H Bridget Jones μέσα μου
Η ώρα είναι 23:40. Mόλις μπήκα στο σπίτι μου από το σινεμά. Είδα την τέταρτη Bridget Jones. Και δεν έχω σταματήσει να κλαίω.
![bridget-jone](https://s.parapolitika.gr/images/1130x667/jpg/files/2025-02-14/bridget-jone.jpg)
Όλα ξεκινούν το 2001.
Βασικά, όχι. Όλα ξεκινούν το 1996, όταν η Helen Fielding εκδίδει ένα μυθιστόρημα με ηρωίδα μια Αγγλίδα λίγο μετά τα τριάντα. Η Bridget Jones της δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Αντιθέτως. Είναι τόσο πολύ one of the girls, που έχει όλες τις προδιαγραφές να γίνει σύμβολο.
Η Bridget είναι μια νεαρή γυναίκα που προσπαθεί απεγνωσμένα να ισορροπήσει. Τα διακυβεύματα, γνωστά: απογοητευτικές σχέσεις, πιεστική καριέρα, παρεμβατική οικογένεια και οι προσδοκίες που όλοι έχουν από εκείνη. Αποτέλεσμα: στο τέλος της κάθε ημέρας είναι λίγο πιο εξουθενωμένη από την προηγούμενη.
Η Bridget Jones, όπως όλες, νιώθει πως «κάνει το καλύτερο που μπορεί». Μέχρι που δεν θέλει να το κάνει πια.
To story ακούγεται μια χαρά. Αλλά είναι άσχετο με εμένα -ή, τουλάχιστον, έτσι πίστευα. Στα 20, τότε, είχα κάθε λόγο (και θράσος) να πιστεύω πως σε δέκα χρόνια η δική μου ζωή θα είναι πολύ καλύτερη. Και κάπως έτσι δεν διάβασα ποτέ το βιβλίο Bridget Jones’ Diary. Ήταν κι αυτή η έμφυτη αποστροφή απέναντι στα best sellers, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Το βασικό μου πρόβλημα ήταν πως η ηρωίδα δεν μου έλεγε πολλά. Συμπαθής. Λίγο γλυκανάλατη. Αλλά ένα κλικ πιο συναισθηματικός τύπος (τότε, για μένα, περίπου συνώνυμο του loser) από όσο την ήθελα για να ταυτιστώ.
“I decided to cut men. And carbs.”
Τούτων δοθέντων, ήταν περίπου λογικό να μην πάω στο σινεμά να δω την ταινία όταν βγήκε, το 2001. Ωστόσο, η φιλολογία της Bridget μεγάλωνε χρόνο με τον χρόνο. Η Miss Jones είχε κατακτήσει θέση -για να μην πω θρόνο- στην pop κουλτούρα της γενιάς μου.
“I decided to cut men. And carbs”, έκαναν πλάκα οι κολλητές μου, κι εγώ έπιανα το reference δια της πλαγίας. Παρόλα αυτά, δεν ήθελα να υποκύψω.
Βλέπεις, το είχα ήδη αποφασίσει: η Bridget Jones κι εγώ δεν μιλούσαμε την ίδια γλώσσα. Και κάπως έτσι δεν πήγα στο σινεμά ούτε το 2004, όταν βγήκε το Edge of Reason. Ούτε, φυσικά, το 2016, που βγήκε το Bridget Jones’ Baby.
Η Bridget στην καραντίνα
Όλα καλά, μέχρι τη στιγμή που ήρθε η πρώτη καραντίνα. Μια μέρα από τις πολλές ίδιες και δύσκολες, και βλέποντας το τρέιλερ επί μέρες να «τρεντάρει» στην πρώτη σελίδα του Netflix, είπα πως πρέπει να κλείσω την εκκρεμότητα. Και ένα απόγευμα όπως όλα τα άλλα, άνοιξα τον υπολογιστή μου, βολεύτηκα στο κρεβάτι, έκανα την επιλογή στην πλατφόρμα, και πάτησα το play.
Την εποχή που βλέπω για πρώτη φορά το Ημερολόγιο της Bridget Jones έχω κλείσει τα 43. Έχω ήδη περάσει και προσπεράσει όλα αυτά για τα οποία αγχώνεται, πολεμάει και υποκύπτει η ηρωίδα. Έχω χάσει βάρος, έχω βάλει βάρος, έχω λιώσει στα γυμναστήρια, έχω φάει παγωτό με την κουτάλα της σούπας. Έχω καπνίσει σαν να μην υπάρχει αύριο, έχω κόψει το κάπνισμα, έχω ξεκινήσει καριέρα, έχω αλλάξει καριέρα, έχω αποτύχει, έχω επιτύχει.
Όσο για τα προσωπικά, πανωλεθρίαμβος*: έχω διεκδικηθεί από ακατάλληλους άντρες, έχω απορρίψει κατάλληλους, έχω απορριφθεί, αλλά κι έχω αγαπηθεί πολύ. Επιπλέον, έχω παντρευτεί και έχω κάνει παιδιά -αυτό η Bridget το κάνει 2 ταινίες μετά, αλλά I get the vibe. Κι εκείνη επίσης.
Μπορείς να είσαι Jessica. Ή και όχι.
Θυμάμαι να αναμασάω την ταινία μέρες αφού την είδα. Να φέρνω στο μυαλό μου σκηνές και αντιδράσεις, να τις αντιπαραβάλω με δικές μου, από παλιά. Είδα και τις άλλες δύο, αλλά το ζουμί ήταν στο Ημερολόγιο.
Αυτό που σκεφτόμουν ξανά και ξανά είναι πως θα έπρεπε να την έχω δει τότε. Θα είχα κερδίσει μια σύμμαχο στην πορεία. Ένα αόρατο πατ-πατ στην πλάτη για την κάθε φορά που ένιωθα πως την έχω πατήσει. Για κάθε φορά που τα είχα κάνει ένα κλικ πιο σκατά από όσο μου άφηνα περιθώριο.
Επειδή αυτό ακριβώς έκανε η Bridget Jones σε μια ολόκληρη γενιά γυναικών. Επέτρεψε το fuck up.
Ναι, είναι οκ να τα σκατώσεις, και να είσαι και λίγο goofy. Είναι απολύτως οκ να έχεις διαχρονικά πέντε κιλά παραπάνω. Κανείς που είναι για να μείνει δεν θα φύγει εξ αιτίας τους. Επ’ ευκαιρία, πάνω στη Bridget Jones πάτησε το εξαιρετικό Eat, Pray, Love, που, ευτυχώς, το είδα στην ώρα του. Η Julia κοπιάρει Bridget vibe απολαμβάνοντας ανενδοίαστα ένα κομμάτι πίτσα. Κι εμείς μαζί της.
Η Bridget Jones έδειξε σε όλες πως δεν υπάρχει ένας default τρόπος για να είσαι μοιραία. Μπορείς να είσαι Jessica Rabbit. Αλλά κι αν δεν είσαι με τον τρόπο της Jessica Rabbit, δεν υπάρχει πρόβλημα. Στο κάτω κάτω, αυτή είναι καρτούν. Εσύ έχεις επιλογή: μπορείς να είσαι καρτούν, ή να μην είσαι. Καλύτερα να έχεις την επιλογή, δεν νομίζεις;
Πως να πηγαίνεις παρακάτω, όταν δεν θέλεις να κάνεις ούτε βήμα
Στο Mad about the Boy δεν θα σου πω τί κάνει η Bridget. Το πιθανότερο είναι πως έχεις ήδη δει τα τρέιλερ, έχεις διαβάσει κριτικές, previews, κομμάτια ολόκληρα από τους διαλόγους. Θα σου πω μόνο πως ο τρόπος που βιώνει την απώλεια του άντρα της ζωής της είναι για σεμινάριο. Ξεδιπλώνει τη βαθιά, ουσιαστική αλήθεια του ανθρώπου που έχει ευλογηθεί να έχει ζήσει μια μεγάλη αγάπη. Χωρίς drama.
Γίνονται κι άλλα στην ταινία. Δεν θα επεκταθώ. Θα πω μόνο πως την χάρηκα την Bridget. Επειδή, αν αναλογιστώ πως αυτή η ηρωίδα είναι ένα κομμάτι της Gen X στην οποία ανήκω, μου κάνει πολύ.
Ξέρεις τί μου κάνει; Ο τρόπος που μεγαλώνει. Χωρίς απολογίες. Με βιωμένες εμπειρίες. Ανοιχτή στο συναίσθημα όπως το ξέραμε παλιά, προ digital. Με τις νευρωσούλες της. Αλλά και σταθερά απέναντι στην ηθικοπλαστική υποκρισία που η γενιά μας, περισσότερο από κάθε άλλη, προσπάθησε να σπάσει.
Καλό βράδυ, Bridget. Σήμερα σε κατάλαβα λίγο περισσότερο. Κι εμένα μαζί σου.
*τίτλος βιβλίου του Κωνσταντίνου Τζούμα, εκδόσεις Καστανιώτη, 2010
(photo credit: από την επίσημη αφίσα της ταινίας Bridget Jones: Mad about the boy)
Βασικά, όχι. Όλα ξεκινούν το 1996, όταν η Helen Fielding εκδίδει ένα μυθιστόρημα με ηρωίδα μια Αγγλίδα λίγο μετά τα τριάντα. Η Bridget Jones της δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Αντιθέτως. Είναι τόσο πολύ one of the girls, που έχει όλες τις προδιαγραφές να γίνει σύμβολο.
Η Bridget είναι μια νεαρή γυναίκα που προσπαθεί απεγνωσμένα να ισορροπήσει. Τα διακυβεύματα, γνωστά: απογοητευτικές σχέσεις, πιεστική καριέρα, παρεμβατική οικογένεια και οι προσδοκίες που όλοι έχουν από εκείνη. Αποτέλεσμα: στο τέλος της κάθε ημέρας είναι λίγο πιο εξουθενωμένη από την προηγούμενη.
Η Bridget Jones, όπως όλες, νιώθει πως «κάνει το καλύτερο που μπορεί». Μέχρι που δεν θέλει να το κάνει πια.
To story ακούγεται μια χαρά. Αλλά είναι άσχετο με εμένα -ή, τουλάχιστον, έτσι πίστευα. Στα 20, τότε, είχα κάθε λόγο (και θράσος) να πιστεύω πως σε δέκα χρόνια η δική μου ζωή θα είναι πολύ καλύτερη. Και κάπως έτσι δεν διάβασα ποτέ το βιβλίο Bridget Jones’ Diary. Ήταν κι αυτή η έμφυτη αποστροφή απέναντι στα best sellers, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Το βασικό μου πρόβλημα ήταν πως η ηρωίδα δεν μου έλεγε πολλά. Συμπαθής. Λίγο γλυκανάλατη. Αλλά ένα κλικ πιο συναισθηματικός τύπος (τότε, για μένα, περίπου συνώνυμο του loser) από όσο την ήθελα για να ταυτιστώ.
“I decided to cut men. And carbs.”
Τούτων δοθέντων, ήταν περίπου λογικό να μην πάω στο σινεμά να δω την ταινία όταν βγήκε, το 2001. Ωστόσο, η φιλολογία της Bridget μεγάλωνε χρόνο με τον χρόνο. Η Miss Jones είχε κατακτήσει θέση -για να μην πω θρόνο- στην pop κουλτούρα της γενιάς μου.
“I decided to cut men. And carbs”, έκαναν πλάκα οι κολλητές μου, κι εγώ έπιανα το reference δια της πλαγίας. Παρόλα αυτά, δεν ήθελα να υποκύψω.
Βλέπεις, το είχα ήδη αποφασίσει: η Bridget Jones κι εγώ δεν μιλούσαμε την ίδια γλώσσα. Και κάπως έτσι δεν πήγα στο σινεμά ούτε το 2004, όταν βγήκε το Edge of Reason. Ούτε, φυσικά, το 2016, που βγήκε το Bridget Jones’ Baby.
Η Bridget στην καραντίνα
Όλα καλά, μέχρι τη στιγμή που ήρθε η πρώτη καραντίνα. Μια μέρα από τις πολλές ίδιες και δύσκολες, και βλέποντας το τρέιλερ επί μέρες να «τρεντάρει» στην πρώτη σελίδα του Netflix, είπα πως πρέπει να κλείσω την εκκρεμότητα. Και ένα απόγευμα όπως όλα τα άλλα, άνοιξα τον υπολογιστή μου, βολεύτηκα στο κρεβάτι, έκανα την επιλογή στην πλατφόρμα, και πάτησα το play.
Την εποχή που βλέπω για πρώτη φορά το Ημερολόγιο της Bridget Jones έχω κλείσει τα 43. Έχω ήδη περάσει και προσπεράσει όλα αυτά για τα οποία αγχώνεται, πολεμάει και υποκύπτει η ηρωίδα. Έχω χάσει βάρος, έχω βάλει βάρος, έχω λιώσει στα γυμναστήρια, έχω φάει παγωτό με την κουτάλα της σούπας. Έχω καπνίσει σαν να μην υπάρχει αύριο, έχω κόψει το κάπνισμα, έχω ξεκινήσει καριέρα, έχω αλλάξει καριέρα, έχω αποτύχει, έχω επιτύχει.
Όσο για τα προσωπικά, πανωλεθρίαμβος*: έχω διεκδικηθεί από ακατάλληλους άντρες, έχω απορρίψει κατάλληλους, έχω απορριφθεί, αλλά κι έχω αγαπηθεί πολύ. Επιπλέον, έχω παντρευτεί και έχω κάνει παιδιά -αυτό η Bridget το κάνει 2 ταινίες μετά, αλλά I get the vibe. Κι εκείνη επίσης.
Μπορείς να είσαι Jessica. Ή και όχι.
Θυμάμαι να αναμασάω την ταινία μέρες αφού την είδα. Να φέρνω στο μυαλό μου σκηνές και αντιδράσεις, να τις αντιπαραβάλω με δικές μου, από παλιά. Είδα και τις άλλες δύο, αλλά το ζουμί ήταν στο Ημερολόγιο.
Αυτό που σκεφτόμουν ξανά και ξανά είναι πως θα έπρεπε να την έχω δει τότε. Θα είχα κερδίσει μια σύμμαχο στην πορεία. Ένα αόρατο πατ-πατ στην πλάτη για την κάθε φορά που ένιωθα πως την έχω πατήσει. Για κάθε φορά που τα είχα κάνει ένα κλικ πιο σκατά από όσο μου άφηνα περιθώριο.
Επειδή αυτό ακριβώς έκανε η Bridget Jones σε μια ολόκληρη γενιά γυναικών. Επέτρεψε το fuck up.
Ναι, είναι οκ να τα σκατώσεις, και να είσαι και λίγο goofy. Είναι απολύτως οκ να έχεις διαχρονικά πέντε κιλά παραπάνω. Κανείς που είναι για να μείνει δεν θα φύγει εξ αιτίας τους. Επ’ ευκαιρία, πάνω στη Bridget Jones πάτησε το εξαιρετικό Eat, Pray, Love, που, ευτυχώς, το είδα στην ώρα του. Η Julia κοπιάρει Bridget vibe απολαμβάνοντας ανενδοίαστα ένα κομμάτι πίτσα. Κι εμείς μαζί της.
Η Bridget Jones έδειξε σε όλες πως δεν υπάρχει ένας default τρόπος για να είσαι μοιραία. Μπορείς να είσαι Jessica Rabbit. Αλλά κι αν δεν είσαι με τον τρόπο της Jessica Rabbit, δεν υπάρχει πρόβλημα. Στο κάτω κάτω, αυτή είναι καρτούν. Εσύ έχεις επιλογή: μπορείς να είσαι καρτούν, ή να μην είσαι. Καλύτερα να έχεις την επιλογή, δεν νομίζεις;
Πως να πηγαίνεις παρακάτω, όταν δεν θέλεις να κάνεις ούτε βήμα
Στο Mad about the Boy δεν θα σου πω τί κάνει η Bridget. Το πιθανότερο είναι πως έχεις ήδη δει τα τρέιλερ, έχεις διαβάσει κριτικές, previews, κομμάτια ολόκληρα από τους διαλόγους. Θα σου πω μόνο πως ο τρόπος που βιώνει την απώλεια του άντρα της ζωής της είναι για σεμινάριο. Ξεδιπλώνει τη βαθιά, ουσιαστική αλήθεια του ανθρώπου που έχει ευλογηθεί να έχει ζήσει μια μεγάλη αγάπη. Χωρίς drama.
Γίνονται κι άλλα στην ταινία. Δεν θα επεκταθώ. Θα πω μόνο πως την χάρηκα την Bridget. Επειδή, αν αναλογιστώ πως αυτή η ηρωίδα είναι ένα κομμάτι της Gen X στην οποία ανήκω, μου κάνει πολύ.
Ξέρεις τί μου κάνει; Ο τρόπος που μεγαλώνει. Χωρίς απολογίες. Με βιωμένες εμπειρίες. Ανοιχτή στο συναίσθημα όπως το ξέραμε παλιά, προ digital. Με τις νευρωσούλες της. Αλλά και σταθερά απέναντι στην ηθικοπλαστική υποκρισία που η γενιά μας, περισσότερο από κάθε άλλη, προσπάθησε να σπάσει.
Καλό βράδυ, Bridget. Σήμερα σε κατάλαβα λίγο περισσότερο. Κι εμένα μαζί σου.
*τίτλος βιβλίου του Κωνσταντίνου Τζούμα, εκδόσεις Καστανιώτη, 2010
(photo credit: από την επίσημη αφίσα της ταινίας Bridget Jones: Mad about the boy)