Η Ντέμι Μουρ, που έγινε διάσημη ως έφηβη το 1981 σε μια σαπουνόπερα, έχει περάσει από πολλές φάσεις στην καριέρα της. Από το να είναι η πιο ακριβοπληρωμένη ηθοποιός στον κόσμο, μέχρι να δεχτεί σεξιστικά σχόλια για το σώμα της, η Μουρ έχει διανύσει μια ιδιαίτερη πορεία στο Χόλιγουντ.

Την Πέμπτη 23 Ιανουαρίου, στα 62 της χρόνια, κατάφερε να κερδίσει την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ στην κατηγορία Καλύτερης Ηθοποιού για τη συμμετοχή της στην ταινία The Substance, ένα σατιρικό body-horror με έντονο φεμινιστικό μήνυμα.

Η υποψηφιότητά της αποτελεί ένα τεράστιο επίτευγμα, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς ότι στο παρελθόν είχε απαξιωθεί από έναν παραγωγό, ο οποίος την είχε χαρακτηρίσει ηθοποιό εμπορικών φιλμ.

Ο ρόλος της Μουρ ως μια φθίνουσα διασημότητα

Ο ρόλος της Μουρ ως μια φθίνουσα διασημότητα που αναζητά τη χαμένη νεότητα τής χάρισε μερικές από τις καλύτερες κριτικές της καριέρας της και μια Χρυσή Σφαίρα που αναμφίβολα ενίσχυσε τις πιθανότητες της στην Ακαδημία. Εμφανώς συγκινημένη στην τελετή των Χρυσών Σφαιρών νωρίτερα αυτόν τον μήνα, δήλωσε ότι βρίσκεται στη βιομηχανία του θεάματος για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, έχοντας αποσπάσει ελάχιστες διακρίσεις. Η αναγνώριση εκείνης της βραδιάς, είπε, ότι προσέφερε «το δώρο να κάνω κάτι που αγαπώ και να μου υπενθυμίζουν ότι ανήκω κάπου».

Η Μουρ έγινε γνωστή με ταινίες της δεκαετίας του '80, όπως το «St. Elmo's Fire» και ήταν υποψήφια για Σφαίρα το 1991 για το ρομαντικό blockbuster «Ghost». Επιτυχίες όπως το «Indecent Proposal» και το «Striptease», για το οποίο πήρε τότε τον μισθό-ρεκόρ 12,5 εκατομμυρίων δολαρίων, μαζί με τον γάμο της με τον συνάδελφό της και αστέρα της δράσης Μπρους Γουίλις, την έκαναν φαινόμενο του Χόλιγουντ τη δεκαετία του '90.



Ωστόσο, η αντίληψή της ως απλώς μια εμπορική ηθοποιός, που συμβολίζεται από το σχόλιο του παραγωγού, τη «διάβρωσε με την πάροδο του χρόνου», όπως είπε η ίδια στις Σφαίρες. Είχε σκεφτεί ότι ίσως είχε τελειώσει με την υποκριτική, αλλά αυτό που αποκάλεσε «το μαγικό, τολμηρό, θαρραλέο, εξωπραγματικό, απολύτως τρελό σενάριο» για το «Substance» την τράβηξε πίσω.


Λίγα λόγια για την ταινία με την Ντέμι Μουρ «The Substance»

Το θρασύτατα αιματηρό «The Substance», της Γαλλίδας σκηνοθέτιδας Κοραλί Φαρζά, ήταν μια ταινία φαινομενικά απίθανη να αποσπάσει υποψηφιότητα για Όσκαρ – οι ψηφοφόροι της Ακαδημίας δεν τείνουν να προτιμούν το αίμα. Αλλά φέτος ήταν μια εξαίρεση: Το έργο είναι υποψήφιο για την Καλύτερη Ταινία, ενώ η Φαρζά απέσπασε επίσης υποψηφιότητες για Καλύτερη Σκηνοθεσία και Σενάριο.

Το «Substance» παρακολουθεί την Ελίζαμπεθ Σπαρκλ της Μουρ, κάποτε σταρ της πρώτης κατηγορίας και τώρα παρουσιάστρια ενός τηλεοπτικού σόου γυμναστικής, καθώς η βιομηχανία την απορρίπτει με συνοπτικές διαδικασίες, απλώς και μόνο επειδή γερνάει. Σε εκείνο τη σημείο μπαίνει το μυστηριώδες φίλτρο του τίτλου, το οποίο επιτρέπει στην Ελίζαμπεθ να γεννήσει μια νεότερη, καλλίγραμμη εκδοχή του εαυτού της (Mάργκαρετ Κουάλεϊ). Το γκροτέσκο στοιχείο αφθονεί τόσο μεταφορικά όσο και σαρκικά.

Ο στόχος της της Γαλλίδας σκηνοθέτιδας Κοραλί Φαρζά για την ταινία

Η Φαρζά στόχευσε σε ένα ακραίο, σχεδόν κωμικό επίπεδο αηδίας και σε μια κριτική των προτύπων ομορφιάς. «Το "Substance" έχει να κάνει πολύ με το τι πρέπει, ως γυναίκες, να συμμορφωθούμε και πώς αυτό επηρεάζει τη ζωή μας κοινωνικά», δήλωσε, πριν η ταινία κερδίσει το Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου στο Φεστιβάλ Καννών πέρυσι.

Η ερμηνεία της Μουρ φάνηκε να παραπέμπει στη δική της εικόνα, αλλά και στο παρελθόν της, ως αντικείμενο πόθου, που τόσο φετιχοποιήθηκε όσο και κατακρίθηκε σφοδρά για τη φόρμα της (βλ. τον σάλο για το εξώφυλλο του «Vanity Fair» του 1991 όπου είναι έγκυος και ποζάρει γυμνή, το οποίο φωτογράφισε η Άνι Λίμποβιτς).

Έγραψε στα μπεστ-σέλερ απομνημονεύματά της του 2019, «Inside Out», για το πόσο διεστραμμένη ήταν η αίσθηση που είχε για τον εαυτό της και πώς για χρόνια υπέφερε από διατροφικές διαταραχές και έκανε υπερβολική άσκηση. «Έβαζα όλη μου την αξία για το ποια ήμουν στο πώς ήταν το σώμα μου, πώς φαινόταν και έδινα στη γνώμη των άλλων μεγαλύτερη αξία από εμένα», είπε σε συνέντευξή της πέρυσι.

Αυτός ήταν ένας λόγος που το «Substance» είχε τέτοια απήχηση στη Μουρ, όπως εξήγησε από τη σκηνή των Σφαίρων. «Σε εκείνες τις στιγμές που δεν πιστεύουμε ότι είμαστε αρκετά έξυπνες ή αρκετά όμορφες, ή αρκετά αδύνατες ή αρκετά επιτυχημένες, ή βασικά απλά όχι αρκετές. Είχα μια γυναίκα που μου είπε: "Απλά να ξέρεις ότι ποτέ δεν θα είσαι αρκετή. Αλλά μπορείς να ξέρεις την αξία της αξίας σου, αν απλά αφήσεις κάτω το μέτρο μέτρησης"».