Το Σύνταγμα της Ελλάδας: Το Σάββατο αποκτήστε με τα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ την πρόσφατη αναθεωρημένη έκδοση του 2019
Μαζί με τον πρώτο τόμο της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, της Εκδοτικής Αθηνών τα Παραπολιτικά σας προσφέρουν αυτό το Σάββατο, το βιβλίο αναφοράς που δεν πρέπει να λείπει από κανένα σπίτι: «Το Σύνταγμα της Ελλάδας» όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 25ης Νοεμβρίου 2019 της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων. Ένα πολύτιμο εργαλείο κατανόησης του πολιτικού μας συστήματος, απαραίτητο εφόδιο για τη διαμόρφωση ελεύθερης και υπεύθυνης πολιτικής και κοινωνικής συνείδησης. Το βιβλίο περιλαμβάνει εκτός από το κείμενο του αναθεωρημένου Συντάγματος και την σύνοψη της συνταγματικής ιστορίας.
Όπως αναφέρει και στον πρόλογο της έκδοσης ο ιστορικός Βαγγέλης Π. Κούμπουλης, «Το 2021 είναι μια χρονιά –ή θα μπορούσε να είναι μια χρονιά- εθνικής ανασκόπησης. Τα 200 χρόνια από την Επανάσταση μας καλούν να αναλογιστούμε ποιά ήταν η πορεία μας μέχρι σήμερα, πού τα καταφέραμε, πού αποτύχαμε, πού βαδίζουμε από εδώ και πέρα. Και φυσικά, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, καλούμαστε να «ξαναδούμε» και τη συνταγματική μας Ιστορία.
Το ερώτημα που τίθεται ίσως, είναι: αξίζει να νιώθουμε υπερήφανοι για την συνταγματική μας Ιστορία; Πάνω σε αυτό το ζήτημα, οι συνταγματολόγοι και οι ιστορικοί της ελληνικής συνταγματικής Ιστορίας, διχάζονται σε δύο απόψεις. […] Οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης θα σταθούν ιδιαίτερα στον προοδευτικό χαρακτήρα που είχαν σε γενικές γραμμές τα συνταγματικά κείμενα της χώρας, το γεγονός ότι συχνά προηγούνταν της εποχής τους (όπως στην περίπτωση της καθιέρωσης της καθολικής ψηφοφορίας του 1844 ή στα συντάγματα του Αγώνα), καθώς και στο γεγονός πως, ακόμη και οι πλέον αυταρχικές και δικτατορικές κυβερνήσεις που γνώρισε ο τόπος, ακόμη και σε περιόδους που η εκτροπή ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, είχαν την ανάγκη να περιβληθούν με το κύρος κάποιας συνταγματικής –ή έστω, «συνταγματικής»- νομιμότητας.
Από την άλλη πλευρά όμως, οι υποστηρικτές της δεύτερης άποψης θα επισημάνουν ότι, συχνά, με πρόσχημα τη διαφορετική ερμηνεία ή «ερμηνεία» του Συντάγματος είχαμε εκτροπές από τη δημοκρατική νομιμότητα, και δεν μιλάμε ασφαλώς για την περίοδο των δικτατοριών. Ότι επίσης, κατά τις περιόδους της βασιλευομένης δημοκρατίας υπήρχε διάσταση ανάμεσα στον ρόλο που, με βάση το Σύνταγμα, είχε να παίξει ο ανώτατο άρχων και σε εκείνον που ήθελε, εξωθεσμικά να έχει. Ότι στην εποχή της Αβασίλευτης Δημοκρατίας του Μεσοπολέμου, για παράδειγμα, το Λαϊκό Κόμμα του Παναγή Τσαλδάρη, έπρεπε να υποβάλλει διαπιστευτήρια νομιμότητας και αναγνώρισης του πολιτεύματος, και δεν αρκούσε το γεγονός ότι κατείχε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία (ας σκεφτούμε απλώς πως, σήμερα, καλώς ή κακώς, από κανένα κόμμα του κοινοβουλίου δεν ζητείται πρώτα να υποβάλει τα δημοκρατικά του διαπιστευτήρια σεβασμού και μη αμφισβήτησης του πολιτεύματος, ακόμη κι αν το Καταστατικό του είναι προδήλως αντιδημοκρατικό) ή ότι στα χρόνια του Διχασμού οι κυβερνήσεις έπρεπε να απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης της Αντάντ, και φυσικά, μετεμφυλιακά, κάθε κυβερνητική πλειοψηφία θα έπρεπε, για να μπορεί να κυβερνήσει, να έχει την εμπιστοσύνη του Θρόνου και του στρατού. Συνεπώς, πού καταλήγουμε; Ίσως θα είναι καλύτερα, μακριά από κάθε διάθεση αυτομαστιγώματος ή αυτοθέωσης, να δούμε τα πράγματα όπως έχουν. Αναμφίβολα, το γεγονός ότι από πολύ νωρίς, από τα πρώτα βήματα του νέου ελληνικού κράτους, επιδιώκουν οι Έλληνες τη θεσμική θωράκιση του πολιτεύματός τους, ακόμη κι αν δεν είναι σε θέση πάντοτε να κατανοούν πολλά από τα επιμέρους ζητήματα, είναι τουλάχιστον συγκινητικό όσο και ενδεικτικό μιας πολιτικής φιλοσοφίας.
Από την άλλη, το γεγονός ότι οι θεσμοί, όπως διαπιστώνουμε σχεδόν καθημερινά, χρησιμοποιούνται α λα καρτ, ανάλογα με το αν μας συμφέρει ή όχι, θα πρέπει να μας προβληματίσει. Για παράδειγμα, το 1915, οι βενιζελικοί εγκαλούν τον βασιλιά για τη διάλυση της Βουλής αλλά το 1910, ήταν ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος που από του βήματος της Βουλής αναγνώριζε το απεριόριστο δικαίωμα του θρόνου να διαλύει τη Βουλή, εφόσον εκείνος έκρινε ότι οι συνθήκες απαιτούσαν κάτι τέτοιο. Και πολλά άλλα, μέχρι και τις μέρες μας. Με δυο λόγια, οφείλουμε και πρέπει να είμαστε υπερήφανοι που η χώρα μας είναι μια χώρα «παραδόξως συνταγματική», με παράδοση στους θεσμούς, και που συχνά υπήρξε στην πρωτοπορία μέσα σε αυτά τα 200 χρόνια, πλην όμως, δε θα πρέπει να ξεχνάμε πως οι θεσμοί και τα συντάγματα, όσο καλά κι αν είναι και σε όποιο πνεύμα κι αν κινούνται, δεν έχουν την παραμικρή ισχύ, αν οι πολίτες δεν επιδεικνύουν, καθημερινά, με τις πράξεις τους, τον προσήκοντα σεβασμό. Άλλωστε, όπως ορίζει με απόλυτη σαφήνεια το ακροτελεύτιο άρθρο 120, παράγραφος 4 του Συντάγματος, η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.