Για τη «φουκαριάρα» τη μάνα του -για να χρησιμοποιήσουμε την ατάκα που έχει γίνει viral από την πετυχημένη διαφήμιση που έκανε ο Γιάννης Παπαθανάσης-, την οποία λατρεύει και της το δείχνει, επέστρεψε στη γενέτειρά του, το Αγρίνιο.

*Διαβάστε ακόμα: Σπύρος Παπαδόπουλος: "Δεν μου λείπει το 'Στην υγειά μας', ολοκληρώθηκε μέσα μου"

Ο αγαπημένος Σταύρακας από το «Καφέ της Χαράς», το «σύγχρονο γελαστό παιδί του λαού», όχι μόνο γιατί υποδύθηκε ρόλο που παρέπεμπε στον Νίκο Ξανθόπουλο, αλλά και γιατί αυτόν το χαρακτηρισμό «επιτρέπουν» και τα προσωπικά του βιώματα, καθώς είναι ένα φτωχόπαιδο με καλή καρδιά και πολύ χιούμορ, μίλησε στην «ΟΝ time» για όλα: Για τον κύκλο που έκανε στη ζωή του, την πρόσφατη ξαφνική απώλεια του αδελφού του, την αγαπημένη του μητέρα, τον έρωτα που τον κάνει ευτυχισμένο, το γάμο και τη νέα του ζωή, ενώ μας αποκάλυψε και την «παρανομία» που έχει κάνει για χάρη της πίστης του.

Μίλησέ μας για την πόλη σου, το Αγρίνιο, όπου ξαναγύρισες μόνιμα. Πώς ήσουν ως παιδί; Όπως σε ξέρουμε; Με το χιούμορ και την εξωστρέφεια που σε διακρίνουν;

Όχι. Ήμουν πολύ εσωστρεφής, κλεινόμουν στον εαυτό μου, ντροπαλός, περισσότερο κοίταζα παρά μιλούσα, λίγο απόμακρος. Δεν μου άρεσε που ήμουν έτσι, αλλά δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με τους άλλους, γιατί, φαίνεται, ήμουν στον κόσμο μου. Γι’ αυτό ήθελα μέσω της τέχνης να προσπαθήσω να τους δείξω κι ένα άλλο κομμάτι του χαρακτήρα μου, που το είχα μέσα μου. Δηλαδή, θα έλεγα ότι εγώ έγινα ηθοποιός για να λυτρωθώ, να γίνω καλύτερος άνθρωπος, να σωθώ… Και το ήθελα αυτό ως ουσία και ορισμό της ζωής. Ήθελα να ακολουθήσω την υποκριτική γιατί μόνο αυτή θα μπορούσε -κι αυτό έγινε- να με… ξεκλειδώσει ως άνθρωπο και να ξεφύγω από την εσωστρέφεια που είχα στα παιδικά μου χρόνια.

Από ποια ηλικία σού μπήκε στο μυαλό να γίνεις ηθοποιός;

Θυμάμαι ότι ήμουν έξι-επτά χρονών και κανόνιζα παραστασούλες με εισιτήριο στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, έπαιζα Καραγκιόζη. Είχα πάντα την τρέλα να… ξεκλειδώνω τον εαυτό μου και να τον αφήνω ελεύθερο να εκφράζει συναισθήματα, τα πρώτα θεατρικά σκιρτήματα, ας το πούμε κι έτσι. Τότε, πραγματικά, είχα ζήτηση στις παρέες, γιατί έλεγαν: «Πάμε να δούμε τον Γιάννη για να μας κάνει πλάκα, να γελάσουμε, γιατί είναι ηθοποιός». Γελούσαν πολύ και με βοήθησαν οι δικοί μου άνθρωποι να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα.

Στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου πήγες στα Γιάννενα και έμεινες με τον παππού και τη γιαγιά σου;

Ναι. Οι γονείς μου τα έφερναν δύσκολα οικονομικά ως πολύτεκνη οικογένεια -τέσσερα παιδιά-, οπότε εγώ πήγα στα Γιάννενα και ο άλλος μου αδελφός στη Φιλιππιάδα, στους θείους μας.

Οι γονείς σου ήταν αγρότες;

Ο πατέρας μου ήταν επαγγελματίας οδηγός, που μετά πήρε άδεια ταξί, και η μητέρα μου δούλευε στο εργοστάσιο τσιγάρων του Παπαστράτου στο Αγρίνιο. Εκείνα τα χρόνια, τη δεκαετία του 1970-80, τα καπνά ήταν πρώτη ασχολία στο Αγρίνιο. Τότε, όλοι δούλευαν και στην παραγωγή καπνού, ήταν μεν μέσα στις λάσπες, αλλά όλοι χαρούμενοι. Αυτό το να έχουμε ψωμί, τυρί και λίγο κρασί και να πηγαίνουμε στη δουλειά με όρεξη, μόνο στο Αγρίνιο το είχα ζήσει. Τώρα, πλέον, έχει αλλάξει τελείως το τοπίο, υπάρχει αποξένωση.

Δούλεψες και στα καπνά;

Εννοείται. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρώτο μου μεροκάματο. Όσοι είναι από επαρχία και ειδικά από καπνοχώρια ξέρουν τι σημαίνει αρμάθα∙ για να γίνει μια αρμάθα ήταν τέσσερις βελόνες περίπου 60 εκατοστά. Μια βελόνα 60 εκατοστά και δύο δακτυλάκια να τρυπάνε τον καπνό για να περάσει το κοτσάνι, να γίνουν τέσσερις, να γίνει μια αρμάθα για να πάρεις 6 δραχμές. Αυτό το θυμάμαι όταν ο πατέρας μου μου έδινε συγχαρητήρια που δούλευα.

Σε ποια ηλικία έβγαλες το πρώτο σου μεροκάματο στα καπνά;

Εννιά με δέκα χρονών. Στην πέμπτη δημοτικού, που επέστρεψα από τα Γιάννενα στο Αγρίνιο, πρωτοδούλεψα στα καπνά μεροκάματο και αργότερα στο γυμνάσιο και στο λύκειο, όταν είχα ανάγκη για λεφτά.

Στα δεκαοκτώ σου χρόνια κατέβηκες στην Αθήνα και σπούδασες στη δραματική σχολή.

Ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή, ήμουν ένα «βλαχάκι» που ήρθα στην Αθήνα και χτύπαγα πόρτες και έλεγα «θέλω να γίνω ηθοποιός», μέχρι να μάθω, μέχρι να βρω φίλους να με κατατοπίσουν. Έδωσα στο Εθνικό Θέατρο, με έκοψαν και μετά πήγα στο Εργαστήρι του Βασίλη Διαμαντόπουλου. Σπούδασα εκεί δύο χρόνια και το τρίτο στη Δραματική Σχολή Μαίρης Βογιατζή-Τράγκα. Και από τότε δούλεψα πολύ, αρχικά με το σπουδαίο δάσκαλό μου, τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Ήμουν από τους αγαπημένους του μαθητές, έζησα φοβερές στιγμές – άλλοι σπουδαίοι δάσκαλοί μου ήταν ο Γιάννης Μόρτζος και ο Πέτρος Φυσσούν. Είχα τέτοια τρέλα με το θέατρο, που, όταν πήγα στην Αθήνα για να γίνω ηθοποιός, πρώτα δούλεψα στα σκηνικά για να βγάλω το μεροκάματο να πληρώσω τη δραματική σχολή και, ξεκινώντας από τα σκηνικά, εργάστηκα σε όλα τα θέατρα της Αθήνας. Παράλληλα, σπούδαζα, εκεί όμως γνώριζα ηθοποιούς στα παρασκήνια, οπότε, όταν τελείωσα τη δραματική σχολή, με ήξεραν σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί. Με το που τελείωσα τη σχολή, αμέσως έπαιξα στο θέατρο, μετά σε σίριαλ, στη συνέχεια έκανα διαφημίσεις και έγινε χαμός.

Όμως, δούλεψες πολύ και σε άλλες δουλειές.

Ναι, έχω δουλέψει πάρα πολύ. Αυτό είναι και μια «τρέλα» δική μου. Ακόμα κι όταν δούλευα στο θέατρο, έκανα και κάτι παράλληλα, όχι μόνο για το μεροκάματο αλλά για να μην αποκοπώ από την κοινωνία. Δούλεψα οικοδόμος, μεταφορέας σε μετακομίσεις, ανακαινίσεις, αλουμινάς κ.ά. Δηλαδή, το «κυνηγούσα» και, παρόλο που μετά το γύρισμα θα μπορούσα να ξεκουραστώ, έλεγα: «Όχι, εγώ θα πάω στη βάση μου και η βάση μου είναι η κοινωνία». Δηλαδή, σε αυτές τις δουλειές, μπορεί να μου τύχει κάτι αντίστοιχο σε ένα ρόλο ή σε μια ταινία κι εγώ θα είμαι εξοικειωμένος με αυτό. Αν είμαι ηθοποιός του σαλονιού και κάθομαι και διαβάζω Σαίξπηρ όλη μέρα, μπορεί θεωρητικά να είμαι καλύτερος, αλλά πρακτικά θα είναι καλύτερος αυτός που βρίσκεται κοντά στην κοινωνία. Ίσως ακούγεται περίεργο όλο αυτό, αλλά πραγματικά το ήθελα.

Ήθελες να έχεις την ψυχή σου γεμάτη και όχι την τσέπη σου. Πολύ δύσκολα το λέει αυτό κάποιος.

Εγώ αυτό πιστεύω κι αυτό κάνω. Ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Εγώ δεν πιστεύω στη μοίρα. Ο άνθρωπος ορίζει τη μοίρα, γιατί η ζωή είναι αυτή που ζεις, το παρόν. Φυσικά, σεβόμαστε και την άλλη άποψη. Ποια είναι; Ο λαός λέει ότι η μοίρα ορίζει τον άνθρωπο. Ωραία. Τότε κι εμείς θα το σεβαστούμε.

Πιστεύεις όμως πολύ στον Θεό και το έχεις δηλώσει. Ο Θεός δεν ορίζει τη μοίρα του ανθρώπου;

Όχι. Ο Θεός δεν έχει βάλει πουθενά τη λέξη «μοίρα», ο Θεός δεν έχει αναλύσει κάτι τέτοιο, δεν το έχει εξηγήσει, δεν έχει παραγράφους, είναι ένας και δεν μπορεί να τον φτάσει κανένας. Δηλαδή, ο άνθρωπος βάζει τις λέξεις «μοίρα», «τύχη». Ο άνθρωπος, στην απόγνωσή του να φτάσει στον Θεό, έβγαλε αυτές τις λέξεις. Ο Θεός είναι ένας, είναι πνευματική «τροφή», κάτι ανώτερο. Το ότι ο Θεός ορίζει τη μοίρα είναι δημιούργημα των ανθρώπων.

Εσύ, ένα φτωχόπαιδο που ξεκίνησες από το Αγρίνιο δουλεύοντας σκληρά και πετυχαίνοντας αυτά που έκανες, πιστεύεις ότι κάπου έβαλε και το «χέρι» του ο Θεός;

Πολύ ωραία το διατύπωσες. Εγώ πιστεύω ένα πράγμα: Όταν πάω σε ένα μοναστήρι ή σε μια εκκλησία και ανάβω ένα κερί και προσεύχομαι μπροστά σε μια εικόνα, είναι κάτι δικό μου, πολύ εσωτερικό και δεν το συζητάω. Ξέρω όμως ότι εμένα με κάνει καλύτερο άνθρωπο. Εκεί νιώθω ότι έχω δίπλα μου και ακουμπάω σε αυτούς τους ανθρώπους που θυσιάστηκαν για το καλό και την αγάπη -χωρίς πάλι παραγράφους και αναλύσεις-, έτσι ώστε μέσα από ένα δίαυλο επικοινωνίας μαζί τους να φτάσω να υπηρετώ το καλό. Ποιο είναι το καλό; Αυτό που λέει η λογική: Η αγάπη και το καλό χωρίς φανατισμούς, χωρίς φανφάρες. Όπου πάω, το πρώτο που ψάχνω είναι μια εκκλησία να ανάψω ένα κερί, να προσευχηθώ, γιατί έτσι πιστεύω ότι δεν είμαι μόνος. Παρακαλώ τον Θεό να μου δώσει ως βοήθεια πνευματική «τροφή». Πιστεύω ότι πνευματικά είμαι σε αυτό, στο να αγαπάω τον άνθρωπο που μίλησε πρώτος για αγάπη, τον Χριστό. Δηλαδή, δεν υπάρχει κάτι άλλο. Βεβαίως, σέβομαι και αυτούς που δεν πιστεύουν στον Θεό. Εγώ όμως πιστεύω βαθιά.

Όλα αυτά τα χρόνια που είσαι στο θέατρο έχεις κάνει συμβιβασμούς;

Όχι. Και είδα και πόρτες να κλείνουν από αυτή τη στάση μου. Γιατί είχα τα δικά μου «θέλω». Την ποιότητα της δουλειάς και τα οικονομικά. Τα τελευταία χρόνια έκλεισα κι εγώ πόρτες, γιατί τα λεφτά πλέον στην τηλεόραση είναι πολύ λίγα. Δεν κατηγορώ, ούτε κατακρίνω κάποιον. Αυτοί που εργάζονται κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους, κι εγώ που δεν δουλεύω επίσης πράττω σωστά. Δηλαδή, για να κάνεις κάτι πρέπει να «ζευγαρώσει». Οπότε όλα καλά… Με λίγα λόγια, εγώ φταίω που δεν παίζω στην τηλεόραση. Αν ήθελα να παίξω με τους όρους της σημερινής τηλεόρασης, θα έπαιζα. Εγώ θυσιάζομαι για την τέχνη μου και όχι για τα χρήματα. Εμείς, όταν ξεκινήσαμε εργασιακά, τον σέβονταν τον ηθοποιό. Τώρα, καταλήξαμε οι ηθοποιοί να είναι με το μήνα, να μην πληρώνονται στις πρόβες, να παίρνουν κάτι λεφτά για κλάματα. Επιπλέον, πιστεύω ότι η τηλεόραση κάποια στιγμή πρέπει να γίνει επιμορφωτική. Να επιμορφώνει τον άνθρωπο, όχι να τον αποβλακώνει. Εγώ συνένοχος δεν γίνομαι. Και θα μου πεις: «Τι λες, ρε φίλε; Και τα λεφτά;». Όχι. Καλύτερα στην οικοδομή ή να κάνω μεταφορές, παρά να πάρω μέρος σε σίριαλ, επειδή επιδοτείται από το κράτος. Δεν μπορώ να κατηγορήσω και τους συναδέλφους που παίζουν σε τέτοια σίριαλ γιατί έχουν οικογένειες. Σεβόμαστε την πλειοψηφία. Οπότε τους σεβόμαστε αυτούς, κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους, τους αγαπάμε, είναι ηθοποιάρες, ταλεντάρες, φοβερά σίριαλ, αλλά εμείς είμαστε στην αντίπερα πλευρά και πρέπει να τη σεβαστούν κι αυτοί.

Σε φωνάζει ακόμα ο κόσμος «Σταύρακα» από τη μεγάλη επιτυχία που έκανες με το ρόλο σου στο «Καφέ της Χαράς»;

Γυρίζω και στα δύο ονόματα. Και γυρίζω, και φωτογραφίες βγάζουμε, και γελάμε, ειδικά όταν με φωνάζουν και «φουκαριάρη» (γέλια). Αλλά και ο Σταύρακας έχει μείνει αξέχαστος, γιατί γίνονται και οι επαναλήψεις. Ακόμα και τα νέα παιδιά ήθελαν να δουν πώς ήταν το χωριό τα παλαιότερα χρόνια, κι αυτό το σίριαλ κράτησε και αγαπήθηκε πολύ γιατί είχε ενδιαφέροντα πράγματα. Βεβαίως, μιλάμε και για φοβερή κωμωδία από δύο σπουδαίους σεναριογράφους, τον Χάρη Ρώμα και την Άννα Χατζησοφιά.

Τη φοβερή σου ατάκα «για τη φουκαριάρα τη μάνα μου», που είχες πει στη γνωστή διαφήμιση, σου τη λένε ακόμα;

Αυτό είναι «must». Συνεχώς μού το λένε. Πέρασε πολύ στον κόσμο. Κι απορώ πώς δεν το έχουν ξεχάσει, γιατί αυτή η διαφήμιση σταμάτησε το 2012. Βοηθάει πάρα πολύ και το ίντερνετ, όπου μπορεί ο καθένας να δει ό,τι θέλει. Αυτό πια μου έχει γίνει συνήθεια. Να πηγαίνω για φαγητό ή για καφέ και να βλέπω αριστερά- δεξιά τον κόσμο με τα κινητά στα χέρια να με φωτογραφίζει και να λένε: «Αυτός είναι; Ο Σταύρακας; Όχι, δεν είναι. Καλέ, είναι!». Μου έχει τύχει άπειρες φορές αυτό και το διασκεδάζω. Γιατί κάνεις παντού φίλους. Είσαι ο φίλος τους. Σε αγκαλιάζουν, σε φιλάνε, αυτό όλο εμένα με τρελαίνει, μου αρέσει πάρα πολύ. Έχω πάρει πολλή αγάπη από τον κόσμο και τον ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου.

Όταν έκανες τη διαφήμιση όπου η ατάκα «όχι για μένα αλλά για τη φουκαριάρα τη μάνα μου» είχε γίνει σλόγκαν, πώς ένιωθες που με αυτή σου τη μίμηση σε σύγκριναν με τον Νίκο Ξανθόπουλο και έλεγαν ότι μοιάζεις σε αυτόν;

Εγώ δεν το είχα πάρει και πολύ στα σοβαρά. Απλά μετά σοβάρεψε το θέμα, όταν έμαθα ότι ο Ξανθόπουλος την είδε τη διαφήμιση και τον ενόχλησε, γιατί, όπως είχε πει τότε, αυτά που έπαιζε στις ταινίες είχαν πάθος, ήταν λόγια ψυχής και δεν υπήρχε κάτι κωμικό. Είχε δίκιο, γιατί πραγματικά εκείνα τα χρόνια οι ταινίες που έκανε ο Νίκος Ξανθόπουλος άγγιζαν όλους τους ανθρώπους. Γιατί όλοι προέρχονταν από τα ερείπια, από τους πολέμους, από έναν εμφύλιο, δηλαδή εκείνη την εποχή οι άνθρωποι οι πονεμένοι έβλεπαν στον Ξανθόπουλο τη ζωή τους. Τώρα που τα έχουμε όλα, τα κινητά, τη χλιδή, επειδή δεν κολλούσε όλο αυτό, σκέφτηκε ο σεναριογράφος να το κάνει λίγο πιο κωμικό. Εμείς κάναμε τη δουλειά μας σε άλλο ύφος, πιο κωμικό, δεν θίξαμε, δεν προσβάλαμε. Απλά το κάναμε έτσι για να το καταλάβουν οι νέοι. Και μάλιστα εκείνη την εποχή μπήκε στο λεξιλόγιό τους η «φουκαριάρα μάνα».

Η μητέρα σου τι σου είπε;

Η μάνα μου ως «κωμίκα», γιατί από αυτήν πήρα, όταν είχα έρθει στο Αγρίνιο, παρόλο που φαινόταν σοβαρή -και σκέφτηκα «οχ, δεν της άρεσε»- με αποστόμωσε λέγοντάς μου: «Παιδάκι μου, εντάξει, είμαι φουκαριάρα, έχω περάσει βάσανα, αλλά αυτό το ζάχαρο γιατί το είπες; Αφού δεν έχω ζάχαρο» (γέλια). Δηλαδή, τόσο μέσα από την ψυχή μου είπα τα λόγια σε αυτή τη διαφήμιση, «να φάω έναν κουραμπιέ όχι για μένα αλλά για τη φουκαριάρα τη μάνα μου, γιατί έχει ζάχαρο και δεν μπορεί να το απολαύσει», που πίστεψε ότι τα έλεγα στα αλήθεια. Και μέσα στο σπίτι με τη μάνα μου κάναμε πλάκα όταν βλέπαμε τη διαφήμιση. Η μάνα μου με βοήθησε να φτιάξω έναν κόσμο φανταστικό.

Ήσουν ένα παιδί από πολύτεκνη οικογένεια, από γονείς απλούς που πάλευαν για το μεροκάματο. Πώς δέχτηκαν να γίνεις ηθοποιός;

Η μάνα μου τρελάθηκε, ο πατέρας μου δεν ήθελε. Δεν με βοήθησε ο πατέρας μου, γιατί δεν ήθελα εγώ να με βοηθήσουν οι γονείς μου. Δούλευα από μικρός, οπότε, όταν ήρθα στην Αθήνα, βρήκα δουλειά, είχα χρήματα και μετά τους το ανακοίνωσα. Στην Αθήνα ήρθα το 1992, αργότερα δούλεψα στα σκηνικά και πήγα στη δραματική σχολή το 1995. Δηλαδή, μέσα σε αυτά τα χρόνια μάζευα χρήματα και τους είχα πει ότι εγώ ήθελα να κάνω αυτό. Τη μάνα μου την κέρδισα και κάποια στιγμή μού είπε: «Καλά έκανες, γιατί αυτό ήθελες από μικρός. Πάντα το ’χες μέσα σου». Ο πατέρας μου δύσκολα το δέχτηκε, γιατί μου έλεγε: «Δεν έχει καθημερινό μεροκάματο, θα πεινάσεις». Όταν όμως ήρθαν τα σίριαλ και οι διαφημίσεις, ο πατέρας μου χάρηκε τόσο πολύ, που με έπαιρνε στα χωριά στην Ευρυτανία, από εκεί ήταν -από τη Σιβίστα-, κι έλεγε με καμάρι: «Ο γιος μου». Ένας πατέρας που πριν δεν ήθελε καθόλου να ακούει ότι θα γίνω ηθοποιός. Ήταν πολύ υπερήφανος για μένα. Με είχε δει και στο θέατρο. Τον έχασα το 2015. Πριν από ενάμιση χρόνο έχασα και τον αδελφό μου, τον Δημήτρη, που ήταν 55 χρονών. Έφυγε από ανακοπή. Ήταν σοκ για όλους μας. Έχω άλλα δύο αδέλφια, τον Νίκο και την Ευδοξία. Άνοιξα την πόρτα για να τον φωνάξω να πιούμε καφέ και τον βρήκα νεκρό! Ήταν αθλητής, έτρεχε 10 χιλιόμετρα κάθε μέρα, δεν κάπνιζε -μόνο καμιά φορά έκανε «τράκα»-, πρόσεχε τη διατροφή του. Όμως, αυτά είναι μέσα στη ζωή. Μια θλίψη, μια χαρά. Όταν χάθηκε ο αδελφός μου, ο οποίος ζούσε με τη μάνα, εγώ έπρεπε να κάνω κάτι. Έτσι, με το που έφυγε ο αδελφός μου, γύρισα στο Αγρίνιο για να είμαι κοντά στη μάνα μου γιατί της το οφείλω. Πρέπει να σεβόμαστε τους γονείς μας και να είμαστε κοντά τους.

Δεν ήταν όμως μεγάλη θυσία να αφήσεις την Αθήνα και να γυρίσεις στο χωριό σου για χάρη της μητέρας σου, ενώ είχες την καριέρα σου, έπαιρνες καλά λεφτά, ήσουν στο θέατρο και έκανες και τις διαφημίσεις σου;

Να, πάλι, όπως σου έλεγα, μια λέξη χρησιμοποίησες που δεν την ξέρει ο Θεός. Τι είναι αυτή η «θυσία»; Ποια θυσία; Δεν την πιστεύω τη λέξη, οπότε, όταν με καλεί το καθήκον, γιατί μένει η μάνα μου μόνη της, πάω να της δείξω την αγάπη μου. Δεν θα την αφήσω. Τώρα, θυσίασα την τέχνη; Γιατί; Πάνω απ’ όλα είναι η μάνα. Ναι, τα παράτησα -με την έννοια ότι έφυγα από την Αθήνα-, ήρθα εδώ στο Αγρίνιο, μια χαρά, ευτυχισμένος είμαι και χαρούμενος, δεν έκανα καμιά θυσία. Ήδη, εδώ κάνω κάποια θεατρικά έργα στο ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου -τέσσερις παραγωγές-, με πήραν, με τιμήσανε και τώρα ετοιμάζω άλλο ένα έργο στην Αμφιλοχία, που θα παιχτεί σε όλη την περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας. Θα παρουσιάσουμε από τον Απρίλιο, μαζί με τον καλό μου φίλο Κώστα Γεννάτο, ο οποίος κάνει και τη διασκευή και τη σκηνοθεσία κι έχει δημιουργήσει και ένα υπέροχο θεατρικό εργαστήρι στην Αμφιλοχία, το έργο του Τζεφ Μπάρον «Κάθε Πέμπτη, κύριε Γκρην».

Στα προσωπικά σου πώς είσαι; Έχεις κάποια σχέση, σκέφτεσαι το γάμο, να κάνεις οικογένεια;

Κι αυτό το κομμάτι μου είναι μια χαρά. Τέλεια. Όταν ήρθα εδώ και τακτοποίησα τη ζωή μου, το ένα έφερε το άλλο. Έχω μια πολύ όμορφη προσωπική σχέση. Θέλω να κάνω οικογένεια. Δεν θέλω όμως να το βάλω αυτό στο μυαλό μου. Δεν το ορίζω εγώ αυτό αλλά ο Θεός. Αν θέλει Εκείνος, θα γίνει και αυτό. Εγώ διαλέγω το δρόμο της αγάπης και τα υπόλοιπα δεν τα σκέφτομαι. Είναι στο χέρι του Θεού. Με την κοπέλα μου αγαπιόμαστε πολύ. Πάντως, θα το αποκαταστήσω το κορίτσι (γέλια). Στα 54 μου χρόνια πρέπει να το ζήσω κι εγώ αυτό. Να ντυθώ γαμπρός δίπλα στην αγαπημένη μου. Ό,τι είναι θέλημα Θεού, θα γίνει.

Στο Άγιο Όρος έχεις πάει;

Εννοείται. Και μάλιστα… παράνομα (γέλια). Εγώ είμαι και των άκρων. Δηλαδή, δεν προτιμάω τον εύκολο δρόμο. Πάντα ήθελα να επισκεφτώ το Άγιο Όρος, αλλά δούλευα στο θέατρο και δεν είχα το χρόνο. Θυμάμαι ότι την περίοδο της απαγόρευσης κυκλοφορίας με την καραντίνα λόγω κορονοΐου, που μας έκλεισαν μέσα και περιόρισαν τις ζωές μας και μας έβαλαν ένα τεράστιο «απαγορεύεται», τότε ένιωσα την ανάγκη -αυτό που λέω πάντα στη ζωή μου ότι ο άνθρωπος είναι για τα δύσκολα και όχι μόνο για τα εύκολα- και είπα σε ένα φίλο μου: «Τώρα θα πάμε στο Άγιο Όρος». Μου λέει: «Απαγορεύεται. Θα μας πιάσουν και θα μας γυρίσουν πίσω». «Μα, τώρα πρέπει να δείξουμε ότι πάμε να θυσιαστούμε γι’ αυτό που πιστεύουμε. Να δούμε αν θέλει η Παναγία να το κάνουμε και πού μπορεί να φτάσει τα όριά του ο άνθρωπος», του απάντησα. Μάλιστα, διαλέξαμε τη Μονή Εσφιγμένου, όπου εκεί απαγορεύεται να πας να μείνεις, γιατί είναι κλεισμένοι οι μοναχοί, χωρίς ρεύμα. Ήταν πολύ δύσκολο να πάμε από Αθήνα-Θεσσαλονίκη και από εκεί στο Άγιο Όρος και στη συνέχεια ακόμα πιο δύσκολο να μπούμε μέσα στο «Περιβόλι της Παναγίας» μας. Χρειάζεται αίτηση για να πας στο Άγιο Όρος. Εμείς πήγαμε. Πήραμε το αυτοκίνητο -ήμασταν τέσσερις φίλοι-, φτάσαμε στο Άγιο Όρος, κάναμε μια ολόκληρη μέρα για να τακτοποιήσουμε τη διαδικασία και να μπούμε μέσα, αλλά όλα πήγαν κατ’ ευχήν με το θέλημα του Θεού και τη βοήθεια της Παναγίας. Κάτσαμε πέντε μέρες στο Άγιο Όρος και ήταν πραγματικά μοναδική εμπειρία. Αυτό εκείνη τη χρονική στιγμή ήταν για μας ένα θαύμα. Δεν το λέω για να βρω μιμητές. Απλά, κάθε άνθρωπος δίνει τον αγώνα του για τα «πιστεύω» του και τα «θέλω» του, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό.

*Δημοσιεύθηκε στην ΟΝΤΙΜΕ

*Φωτογραφία: NDPPHOTO / NDP PHOTO