Η νέα βιογραφική σειρά της ΕΡΤ «Η Μαρία που Έγινε Κάλλας», η οποία παρακολουθεί τη ζωή της Μαρίας Κάλλας και την εντυπωσιακή της μεταμόρφωση από μια αμφισβητούμενη νέα γυναίκα σε μία από τις μεγαλύτερες ντίβες όλων των εποχών, φαίνεται να έχει προκαλέσει την αρνητική αντίδραση της Πόπης Διαμαντάκου.

Η σειρά, η οποία σκηνοθετείται και γράφεται από την Όλγα Μαλέα, βασίζεται σε πληροφορίες που προέρχονται από το βιβλίο «Η Άγνωστη Κάλλας» του ιστορικού Νικόλα Πετσάλη-Διομήδη.

Σε μία αιχμηρή ανάρτηση που δημοσιεύτηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η τηλεκριτικός Πόπη Διαμαντάκου σχολίασε πως η σειρά δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να αποτελέσει μια αξιόλογη καλλιτεχνική προσπάθεια, παραμένοντας μια χαμένη ευκαιρία τόσο για το ελληνικό όσο και για το διεθνές κοινό. Επισήμανε, επίσης, ότι η παραγωγή δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες για μια σειρά που ασχολείται με τη ζωή της Μαρίας Κάλλας, ακόμα και στα πρώτα της βήματα και χαρακτηρίστηκε από την τηλεκριτικό ως φτωχή παραγωγή που θυμίζει παλιές εποχές της ΕΡΤ, ενώ η σκηνοθεσία κρίνεται διεκπεραιωτική και τα εξωτερικά γυρίσματα πρόχειρα, προκαλώντας αρνητική εντύπωση.

Αναλυτικότερα η ανάρτηση της Πόπης Διαμαντάκου:

«Η Μαρία που έγινε… χαμένη ευκαιρία.

Πάντως, για Κάλλας έστω και στα πρώτα της βήματα σε μια Ελλάδα φτωχή, υπό τον ζυγό των κατακτητών, η “Μαρία” της ΕΡΤ δεν δείχνει να ‘χει τα προσόντα. Γιατί το όνομα Κάλλας προφανώς και δεν αρκεί για να δώσει λάμψη σε μια φτωχή παραγωγή που θυμίζει ΕΡΤ προ 30ετίας και βάλε.

Κρίμα γιατί ήταν ευκαιρία να δώσει δυναμικό καλλιτεχνικό "παρών" η ΕΡΤ με μια παραγωγή υψηλών προδιαγραφών, να την προσέξουν και στο εξωτερικό και να βάλουμε τα γυαλιά στο Χόλιγουντ και την Τζολί, που δεν κατάφερε κι αυτή άλλο απ’ το να παλεύει ανεπιτυχώς επί δυο ώρες μπας και πάρει το Όσκαρ.

Η σκηνοθεσία επιεικώς διεκπεραιωτική (κρίμα γιατί η Μαλέα στα “Καλύτερά μας χρόνια” μας άρεσε). Οι εξωτερικές σκηνές τόσο πρόχειρες που προκαλούν θυμηδία.

Το διαρκώς στενό κάδρο στα εξωτερικά γυρίσματα, μην τυχόν και φανεί κανένα σύγχρονο κτίριο, μας προκάλεσε ασφυξία. Το πιο αστείο -λυπάμαι που το λέω- η επιλογή των εξωτερικών χώρων.

Εκείνα τα μίζερα θαμνάκια, που παρίσταναν το φυσικό ντεκόρ το ίδιο πάντα για ένα σωρό εξωτερικές σκηνές, έμοιαζαν με παρτέρι έξω από την ΕΡΤ (αυτό ήταν μήπως;) Χάθηκε ο Εθνικός Κήπος; Ίδιος ήταν και στον μεσοπόλεμο. Και μπορεί η Αθήνα να είναι μια πόλη που δεν έχει κρατήσει τις μνήμες της αλλά υπάρχουν γειτονιές οι οποίες κάλλιστα θα μπορούσαν να γίνουν σκηνικό μεσοπολέμου. Κι αν δεν ήξεραν πού να τις βρουν, ας ρωτούσαν μελετητές. Για παράδειγμα η MONUMENTA και η Ειρήνη Γρατσία έχουν πληρέστατες καταγραφές κτιρίων και περιοχών.

Ατύχησε όμως η “Μαρία” και στις ερμηνείες. Η Ελένη Ράντου παίζει τη… Ράντου, καρικατούρα αυστηρής μάνας σε μάλλον κωμικές σκηνές. Να υποθέσω ότι μελέτησε, όπως θα ‘πρεπε, την επιστολή της μητέρας της Κάλλας προς την Κάλλας, που βρίσκεται εδώ, στο Μουσείο Κάλλας, στη Μητροπόλεως, και κατάλαβε αυτό που βλέπουμε; Τι να πω!

Κάπως σώθηκε ο Μάξιμος Μουμούρης με τα γερμανικά του και την άψογη προφορά, κάπως και ο Ιωάννης Παπαζήσης ως βαρύτονος Μαγκλιβέρας και κατοπινός εραστής της Μαρίας, αν και τον χτύπησε αλύπητα η ασυναρτησία του μοντάζ. Εδώ έγινε το μεγάλο πανηγύρι.

Ειδικώς στο 6ο επεισόδιο, όπου γίνεται αναφορά στο πατριωτικό γεγονός της διάσωσης των αρχαίων αγαλμάτων από Έλληνες αρχαιολόγους και υποτίθεται είχε ενεργό συμμετοχή και ο Μαγκλιβέρας, γίνεται το αλαλούμ με το περίφημο κυκλαδικό ειδώλιο, τον αρπιστή, που θέλουν να τον κλέψουν οι Γερμανοί, αναλαμβάνει η Κάλλας να εμποδίσει, το βουτάει από το βάθρο, εμφανίζεται πιτσιρικάς που κρύβεται στο βάθρο και το ειδώλιο επανεμφανίζεται για να το βουτήξει χέρι που ξεφυτρώνει από την κρυψώνα του βάθρου και εδώ ειδώλιο, εκεί ειδώλιο, πού πήγε το ειδώλιο…να το το ειδώλιο στη σκηνή της λυρικής χωμένο στα σκηνικά πίσω από την Κάλλας που τραγουδάει μαζί με τον Μαγκλιβέρα, που παραλίγο να πνιγεί μόλις το είδε… Προφανώς κάποια πλάνα φαγώθηκαν στο μοντάζ και η αφήγηση σαν να έπαθε… λόξιγκα.

Η πολύ νεαρή Κλεοπάτρα Ελευθεριάδου, πολύ ταλαντούχα λένε και με δική της ωραία φωνή, δεν δείχνει να ‘χε ιδιαίτερη καθοδήγηση για το πώς θα ερμηνεύσει τη Μαρία. Γλυκούλα, γελαστή και ολόιδια σε όλες τις σκηνές, είτε σαν ερωτευμένη είτε σαν πολύφερνη σοπράνο στη σκηνή, είτε συνεσταλμένη και άβγαλτη Μαρία είτε αδικημένη από τους φθονερούς συναδέλφους της ολόιδια, σαν να κυλούν όλα νεράκι από πάνω της.

Ναι, είναι δύσκολο αν δεν έχει αποδειχθεί ακατόρθωτο να γίνει ταινία ή τηλεοπτική σειρά η ζωή ενός Μύθου (απ’ τον Έλβις και τη Μονρόε μέχρι την Κάλλας). Μπορεί όμως να γίνει ένα καινούργιο καλοφτιαγμένο, λαϊκό παραμύθι, όπου η αλήθεια κρατάει τον μικρότερο ρόλο στη μυθοπλασία, για να χαζεύουν οι μαγεμένοι αλλά και όσοι δεν τους πρόλαβαν (όπως ο Καζαντζίδης του Τσεμπερόπουλου). Κρίμα για την ΕΡΤ τόσο καλοί ηθοποιοί, τόση προσπάθεια, τέτοια αποτυχία».