγάλο ρόλο, τον σπουδαίο Στέλιο Καζαντζίδη. Πώς το βλέπεις αυτό;

Ο Χρήστος Μάστορας είναι ένας νέος καλλιτέχνης, ήδη αγαπητός στον κόσμο -τον ξέρω ελάχιστα, τον έχω συναντήσει μία φορά στη ζωή μου-, ένας πολύ σεμνός άνθρωπος, ο οποίος κάνει την προσπάθειά του. Τραγουδάει ο ίδιος στην ταινία κι αυτό είναι προς τιμήν του, άρα ήταν άξιος να κάνει κάτι τέτοιο γιατί εδώ δεν υποδύθηκε απλώς κάποιον ήρωα, αλλά μια μεγάλη μορφή του ελληνικού τραγουδιού. Εύχομαι να πάει πολύ καλά η ταινία και ο ίδιος. Τώρα, από κει και πέρα, δεν καταλαβαίνω κάποιες αντιδράσεις που υπήρξαν επειδή ένας τραγουδιστής και όχι ηθοποιός υποδύεται τον Καζαντίδη. Δεν μπορεί ένας τραγουδιστής να παίξει κιόλας; Το έχουμε δει αυτό όχι μόνο στην Ελλάδα σε πολλές ταινίες, ακόμα και στο θέατρο, αλλά και παγκοσμίως. Ποιον να πρωτοαναφέρω, τον Τόλη Βοσκόπουλο που έπαιζε στα θέατρα; Τι να λέμε τώρα;

Στο χώρο της υποκριτικής μπαίνουν πρόσωπα που δεν έχουν τελειώσει κάποια δραματική σχολή, δεν είναι ηθοποιοί, προέρχονται από ριάλιτι, απ’ όπου αποκτούν δημοσιότητα. Είσαι σύμφωνος με όλο αυτό;

Να είμαι σύμφωνος; Τι είμαι εγώ, «αστυνομία θεάτρου»; Δεν κρίνω κάτι. Δεν υπάρχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού. Έχει καταργηθεί από το 1981, οπότε δεν μπορώ να κάνω κάτι εγώ γι’ αυτό. Αν είμαι σύμφωνος ή όχι, δεν παίζει κανένα ρόλο. Έχει τύχει να βρεθώ με ανθρώπους που έχουν έρθει από κάποιον άλλο χώρο. Αν είναι άξιοι και μπορούν να τα καταφέρουν, κι αν αντέχουν -η λογική και η στατιστική λένε ότι δεν αντέχουν-, γιατί αυτό είναι «μαραθώνιος, δεν κρατάει μία-δύο σεζόν, οπότε δεν μου λέει κάτι αν κάποιος έρθει στο χώρο της υποκριτικής. Είναι ευπρόσδεκτος να δοκιμάσει, να δοκιμαστεί και, αν τα καταφέρει και είναι άξιος, μακάρι, και είναι ωραίος και μάγκας, να το συνεχίσει και να το κάνει. Αυτό όμως μόνο στην Ελλάδα σχολιάζεται. Στο εξωτερικό γίνεται κατά κόρον. Μόνο εδώ σχολιάζονται όλα αυτά. Θα απαγορέψουμε σε κάποιον που έχει μια δημοφιλία τη συγκεκριμένη περίοδο, αν του γίνει μια πρόταση, να μην την αξιοποιήσει; Ας την αξιοποιήσει. Αν είναι ικανός, ας προχωρήσει.

Δημοσιεύτηκε στην Ontime