Διονύσης Σαββόπουλος: Ο εθνικός µας Νιόνιος απολογείται και συγκινεί
Ο Διονύσης Σαββόπουλος επιδιώκει µια κάθαρση
Ο Διονύσης Σαββόπουλος De profudis, με μεγάλες δόσεις αυτοκριτικής και όλη τη μουσική ιστορία της μεταπολίτευσης να διαπερνά τα τραγούδια και τις ιστορίες του - Ο αριστοφανικός τροβαδούρος έγραψε στο χαρτί "Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα"
![1-dionyshs-sabbopoulos-aytobiografia-giati-ta-xronia-trexoyn-xyma](https://s.parapolitika.gr/images/1130x667/png/files/2025-02-07/1-dionyshs-sabbopoulos-aytobiografia-giati-ta-xronia-trexoyn-xyma.png)
Η αυτοβιογραφία ως εξοµολόγηση έχει µία βαθιά συναισθηµατική και ψυχολογική σηµασία. Μέσα από αυτή τη διαδικασία -ανάµεσα σε άλλα- ο συγγραφέας της αναγνωρίζει τα λάθη του, τις αδυναµίες του και τις στιγµές που αισθάνεται ότι υπήρξε ανεπαρκής, επιδιώκοντας µια κάθαρση.
Ο ∆ιονύσης Σαββόπουλος είναι περισσότερο από εµφανές ότι µε το βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύµα» έχει στόχο αυτήν ακριβώς την κάθαρση. ∆ιαβάζοντάς το, νιώθεις κάποιες φορές σαν να του έχουν κάνει τον ορό της αλήθειας!
Η συγγνώµη που κατά περίσταση ζητά από ανθρώπους του οικογενειακού περιβάλλοντός του, από φίλους και συναδέλφους, είναι µία απολύτως ειλικρινής χειρονοµία. Κι αυτό, γιατί ο Σαββόπουλος δείχνει ότι γνωρίζει καλά πως η ειλικρίνεια είναι το µοναδικό όπλο που διαθέτει ένας συγγραφέας τέτοιου εγχειρήµατος. Εάν πράγµατι η αλήθεια του είναι η ειλικρίνειά του, τότε ο ίδιος ως αυτοβιογραφούµενος την οφείλει πρώτα απέναντι στον εαυτό του, στα ελαττώµατά του, καθώς και στα όσα ανάρµοστα ή άδικα κατά καιρούς έπραξε. Προφανώς, χρειάζεται µεγαλοψυχία για να παραδέχεσαι τα λάθη σου.
Ζητά, για παράδειγµα, συγγνώµη στον Γιώργο Νταλάρα για µια «γαϊδουριά» απέναντί του στην περίφηµη συναυλία του ’83 στο Ολυµπιακό Στάδιο. Ζητά συγγνώµη στη Σοφία Βέµπο και στον Μίµη Τραϊφόρο, που τους σνόµπαρε όταν πήγαν να τον ακούσουν στο «Ροντέο».
Νιώθει άσχηµα που δεν δέχτηκε να συµφιλιωθεί µε τον Θάνο Μικρούτσικο και µε τον Μανώλη Ρασούλη. «Να το καλό τού να γράφεις τις αναµνήσεις σου», γράφει σε κάποιο σηµείο του βιβλίου του. «Θυµάσαι ποιους φέσωσες, τι τρακαδόρος, τι κλεφταράκος υπήρξες, κι αρχίζεις να τρώγεσαι τι άλλο σοβαρότερο έχεις διαπράξει και το έχεις εντελώς καταχωνιάσει. Συµµαζέψου λοιπόν και σταµάτα να κάνεις τον άνετο. Χρωστάς».
Αλλά και από τη γυναίκα του ζητά συγχώρεση για τις απιστίες του: «Ήμουν ένας πατριαρχικός τύπος που βασανιζόταν από την ίδια την πατριαρχικότητα. Έτσι ήµουν τότε. Βουλιάζαµε. Αποµακρυνόµασταν και δεν το οµολογούσαµε, για να µην αποµακρυνθούµε ακόµα περισσότερο».
Ενώ για τους γιους του, οµολογεί µε τύψεις: «Χαστούκιζα τα παιδιά µου όταν ήταν µικρά. Ναι. Μερικές φορές τα χαστούκισα. Εύχοµαι να ανοίξει η γη να µε καταπιεί τώρα που το λέω. Ντρέποµαι. Ντρέποµαι που θα µε διαβάζετε όλοι τώρα».
Όμως, το αν χαστούκισε τα παιδιά του ή απάτησε τη γυναίκα του, ουσιαστικά δεν µας ενδιαφέρει: µας αφορά µόνο στον βαθµό που δείχνει την ειλικρίνεια και αξιοπιστία της αυτοβιογραφίας ενός σπουδαίου τραγουδοποιού. Τότε είναι που µέσα από την ειλικρίνεια του εγχειρήµατος αποκτούν αξία ως µαρτυρία όλες εκείνες οι προϋποθέσεις πίσω από τα τραγούδια που έγραψε. Και αυτό, εν τέλει, είναι ανεκτίµητης αξίας! Μαθαίνουµε, ακολούθως, για το πώς δηµιουργήθηκαν µέσα από βιώµατα, παιδικά χρόνια, επιρροές, συναναστροφές, φιλίες, ιστορικές συγκυρίες, ταξίδια, ερωτικές σχέσεις, βασανιστήρια, απογοητεύσεις όλα του τα έργα: από το «Φορτηγό», «Το περιβόλι του τρελού» και το «Βρώµικο ψωµί» µέχρι το «Μη πετάξεις τίποτα» και τον «Χρονοποιό». Όλα έργα µε τραγούδια που -ήδη από την αρχή- διέθεταν µια «αντηλιά αιωνιότητας».
Μας αποκαλύπτει, για παράδειγµα, πώς ο υποχρεωτικός ύπνος σε µια γωνιά του οικογενειακού υπνοδωµατίου, όπου έπρεπε να µένει ξύπνιος µέχρι να σηκωθούν οι γονείς του, τον ώθησε από πολύ µικρή ηλικία να δηµιουργεί τραγούδια: «Σκάρωνα τραγουδάκια από τότε σε εκείνο το µπλε κρεβατάκι. Και ο ασήκωτος χρόνος ξαφνικά γινόταν ελαφρύς.
Εξαερωνόταν... Ακινητοποιηµένος στο κρεβάτι έπιανα δουλειά σαν κάλφας στη µεγάλη συντεχνία των τραγουδοποιών, όπως είναι ο Μάρκος Βαµβακάρης ή ο Ζωρζ Μπρασένς, που ούτε τους ήξερα ακόµα. Το αστείο είναι ότι κάπως έτσι γινόταν κι όταν µεγάλωσα πια και µπήκα στη δουλειά. Εφτιαχνα τραγούδια στις αφυπνίσεις µου, ώσπου οι µεγάλοι να µε αναλάβουν».
Πάντως, για τους φίλους του έργου του, αλλά και για όσους νεότερους επιθυµούν να το ανακαλύψουν, το βιβλίο είναι ένα θησαυρός εκµυστηρεύσεων, παραδοχών και αποκαλύψεων: «Σκέφτοµαι ότι ποτέ στη ζωή µου δεν έχω γράψει ποίηµα ή στίχους σκέτους, χωρίς µουσική. Γράφω στίχους και µουσική σχεδόν ταυτόχρονα, και µάλιστα προπορεύεται λιγάκι η µουσική. Λίγες νότες», ενώ προσθέτει µε νόηµα: «Στη δουλειά µου οι στίχοι και η µουσική είναι ένα. Κι αν υπάρχει κάποια ποίηση σε αυτά που κάνω, αυτή δεν βρίσκεται στα λόγια του τραγουδιού, αλλά στο τραγούδι εν τω συνόλω του. ∆ιότι αν σας παρουσίαζα φέρ’ ειπείν στίχους µου χωρίς να ξέρετε τη µουσική του, το πολύ πολύ να κέρδιζα κάτι απ’ το ενδιαφέρον σας. Αν όµως τους ακούσετε τραγουδισµένους µε τη µελωδία τους, τότε δεν ακούτε ένα τραγούδι, ακούτε ένα ποίηµα».
Πράγµατι, εάν κάτι χαρακτηρίζει τα περισσότερα από τα τραγούδια του, είναι αυτό ακριβώς: πρόκειται για ποιήµατα. Και στο βιβλίο µοιράζεται µαζί µας την αγάπη του για την ποίηση και τις επιρροές του, από τον Ζακ Πρεβέρ, µέχρι τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τους ποιητές εκείνους που αποτελούν τη λεγόµενη Σχολή της Θεσσαλονίκης: «Θέλω να ανήκω σε αυτή τη Σχολή, όπου το περιεχόµενο είναι πάντα βιωµατικό και ο τόνος πάντα εξοµολογητικός», σηµειώνει.
Πάνω απ’ όλα, αναφέρεται εκτενώς στον ποιητή Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, που τον είχε συναναστραφεί και για τον οποίο θεωρεί ότι µαζί µε τον φιλόλογο καθηγητή από το σχολείο ∆ηµήτρη Βαφειάδη και τον Μάνο Χατζιδάκι «είναι αυτοί που στα εφηβικά µου χρόνια άγγιξαν την ψυχή µου µιλώντας της κατ’ ευθείαν. Όταν κολλάω, εκεί που φτιάχνω ένα τραγούδι, τους φέρνω στο µυαλό µου. Τους αποζητάω».
Ειδικά για τον Ασλάνογλου, τον υπέροχο ποιητή, εξηγεί ότι τον αγαπούσε µαζί µε την «κρυφή µουσική» της ποίησής του που είχε κάτι το «εκστατικό», για τον οποίο, άλλωστε, έγραψε το τραγούδι «Η θανάσιµη µοναξιά του Αλέξη Ασλάνη»: «Είχα µια αδυναµία στον Ασλάνογλου.
Αυτός ο ηµίµουρλος και φλεγόµενος άνθρωπος µου έκανε θαυµάσια εντύπωση. Έχω πάντα τον “∆ύσκολο θάνατο” σχεδόν πλάι στο µαξιλάρι µου».
Κατά τα άλλα, είναι επίσης πολύ γενναιόδωρος, ενίοτε συγκινητικός, µε αυτά που γράφει για το σινάφι και τους συναδέλφους του: από τον Μάνο Λοΐζο, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τον Νίκο Παπάζογλου, µέχρι τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Φοίβο ∆εληβοριά, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Σταύρο Λάντσια και τον Γιώτη Κιουρτσόγλου. Μάλιστα, µιλώντας κάποια στιγµή για τις συναυλίες και τα µουσικά προγράµµατα, τις πρόβες και την ένταση πριν από την παράσταση, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Έζησα µια ζωή µε τους µουσικούς. Είναι η ευρύτερη οικογένειά µου (...). Μπορεί ένας µουσικός να ’ναι ψυχρός κι ανάποδος - κι όµως, µόλις αρχίζει να παίζει, να µεταµορφώνεται! Αυτό µας κάνει η τέχνη. Ανθρωπάκια είµαστε κι εµείς: κοµπλεξικά, ανασφαλή, µε πληγωµένο “εγώ”, ενίοτε φθονερά και µωροφιλόδοξα. Κι όµως, µόλις αρχίζουµε να παίζουµε κάτι ή να τραγουδάµε, ισορροπούµε, καλυτερεύουµε, θαρρείς και οµορφαίνουµε».
Πέρα, όµως, από αυτά, στο βιβλίο είναι διαρκώς παρούσα -έστω πλαγίως η Ιστορία: τα µεγάλα γεγονότα, η χούντα, η Μεταπολίτευση, αλλά και το Woodstock, ο Μάης του ’68, οι µπουάτ, η Πλάκα, τα καφενεία, οι παρέες, οι ξεσηκωµοί, οι ιαχές, οι λαοσυνάξεις και οι φωνές για την ελευθερία. Ο Σαββόπουλος ανασυνθέτει µία ολόκληρη εποχή και το κάνει µε έναν τρόπο µαγικό - εξάλλου, είναι χαρισµατικός αφηγητής.
Μια εποχή µικρών ή µεγαλύτερων επαναστάσεων, ρήξεων, ανακατατάξεων, αλλά και νεανικής έξαρσης, ορµής, τόλµης, ενθουσιασµού, απογοητεύσεων, όπου όντως η πραγµατικότητα συχνά ξεπερνούσε τη φαντασία. Τι ωραία, όµως, χρόνια... Η καταπίεση γινόταν καύσιµο της εξέγερσης και η αγάπη έµοιαζε ικανή να τα νικήσει όλα: «Μη µιλάς άλλο γι’ αγάπη / η αγάπη είναι παντού». Και ο Σαββόπουλος είναι πάντα εκεί, «χρονικογράφος» της εποχής του, µέσα από τα τραγούδια του. Μια εποχή, ωστόσο, που χάρη και σε αυτόν δεν έπαψε ποτέ να µας αφορά όλους.
Ο εξοικειωµένος µε το σαββοπουλικό έργο αναγνώστης, διαβάζοντας αυτό το αυτοβιογραφικό βιβλίο αντιλαµβάνεται ότι βασικό χαρακτηριστικό γνώρισµα σε όλα είναι ένα: η ειλικρίνεια. Είναι κάτι που το υποψιάζεται κανείς λόγω της διαχρονικότητας του έργου του και της αµεσότητας µε την οποία µιλά στην καθεµιά γενιά. Το βλέπουµε και τώρα, µέσα από τις πληροφορίες του βίου που προσφέρει απλόχερα το συγκεκριµένο βιβλίο, οι οποίες φωτίζουν τι προηγήθηκε πίσω από πολλά από τα έργα του. Κατά τα άλλα, ο κορυφαίος Έλληνας τροβαδούρος στα εξαιρετικά τραγούδια του είναι σαν να µας λέει ότι δεν επινοούσε και πολλά πράγµατα: όταν του ερχόταν µια πρωτότυπη ιδέα τροποποιούσε αναλόγως τα γεγονότα και καθόταν να γράψει -σχεδόν πάντα- κοµψοτεχνήµατα µοναδικής ποιητικής ευαισθησίας και ιδιαίτερα υψηλής αισθητικής.
Αλλά όσο και αν µας εξηγεί το backstage πασίγνωστων κοµµατιών του -από το «Μια θάλασσα µικρή», τους «Μάγους» και τη «Ζωζώ», µέχρι τον «Μπάλλο», τη «∆ηµοσθένους λέξις» και το «Ας κρατήσουν οι χοροί»- η πραγµατικότητα την οποία περιγράφει µε τόση απλότητα µοιάζει να ξεγλιστράει όπως ο υδράργυρος στην παλάµη: το µυστήριο παραµένει.
Το λένε, φυσικά, ταλέντο. Εν προκειµένω, σε περίσσεια. Βέβαια, αυτό δεν είναι το συµπέρασµα, είναι η αφετηρία. Κάπως έτσι, και στην περίπτωση του ∆ιονύση Σαββόπουλου, η Τέχνη αντιγράφει τη ζωή. Αλλά και η ζωή γίνεται Τέχνη. Και αυτό, τελικά, αποµένει...
*Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής
Ο ∆ιονύσης Σαββόπουλος είναι περισσότερο από εµφανές ότι µε το βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύµα» έχει στόχο αυτήν ακριβώς την κάθαρση. ∆ιαβάζοντάς το, νιώθεις κάποιες φορές σαν να του έχουν κάνει τον ορό της αλήθειας!
Η συγγνώµη που κατά περίσταση ζητά από ανθρώπους του οικογενειακού περιβάλλοντός του, από φίλους και συναδέλφους, είναι µία απολύτως ειλικρινής χειρονοµία. Κι αυτό, γιατί ο Σαββόπουλος δείχνει ότι γνωρίζει καλά πως η ειλικρίνεια είναι το µοναδικό όπλο που διαθέτει ένας συγγραφέας τέτοιου εγχειρήµατος. Εάν πράγµατι η αλήθεια του είναι η ειλικρίνειά του, τότε ο ίδιος ως αυτοβιογραφούµενος την οφείλει πρώτα απέναντι στον εαυτό του, στα ελαττώµατά του, καθώς και στα όσα ανάρµοστα ή άδικα κατά καιρούς έπραξε. Προφανώς, χρειάζεται µεγαλοψυχία για να παραδέχεσαι τα λάθη σου.
Ζητά, για παράδειγµα, συγγνώµη στον Γιώργο Νταλάρα για µια «γαϊδουριά» απέναντί του στην περίφηµη συναυλία του ’83 στο Ολυµπιακό Στάδιο. Ζητά συγγνώµη στη Σοφία Βέµπο και στον Μίµη Τραϊφόρο, που τους σνόµπαρε όταν πήγαν να τον ακούσουν στο «Ροντέο».
Νιώθει άσχηµα που δεν δέχτηκε να συµφιλιωθεί µε τον Θάνο Μικρούτσικο και µε τον Μανώλη Ρασούλη. «Να το καλό τού να γράφεις τις αναµνήσεις σου», γράφει σε κάποιο σηµείο του βιβλίου του. «Θυµάσαι ποιους φέσωσες, τι τρακαδόρος, τι κλεφταράκος υπήρξες, κι αρχίζεις να τρώγεσαι τι άλλο σοβαρότερο έχεις διαπράξει και το έχεις εντελώς καταχωνιάσει. Συµµαζέψου λοιπόν και σταµάτα να κάνεις τον άνετο. Χρωστάς».
![Διονύσης Σαββοπουλος](https://s.parapolitika.gr/files/2025-02-07/1-dionyshs-sabbopoulos-aytobiografia-1.png)
Τύψεις και για την οικογένεια
Αλλά και από τη γυναίκα του ζητά συγχώρεση για τις απιστίες του: «Ήμουν ένας πατριαρχικός τύπος που βασανιζόταν από την ίδια την πατριαρχικότητα. Έτσι ήµουν τότε. Βουλιάζαµε. Αποµακρυνόµασταν και δεν το οµολογούσαµε, για να µην αποµακρυνθούµε ακόµα περισσότερο». Ενώ για τους γιους του, οµολογεί µε τύψεις: «Χαστούκιζα τα παιδιά µου όταν ήταν µικρά. Ναι. Μερικές φορές τα χαστούκισα. Εύχοµαι να ανοίξει η γη να µε καταπιεί τώρα που το λέω. Ντρέποµαι. Ντρέποµαι που θα µε διαβάζετε όλοι τώρα».
Όμως, το αν χαστούκισε τα παιδιά του ή απάτησε τη γυναίκα του, ουσιαστικά δεν µας ενδιαφέρει: µας αφορά µόνο στον βαθµό που δείχνει την ειλικρίνεια και αξιοπιστία της αυτοβιογραφίας ενός σπουδαίου τραγουδοποιού. Τότε είναι που µέσα από την ειλικρίνεια του εγχειρήµατος αποκτούν αξία ως µαρτυρία όλες εκείνες οι προϋποθέσεις πίσω από τα τραγούδια που έγραψε. Και αυτό, εν τέλει, είναι ανεκτίµητης αξίας! Μαθαίνουµε, ακολούθως, για το πώς δηµιουργήθηκαν µέσα από βιώµατα, παιδικά χρόνια, επιρροές, συναναστροφές, φιλίες, ιστορικές συγκυρίες, ταξίδια, ερωτικές σχέσεις, βασανιστήρια, απογοητεύσεις όλα του τα έργα: από το «Φορτηγό», «Το περιβόλι του τρελού» και το «Βρώµικο ψωµί» µέχρι το «Μη πετάξεις τίποτα» και τον «Χρονοποιό». Όλα έργα µε τραγούδια που -ήδη από την αρχή- διέθεταν µια «αντηλιά αιωνιότητας».
Όταν «σκάρωνε τραγουδάκια»
Μας αποκαλύπτει, για παράδειγµα, πώς ο υποχρεωτικός ύπνος σε µια γωνιά του οικογενειακού υπνοδωµατίου, όπου έπρεπε να µένει ξύπνιος µέχρι να σηκωθούν οι γονείς του, τον ώθησε από πολύ µικρή ηλικία να δηµιουργεί τραγούδια: «Σκάρωνα τραγουδάκια από τότε σε εκείνο το µπλε κρεβατάκι. Και ο ασήκωτος χρόνος ξαφνικά γινόταν ελαφρύς. Εξαερωνόταν... Ακινητοποιηµένος στο κρεβάτι έπιανα δουλειά σαν κάλφας στη µεγάλη συντεχνία των τραγουδοποιών, όπως είναι ο Μάρκος Βαµβακάρης ή ο Ζωρζ Μπρασένς, που ούτε τους ήξερα ακόµα. Το αστείο είναι ότι κάπως έτσι γινόταν κι όταν µεγάλωσα πια και µπήκα στη δουλειά. Εφτιαχνα τραγούδια στις αφυπνίσεις µου, ώσπου οι µεγάλοι να µε αναλάβουν».
![Διονύσης Σαββοπουλος](/files/2025-02-07/1-dionyshs-sabbopoulos-aytobiografia-2.png)
Η αγάπη για την ποίηση
Πάντως, για τους φίλους του έργου του, αλλά και για όσους νεότερους επιθυµούν να το ανακαλύψουν, το βιβλίο είναι ένα θησαυρός εκµυστηρεύσεων, παραδοχών και αποκαλύψεων: «Σκέφτοµαι ότι ποτέ στη ζωή µου δεν έχω γράψει ποίηµα ή στίχους σκέτους, χωρίς µουσική. Γράφω στίχους και µουσική σχεδόν ταυτόχρονα, και µάλιστα προπορεύεται λιγάκι η µουσική. Λίγες νότες», ενώ προσθέτει µε νόηµα: «Στη δουλειά µου οι στίχοι και η µουσική είναι ένα. Κι αν υπάρχει κάποια ποίηση σε αυτά που κάνω, αυτή δεν βρίσκεται στα λόγια του τραγουδιού, αλλά στο τραγούδι εν τω συνόλω του. ∆ιότι αν σας παρουσίαζα φέρ’ ειπείν στίχους µου χωρίς να ξέρετε τη µουσική του, το πολύ πολύ να κέρδιζα κάτι απ’ το ενδιαφέρον σας. Αν όµως τους ακούσετε τραγουδισµένους µε τη µελωδία τους, τότε δεν ακούτε ένα τραγούδι, ακούτε ένα ποίηµα». Πράγµατι, εάν κάτι χαρακτηρίζει τα περισσότερα από τα τραγούδια του, είναι αυτό ακριβώς: πρόκειται για ποιήµατα. Και στο βιβλίο µοιράζεται µαζί µας την αγάπη του για την ποίηση και τις επιρροές του, από τον Ζακ Πρεβέρ, µέχρι τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τους ποιητές εκείνους που αποτελούν τη λεγόµενη Σχολή της Θεσσαλονίκης: «Θέλω να ανήκω σε αυτή τη Σχολή, όπου το περιεχόµενο είναι πάντα βιωµατικό και ο τόνος πάντα εξοµολογητικός», σηµειώνει.
Πάνω απ’ όλα, αναφέρεται εκτενώς στον ποιητή Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, που τον είχε συναναστραφεί και για τον οποίο θεωρεί ότι µαζί µε τον φιλόλογο καθηγητή από το σχολείο ∆ηµήτρη Βαφειάδη και τον Μάνο Χατζιδάκι «είναι αυτοί που στα εφηβικά µου χρόνια άγγιξαν την ψυχή µου µιλώντας της κατ’ ευθείαν. Όταν κολλάω, εκεί που φτιάχνω ένα τραγούδι, τους φέρνω στο µυαλό µου. Τους αποζητάω».
Ειδικά για τον Ασλάνογλου, τον υπέροχο ποιητή, εξηγεί ότι τον αγαπούσε µαζί µε την «κρυφή µουσική» της ποίησής του που είχε κάτι το «εκστατικό», για τον οποίο, άλλωστε, έγραψε το τραγούδι «Η θανάσιµη µοναξιά του Αλέξη Ασλάνη»: «Είχα µια αδυναµία στον Ασλάνογλου.
Αυτός ο ηµίµουρλος και φλεγόµενος άνθρωπος µου έκανε θαυµάσια εντύπωση. Έχω πάντα τον “∆ύσκολο θάνατο” σχεδόν πλάι στο µαξιλάρι µου».
![Διονύσης Σαββοπουλος](https://s.parapolitika.gr/files/2025-02-07/1-dionyshs-sabbopoulos-aytobiografia-5.png)
Συνάδελφοι και συνεργάτες
Κατά τα άλλα, είναι επίσης πολύ γενναιόδωρος, ενίοτε συγκινητικός, µε αυτά που γράφει για το σινάφι και τους συναδέλφους του: από τον Μάνο Λοΐζο, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τον Νίκο Παπάζογλου, µέχρι τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Φοίβο ∆εληβοριά, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Σταύρο Λάντσια και τον Γιώτη Κιουρτσόγλου. Μάλιστα, µιλώντας κάποια στιγµή για τις συναυλίες και τα µουσικά προγράµµατα, τις πρόβες και την ένταση πριν από την παράσταση, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Έζησα µια ζωή µε τους µουσικούς. Είναι η ευρύτερη οικογένειά µου (...). Μπορεί ένας µουσικός να ’ναι ψυχρός κι ανάποδος - κι όµως, µόλις αρχίζει να παίζει, να µεταµορφώνεται! Αυτό µας κάνει η τέχνη. Ανθρωπάκια είµαστε κι εµείς: κοµπλεξικά, ανασφαλή, µε πληγωµένο “εγώ”, ενίοτε φθονερά και µωροφιλόδοξα. Κι όµως, µόλις αρχίζουµε να παίζουµε κάτι ή να τραγουδάµε, ισορροπούµε, καλυτερεύουµε, θαρρείς και οµορφαίνουµε».![Διονύσης Σαββοπουλος](https://s.parapolitika.gr/files/2025-02-07/1-dionyshs-sabbopoulos-aytobiografia-3.png)
Η Μεταπολίτευση και οι µπουάτ
Πέρα, όµως, από αυτά, στο βιβλίο είναι διαρκώς παρούσα -έστω πλαγίως η Ιστορία: τα µεγάλα γεγονότα, η χούντα, η Μεταπολίτευση, αλλά και το Woodstock, ο Μάης του ’68, οι µπουάτ, η Πλάκα, τα καφενεία, οι παρέες, οι ξεσηκωµοί, οι ιαχές, οι λαοσυνάξεις και οι φωνές για την ελευθερία. Ο Σαββόπουλος ανασυνθέτει µία ολόκληρη εποχή και το κάνει µε έναν τρόπο µαγικό - εξάλλου, είναι χαρισµατικός αφηγητής. Μια εποχή µικρών ή µεγαλύτερων επαναστάσεων, ρήξεων, ανακατατάξεων, αλλά και νεανικής έξαρσης, ορµής, τόλµης, ενθουσιασµού, απογοητεύσεων, όπου όντως η πραγµατικότητα συχνά ξεπερνούσε τη φαντασία. Τι ωραία, όµως, χρόνια... Η καταπίεση γινόταν καύσιµο της εξέγερσης και η αγάπη έµοιαζε ικανή να τα νικήσει όλα: «Μη µιλάς άλλο γι’ αγάπη / η αγάπη είναι παντού». Και ο Σαββόπουλος είναι πάντα εκεί, «χρονικογράφος» της εποχής του, µέσα από τα τραγούδια του. Μια εποχή, ωστόσο, που χάρη και σε αυτόν δεν έπαψε ποτέ να µας αφορά όλους.
Ο εξοικειωµένος µε το σαββοπουλικό έργο αναγνώστης, διαβάζοντας αυτό το αυτοβιογραφικό βιβλίο αντιλαµβάνεται ότι βασικό χαρακτηριστικό γνώρισµα σε όλα είναι ένα: η ειλικρίνεια. Είναι κάτι που το υποψιάζεται κανείς λόγω της διαχρονικότητας του έργου του και της αµεσότητας µε την οποία µιλά στην καθεµιά γενιά. Το βλέπουµε και τώρα, µέσα από τις πληροφορίες του βίου που προσφέρει απλόχερα το συγκεκριµένο βιβλίο, οι οποίες φωτίζουν τι προηγήθηκε πίσω από πολλά από τα έργα του. Κατά τα άλλα, ο κορυφαίος Έλληνας τροβαδούρος στα εξαιρετικά τραγούδια του είναι σαν να µας λέει ότι δεν επινοούσε και πολλά πράγµατα: όταν του ερχόταν µια πρωτότυπη ιδέα τροποποιούσε αναλόγως τα γεγονότα και καθόταν να γράψει -σχεδόν πάντα- κοµψοτεχνήµατα µοναδικής ποιητικής ευαισθησίας και ιδιαίτερα υψηλής αισθητικής.
![Διονύσης Σαββοπουλος](/files/2025-02-07/1-dionyshs-sabbopoulos-aytobiografia-4.png)
Αλλά όσο και αν µας εξηγεί το backstage πασίγνωστων κοµµατιών του -από το «Μια θάλασσα µικρή», τους «Μάγους» και τη «Ζωζώ», µέχρι τον «Μπάλλο», τη «∆ηµοσθένους λέξις» και το «Ας κρατήσουν οι χοροί»- η πραγµατικότητα την οποία περιγράφει µε τόση απλότητα µοιάζει να ξεγλιστράει όπως ο υδράργυρος στην παλάµη: το µυστήριο παραµένει.
Το λένε, φυσικά, ταλέντο. Εν προκειµένω, σε περίσσεια. Βέβαια, αυτό δεν είναι το συµπέρασµα, είναι η αφετηρία. Κάπως έτσι, και στην περίπτωση του ∆ιονύση Σαββόπουλου, η Τέχνη αντιγράφει τη ζωή. Αλλά και η ζωή γίνεται Τέχνη. Και αυτό, τελικά, αποµένει...
*Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής