Τζιν Χάκμαν: Πώς από πεζοναύτης κατάφερε να κερδίσει Όσκαρ - Η πορεία του "σκληρού" του Χόλιγουντ
Στο βιογραφικό του είχε σχεδόν 100 ταινίες
Ο Τζιν Χάκμαν, ένας από τους πλέον γνωστούς και εμβληματικούς ηθοποιούς, ανήκει στην κατηγορία των "σκληρών" του Χόλιγουντ, όχι λόγω της εικόνας του, αλλά λόγω της ακατέργαστης έντασης που έφερνε σε κάθε ρόλο
Θλίψη σκόρπισε η είδηση του θανάτου του Τζιν Χάκμαν, ενός από του πλέον γνωστούς και εμβληματικούς ηθοποιούςτου Χόλιγουντ.
Ο 95χρονος βρέθηκε νεκρός το απόγευμα της Τετάρτης (26/2) μαζί με τη 63χρονη σύζυγό του, την κλασική πιανίστρια Μπέτσι Αρακάουα,μέσα στο σπίτι τους στη Σάντα Φε, στην πολιτεία του Νέου Μεξικού. Μαζί τους νεκρό βρέθηκε και το κατοικίδιό τους.
Δεν έχει ανακοινωθεί η αιτία θανάτου τους μέχρι στιγμής, ωστόσο, οι τοπικές αστυνομικές Αρχές επιβεβαίωσαν την είδηση σήμερα Πέμπτη, επισημαίνοντας ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής ενέργειας.
Τζιν Χάκμαν: Η καριέρα του "σκληρού" του Χόλιγουντ - Πώς από πεζοναύτης κέρδισε Όσκαρ
Γεννήθηκε στην Καλιφόρνια στις 30 Ιανουαρίου 1930.
Οι γονείς του και ο αδερφός του μετακόμιζαν από πόλη σε πόλη και τελικά εγκαταστάθηκαν στο Ντάνβιλ του Ιλινόις. Ο πατέρας του εργαζόταν ως τυπογράφος στην εφημερίδα της περιοχής Commercial-News.
Οι γονείς του πήραν διαζύγιο το 1943 κι ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια του. Ο Χάκμαν θυμόταν τον πατέρα του να αποχαιρετά την οικογένεια με ένα νεύμα του χεριού όταν ήταν 13 ετών. Η μητέρα του, που πέθανε το 1962, ήταν θύμα πυρκαγιάς την οποία προκάλεσε η ίδια κατά λάθος από τσιγάρο.
Ο ηθοποιός είχε καταταγεί στον στρατό δηλώνοντας ψευδώς μεγαλύτερη ηλικία στα 16 του χρόνια, υπηρετώντας για 4,5 χρόνια. Με την απόλυσή του, πήγε στη Νέα Υόρκη, όπου κάνει δουλειές του ποδαριού για να μπορεί να ζήσει.
Το 1956 θα μετακομίσει στην Καλιφόρνια για να γίνει ηθοποιός. Στο βιογραφικό του σπουδαίου ηθοποιού περιλαμβάνονται σχεδόν 100 ταινίες. Ανήκει στη σπάνια εκείνη κατηγορία των «σκληρών» του Χόλιγουντ – όχι λόγω της εικόνας του, αλλά λόγω της ακατέργαστης έντασης που έφερνε σε κάθε ρόλο.
Σπούδασε στη σχολή θεάτρου της Πασαντίνα. Εκεί γνωρίστηκε κι έγινε φίλος των Ντάστιν Χόφμαν και Ρόμπερτ Ντιβάλ. Με τον Χόφμαν αντιμετωπίζονταν ως αουτσάιντερ από τους συμφοιτητές τους.
Ο Χάκμαν δούλευε ως θυρωρός σε ξενοδοχείο στη Νέα Υόρκη όταν συνάντησε ξανά έναν από τους καθηγητές του στο θέατρο της Πασαντίνα. Ο καθηγητής θέλοντας να υπενθυμίσει στον ηθοποιό ότι δεν ήταν πλασμένος για ηθοποιός του είπε: «Βλέπεις, Χάκμαν, σου το είπα ότι δεν επρόκειτο να καταφέρεις τίποτα».
Κατάφερε να μπει σε κάποιους θιάσους εκτός του Μπρόντγουεϊ, ενώ τον πρώτο του σημαντικό ρόλο τον πήρε στο κλασικό «Μπόνι και Κλάιντ», για να κερδίσει την πρώτη του υποψηφιότητα για το Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου.
Δύο Όσκαρ και τρεις Χρυσές Σφαίρες
Ο Χάκμαν ήταν από τους πιο καταξιωμένους ηθοποιούς όλων των εποχών, χάρη στις πρωταγωνιστικές του εμφανίσεις στις ταινίες «Ο άνθρωπος από τη Γαλλία», «Μπόνι και Κλάιντ» και «Οικογένεια Τενενμπάουμ».
«Εκπαιδεύτηκα για να γίνω ηθοποιός, όχι σταρ. Εκπαιδεύτηκα για να παίζω ρόλους, όχι για να ασχολούμαι με τη φήμη, τους ατζέντηδες, τους δικηγόρους και τον Τύπο», είχε πει κάποτε σε συνέντευξή του.
«Μου κοστίζει πραγματικά πολύ συναισθηματικά να βλέπω τον εαυτό μου στην οθόνη. Σκέφτομαι τον εαυτό μου και αισθάνομαι ότι είμαι αρκετά νέος, και μετά βλέπω αυτόν τον ηλικιωμένο άντρα με τα σακουλιασμένα πηγούνια και τα κουρασμένα μάτια και τα λίγα μαλλιά».
Το 1964, στα 34 χρόνια του, είχε τη μεγάλη του επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ στο «Any Wednesday». Η συμμετοχή του σε αυτή την παράσταση του άνοιξε τις πόρτες για κινηματογραφική καριέρα. Έκανε το ντεμπούτο του στην ταινία Λίλιθ (Lilith, 1964) πλάι στον Γουόρεν Μπίτι. Εμφανίστηκε επίσης στην τηλεοπτική σειρά The Invaders.
Η αρχή της δεκαετίας του χάρισε ακόμη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου για την ταινία «Ποτέ δεν τραγούδησα για τον πατέρα μου» (I Never Sang for My Father, 1970) και η τελική καταξίωση ήρθε το 1971 όταν βραβεύτηκε με Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του ως αστυνομικός Τζίμι Ποπάι Ντόιλ στην ταινία του Γουίλιαμ Φρίντκιν «Ο άνθρωπος από τη Γαλλία» (The French Connection) - που βραβεύτηκε επίσης με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.
«Η δημιουργία ταινιών ήταν πάντα επικίνδυνη – τόσο σωματικά όσο και συναισθηματικά – αλλά επιλέγω να θεωρώ αυτή την ταινία ως μια στιγμή σε μια καριέρα γεμάτη επιτυχίες και αποτυχίες», δήλωσε ο Χάκμαν στην εφημερίδα The Post το 2021 σε σπάνια συνέντευξη, για να γιορτάσει την 50ή επέτειο της ταινίας. «Σίγουρα με βοήθησε στην καριέρα μου και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό», είχε αναφέρει.
Το 1972 πρωταγωνίστησε στην ταινία «Η περιπέτεια του Ποσειδώνα» (The Poseidon Adventure, 1972) και το 1974 ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Η συνομιλία» (The Conversation). Την ίδια χρονιά εμφανίστηκε σε έναν από τους διασημότερους κωμικούς του ρόλους, ως τυφλός ερημίτης, στην ταινία του Μελ Μπρουκς «Φρανκενστάιν Τζούνιορ» (Young Frankenstein, 1974).
Ο Χάκμαν συνέχισε να πρωταγωνιστεί στο «Night Moves» (1975), στο «Bite the Bullet» (1975), στο «Superman» (1978). Υποδύθηκε έναν ύπουλο δικηγόρο φοροτεχνικών στην ταινία «The Firm» (1993) και έναν εκκεντρικό πατέρα στην ταινία «The Royal Tenenbaums» (2001). Ανέλαβε τον ρόλο του Λεξ Λούθορ στην κινηματογραφική εκδοχή του «Σούπερμαν» (Superman: The Movie) και επανέλαβε τον ρόλο στις συνέχειες του 1980 και 1987.
Το 1988 έλαβε τη δεύτερή του υποψηφιότητα για Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου (η τέταρτη συνολικά) για την ταινία του Άλαν Πάρκερ «Ο Μισσισσιπής καίγεται» (Mississipi Burning) κι είχε επίσης έναν αξιομνημόνευτο ρόλο στην ταινία «Αδιέξοδο» (No Way Out) όπου εμφανίστηκε στο πλευρό του Κέβιν Κόστνερ και της Σον Γιανγκ.
Το 1995 υποδύθηκε έναν παραγωγό του Χόλιγουντ στην ταινία «Πιάστε τον κοντό» (Get Shorty) πλάι στους Τζον Τραβόλτα και Ντάνι Ντε Βίτο, έναν μοχθηρό πιστολά στην ταινία του Τζον Χέρον «Γρήγορη και θανάσιμη» (The Quick and the Dead) πλάι στους Σάρον Στόουν, Λεονάρντο Ντι Κάπριο και Ράσελ Κρόου, καθώς κι έναν καπετάνιο υποβρυχίου στην ταινία «Κράιμσον Τάιντ» (Crimson Tide) πλάι στον Ντένζελ Ουάσινγκτον.
Το 1996 εμφανίστηκε στον ρόλο ενός συντηρητικού γερουσιαστή στην επανεκτέλεση της ταινίας του 1978 «Το κλουβί με τις τρελές» (La Cage aux Folles), που προβλήθηκε με τίτλο «Φτερά και Πούπουλα» (The Birdcage). Συμπρωταγωνιστής του στην ταινία ήταν ο Ρόμπιν Γουίλιαμς.
Το 1997 ανέλαβε τον ρόλο ενός προέδρου των ΗΠΑ που διαπράττει έγκλημα στην ταινία του Κλιντ Ίστγουντ «Απόλυτη δύναμη» (Absolute Power, 1997).
Το 2001 εμφανίστηκε στην ταινία μυστηρίου του Ντέιβιντ Μάμετ «Το κόλπο» (The Heist), καθώς επίσης και στην κωμωδία «Καρδιοκατακτητές» (Heartbreakers) πλάι στις Σιγκούρνι Γουίβερ και Τζένιφερ Λαβ Χιούιτ και στην ταινία «Οικογένεια Τενενμπάουμ» (The Royal Tenenbaums, 2001). Ο ρόλος του στην ταινία του χάρισε Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας σε Δράμα ή Μιούζικαλ.
Το 2003 συμπρωταγωνίστησε μετά από πολλά χρόνια με τον φίλο του από τα παλιά, Ντάστιν Χόφμαν, στην ταινία «Οι ένορκοι» (Runaway Jury, 2003) και το 2004 έκανε την τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση στην ταινία «Όλοι οι άνθρωποι του δημάρχου» (Welcome to Mooseport, 2004).
Το 2003 βραβεύτηκε με βραβείο Σέσιλ Μπι ΝτεΜιλ για την προσφορά του στον χώρο της εβδομης τέχνης. Απονέμοντάς του το βραβείο, ο Μάικλ Κέιν χαρακτήρισε τον Χάκμαν ως «κορυφαίο ηθοποιό».
«Είτε πρόκειται για κωμωδία είτε για δράμα, είσαι ο πιο ταλαντούχος ηθοποιός στην Αμερική. Είσαι επίσης ένα πραγματικά υπεράνθρωπο ον», πρόσθεσε ο Ρόμπιν Γουίλιαμς, ο οποίος συν-παρουσίασε το βραβείο.
Η τελευταία ταινία
Ο Χάκμαν συμμετείχε για τελευταία φορά σε ταινία το 2004 και πιο συγκεκριμένα, στην ταινία "Όλοι οι άνθρωποι του δημάρχου" (Welcome to Mooseport, 2004). Στη συνέχεια αποσύρθηκε στο Νέο Μεξικό.
Το 2008, είχε δηλώσει μιλώντας στο Reuters: «Δεν έχω κάνει συνέντευξη Τύπου για να ανακοινώσω τη συνταξιοδότηση, αλλά ναι, δεν πρόκειται να ξαναπαίξω σε ταινία» συμπληρώνοντας ότι: «μου έχουν πει να μην το λέω τα τελευταία χρόνια, σε περίπτωση που προκύψει κάποιος εξαιρετικός ρόλος, αλλά πραγματικά δεν θέλω να το κάνω πια».
«Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι αποτέλεσε στην πραγματικότητα τεστ κοπώσεως στη Νέα Υόρκη», δήλωσε στο Empire το 2009. «Ο γιατρός με διαβεβαίωσε ότι δεν θα έπρεπε να υποβάλλω την καρδιά μου θα έπρεπε να την υποβάλλω σε οποιαδήποτε πίεση», είχε αναφέρει.
Αφοσιώθηκε στη συγγραφή μυθιστορημάτων.«Είναι πολύ χαλαρωτικό για μένα», είχε πει για το γράψιμο ο Χάκμαν. «Δεν φαντάζομαι τον εαυτό μου ως σπουδαίο συγγραφέα, αλλά μου αρέσει πολύ η διαδικασία» είχε αναφέρει. Είναι «διαφορετικό είδος άγχους», είχε παραδεχθεί.
«Στην πραγματικότητα, μου αρέσει η μοναξιά της συγγραφής. Μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με την υποκριτική, αλλά είναι πιο ιδιωτικό και νιώθω ότι έχω περισσότερο έλεγχο σε αυτό που προσπαθώ να πω και να κάνω», δήλωσε στο Reuters.
«Υπάρχει πάντα ένας συμβιβασμός στην υποκριτική και στον κινηματογράφο, δουλεύεις με τόσους πολλούς ανθρώπους και όλοι έχουν μια γνώμη. Αλλά με τα βιβλία είναι αλλιώς. Δεν ξέρω αν μου αρέσει περισσότερο από την υποκριτική, απλά είναι διαφορετικό. Το βρίσκω χαλαρωτικό και ανακουφιστικό».
Προσωπική ζωή
Ο Χάκμαν έμενε με τη σύζυγό του, τη συνταξιούχο πιανίστρια Μπέτσι Αρακάουα με την οποία παντρεύτηκαν το 1991 και ζούσαν στο Σάντε Φε στο Νέο Μεξικό.
Είχε τρία παιδιά, τον Κρίστοφερ, την Ελίζαμπεθ Τζιν και τη Λέσλι Αν, την οποία είχε αποκτήσει με την αείμνηστη πρώην σύζυγό του, Φέι Μαλτέζε με την οποία είχε χωρίσει το 1986.
Ο διάσημος ηθοποιός έπαιζε γκλοφ και ζωγράφιζε. Οδηγούσε αυτοκίνητα Formula Ford και συμμετείχε στον αγώνα αντοχής Daytona το 1983.
Καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του, απέφευγε τον τρόπο ζωής των διασημοτήτων.