Νίκος Μουρατίδης: Οι γονείς μου έπαθαν σοκ όταν τους είπα ότι θα σπουδάσω σκηνοθεσία - «Το παιδί τρελάθηκε», έλεγαν
«Δυστυχώς, η μάνα μου δεν πρόλαβε να μου πει μπράβο», επισήμανε
Ο Νίκος Μουρατίδης είναι ένας άνθρωπος με ειδικές γνώσεις πάνω στη μουσική και τον κινηματογράφο και ομολογουμένως θα μπορούσε να υπηρετήσει πολλά και εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους τηλεοπτικά κόνσεπτ.
Φέτος, ο Νίκος Μουρατίδης έκανε ένα αναπάντεχο comeback με το X-Factor του Mega και αυτήν ήταν η αφορμή να φωτογραφηθεί στο καλαίσθητο διαμέρισμά του για το περιοδικό ΟΚ.
Εδώ και 17 χρόνια, ο Νίκος Μουρατίδης ζει σε ένα loft στο Γκάζι. Από την κουζίνα του σπιτιού του βλέπει τον Παρθενώνα, το σαλόνι του γεμάτο συλλεκτικούς δίσκους και σε περίοπτη θέση μια κασετίνα με –επίσης συλλεκτικές– ταινίες και εξώφυλλο τον Κιούμπρικ.
Στη βεράντα ξεχωρίζει μια ανθισμένη πορτοκαλιά. Ο Νίκος Μουρατίδης αναζητά στη ζωή του την ομορφιά. «Μου αρέσει να σηκώνομαι το πρωί και να χαζεύω την ανατολή. Κοιμάμαι νωρίς και κάνω όλα αυτά που κορόιδευα παλιά. Κάποτε στις 12.00 το βράδυ ετοιμαζόμουν για να βγω. Τώρα κόβω τούφες!» λέει ανάβοντας τσιγάρο και πίνοντας έναν παγωμένο εσπρέσο.
Έχει αλλάξει και ο τρόπος που οι άνθρωποι διασκεδάζουν σήμερα, έτσι;
Εντελώς. Βέβαια, υπάρχουν ακόμη μέρη να διασκεδάσει κανείς και να περάσει καλά. Ας πούμε, πήγα σε ένα live στις Mέλιssεs και πέρασα υπέροχα, παρόλο που ηλικιακά ήμουν ο μεγαλύτερος εκεί μέσα. Είχε ωραίο κόσμο, ωραία ενέργεια, ήταν τύπου κλαμπ. Πλέον πηγαίνω σε πολύ επιλεκτικά μέρη. Αλλά λατρεύω να πηγαίνω σινεμά και θέατρο. Αυτά δεν τα βαριέμαι ποτέ!
Πηγαίνετε συνήθως μόνος ή με παρέα;
Με παρέα φυσικά, να σηκωθώ μόνος μου να πάω σινεμά; Τι μου θύμισες τώρα! Όταν ήμουν μικρός και κάναμε κοπάνα από το σχολείο, όλοι οι συμμαθητές μου πήγαιναν στα μπιλιάρδα, εγώ έπαιρνα το λεωφορείο και επισκεπτόμουν έναν κινηματογράφο στον Πειραιά που έπαιζε από το πρωί κουλτουριάρικες ταινίες. Καθόμουν μόνος μου και τις έβλεπα. Βαρεμένο μικρό…
Και αργότερα σπουδάσατε σκηνοθεσία στη σχολή του Λυκούργου Σταυράκου. Από πού προέκυψε αυτή η έφεση προς τον κινηματογράφο και τις Τέχνες;
Δεν ξέρω, σίγουρα όχι από το σπίτι μου. Οι γονείς μου ήταν πρόσφυγες – η μάνα μου από τη Μικρά Ασία, ο πατέρας μου από τον Πόντο. Άνθρωποι του μεροκάματου – ο πατέρας μου οδηγός λεωφορείου που αργότερα έγινε ταρίφας και η μάνα μου μικροπωλήτρια που πουλούσε κεντήματα σε πλούσιες κυρίες. Εγώ από μικρό παιδί είχα ανακαλύψει ένα περίπτερο στην πλατεία Κοτζιά που πουλούσε καρτ ποστάλ με έργα ζωγράφων.
Mάζευα το χαρτζιλίκι μου και έπαιρνα όσες περισσότερες μπορούσα –γιατί ήταν και ακριβές– και τις έβαζα σε άλμπουμ. Έκανα τη δική μου συλλογή. Επίσης, αγόραζα κάθε τεύχος ενός περιοδικού που λεγόταν Αρχιτεκτονική και Διακόσμηση και ένα άλλο που έβγαινε μια-δυο φορές τον χρόνο, το Θέατρο. Φύλαγα όλα τα τεύχη, μέχρι πρόσφατα που τα χάρισα σε έναν φίλο θεατρολόγο. Θυμάμαι και μια φορά που πηγαίναμε κάπου με τη μάνα μου και την αδελφή μου και είχα σταθεί στο περίπτερο και κοιτούσα τα περιοδικά. Μου φωνάζει η μάνα μου «Νίκο, έλα, το λεωφορείο», περνάω τον δρόμο χωρίς να κοιτάξω και με χτύπησε αυτοκίνητο στο κεφάλι!
Τι άλλες εικόνες έχετε από τα παιδικά χρόνια;
Το πατρικό μου ήταν στη Νίκαια του Πειραιά. Θυμάμαι ότι καθόμουν στο κηπάκι που είχαμε στο σπίτι –ένα παρτέρι, μη φανταστείς– και σκηνοθετούσα μάχες με τα στρατιωτάκια μου. Μόνος μου ώρες ολόκληρες… Επίσης, έπαιζα Καραγκιόζη. Μου είχε φτιάξει ο πατέρας μου έναν μπερντέ και κάποιες χειροποίητες φιγούρες και μαζεύονταν τα παιδιά της γειτονιάς και τους έπαιζα Καραγκιόζη κάνοντας όλες τις φωνές. Τον Χατζηαβάτη και το Κολλητήρι, όλα!
Πώς αντέδρασαν οι γονείς σας όταν τους ανακοινώσατε πως θα σπουδάσετε σκηνοθεσία;
Στην αρχή έκανα φροντιστήριο για Οικονομικά – άσχετος τελείως εγώ με αυτά. Κάποια στιγμή λέω «τι είναι αυτή η βλακεία που κάνω;» και σηκώνομαι και φεύγω. Πάω στο σπίτι και τους ανακοινώνω πως σταματάω το φροντιστήριο και θα σπουδάσω σκηνοθεσία. Μου λένε «τι είναι αυτό;». Έπαθαν σοκ. Να φανταστείς, έγινε οικογενειακό συμβούλιο, όλο το σόι μαζί. «Το παιδί τρελάθηκε» έλεγαν.
Να υποθέσω ότι το «μπράβο» από τους δικούς σας το ακούσατε αρκετά αργότερα, όταν πια είχατε γίνει ήδη όνομα, όχι στη σκηνοθεσία, αλλά στον χώρο της δισκογραφίας;
Δυστυχώς, η μάνα μου δεν το πρόλαβε. Πέθανε ακριβώς τη στιγμή που εγώ άρχιζα να απογειώνομαι. Τη στιγμή που είχα μπει στη δισκογραφία και άρχιζα να χτίζω καριέρα, που λέμε. Ο πατέρας μου, πάλι, έμεινε όταν είδε να με γράφουν στα περιοδικά και στις εφημερίδες και να βγαίνω στην τηλεόραση. Το ίδιο και οι θείοι μου, έλεγαν «ο Νικολάκης στην τηλεόραση; Μωρέ, μπράβο!».
Φέτος, ο Νίκος Μουρατίδης έκανε ένα αναπάντεχο comeback με το X-Factor του Mega και αυτήν ήταν η αφορμή να φωτογραφηθεί στο καλαίσθητο διαμέρισμά του για το περιοδικό ΟΚ.
Εδώ και 17 χρόνια, ο Νίκος Μουρατίδης ζει σε ένα loft στο Γκάζι. Από την κουζίνα του σπιτιού του βλέπει τον Παρθενώνα, το σαλόνι του γεμάτο συλλεκτικούς δίσκους και σε περίοπτη θέση μια κασετίνα με –επίσης συλλεκτικές– ταινίες και εξώφυλλο τον Κιούμπρικ.
Στη βεράντα ξεχωρίζει μια ανθισμένη πορτοκαλιά. Ο Νίκος Μουρατίδης αναζητά στη ζωή του την ομορφιά. «Μου αρέσει να σηκώνομαι το πρωί και να χαζεύω την ανατολή. Κοιμάμαι νωρίς και κάνω όλα αυτά που κορόιδευα παλιά. Κάποτε στις 12.00 το βράδυ ετοιμαζόμουν για να βγω. Τώρα κόβω τούφες!» λέει ανάβοντας τσιγάρο και πίνοντας έναν παγωμένο εσπρέσο.
Έχει αλλάξει και ο τρόπος που οι άνθρωποι διασκεδάζουν σήμερα, έτσι;
Εντελώς. Βέβαια, υπάρχουν ακόμη μέρη να διασκεδάσει κανείς και να περάσει καλά. Ας πούμε, πήγα σε ένα live στις Mέλιssεs και πέρασα υπέροχα, παρόλο που ηλικιακά ήμουν ο μεγαλύτερος εκεί μέσα. Είχε ωραίο κόσμο, ωραία ενέργεια, ήταν τύπου κλαμπ. Πλέον πηγαίνω σε πολύ επιλεκτικά μέρη. Αλλά λατρεύω να πηγαίνω σινεμά και θέατρο. Αυτά δεν τα βαριέμαι ποτέ!
Πηγαίνετε συνήθως μόνος ή με παρέα;
Με παρέα φυσικά, να σηκωθώ μόνος μου να πάω σινεμά; Τι μου θύμισες τώρα! Όταν ήμουν μικρός και κάναμε κοπάνα από το σχολείο, όλοι οι συμμαθητές μου πήγαιναν στα μπιλιάρδα, εγώ έπαιρνα το λεωφορείο και επισκεπτόμουν έναν κινηματογράφο στον Πειραιά που έπαιζε από το πρωί κουλτουριάρικες ταινίες. Καθόμουν μόνος μου και τις έβλεπα. Βαρεμένο μικρό…
Και αργότερα σπουδάσατε σκηνοθεσία στη σχολή του Λυκούργου Σταυράκου. Από πού προέκυψε αυτή η έφεση προς τον κινηματογράφο και τις Τέχνες;
Δεν ξέρω, σίγουρα όχι από το σπίτι μου. Οι γονείς μου ήταν πρόσφυγες – η μάνα μου από τη Μικρά Ασία, ο πατέρας μου από τον Πόντο. Άνθρωποι του μεροκάματου – ο πατέρας μου οδηγός λεωφορείου που αργότερα έγινε ταρίφας και η μάνα μου μικροπωλήτρια που πουλούσε κεντήματα σε πλούσιες κυρίες. Εγώ από μικρό παιδί είχα ανακαλύψει ένα περίπτερο στην πλατεία Κοτζιά που πουλούσε καρτ ποστάλ με έργα ζωγράφων.
Mάζευα το χαρτζιλίκι μου και έπαιρνα όσες περισσότερες μπορούσα –γιατί ήταν και ακριβές– και τις έβαζα σε άλμπουμ. Έκανα τη δική μου συλλογή. Επίσης, αγόραζα κάθε τεύχος ενός περιοδικού που λεγόταν Αρχιτεκτονική και Διακόσμηση και ένα άλλο που έβγαινε μια-δυο φορές τον χρόνο, το Θέατρο. Φύλαγα όλα τα τεύχη, μέχρι πρόσφατα που τα χάρισα σε έναν φίλο θεατρολόγο. Θυμάμαι και μια φορά που πηγαίναμε κάπου με τη μάνα μου και την αδελφή μου και είχα σταθεί στο περίπτερο και κοιτούσα τα περιοδικά. Μου φωνάζει η μάνα μου «Νίκο, έλα, το λεωφορείο», περνάω τον δρόμο χωρίς να κοιτάξω και με χτύπησε αυτοκίνητο στο κεφάλι!
Τι άλλες εικόνες έχετε από τα παιδικά χρόνια;
Το πατρικό μου ήταν στη Νίκαια του Πειραιά. Θυμάμαι ότι καθόμουν στο κηπάκι που είχαμε στο σπίτι –ένα παρτέρι, μη φανταστείς– και σκηνοθετούσα μάχες με τα στρατιωτάκια μου. Μόνος μου ώρες ολόκληρες… Επίσης, έπαιζα Καραγκιόζη. Μου είχε φτιάξει ο πατέρας μου έναν μπερντέ και κάποιες χειροποίητες φιγούρες και μαζεύονταν τα παιδιά της γειτονιάς και τους έπαιζα Καραγκιόζη κάνοντας όλες τις φωνές. Τον Χατζηαβάτη και το Κολλητήρι, όλα!
Πώς αντέδρασαν οι γονείς σας όταν τους ανακοινώσατε πως θα σπουδάσετε σκηνοθεσία;
Στην αρχή έκανα φροντιστήριο για Οικονομικά – άσχετος τελείως εγώ με αυτά. Κάποια στιγμή λέω «τι είναι αυτή η βλακεία που κάνω;» και σηκώνομαι και φεύγω. Πάω στο σπίτι και τους ανακοινώνω πως σταματάω το φροντιστήριο και θα σπουδάσω σκηνοθεσία. Μου λένε «τι είναι αυτό;». Έπαθαν σοκ. Να φανταστείς, έγινε οικογενειακό συμβούλιο, όλο το σόι μαζί. «Το παιδί τρελάθηκε» έλεγαν.
Να υποθέσω ότι το «μπράβο» από τους δικούς σας το ακούσατε αρκετά αργότερα, όταν πια είχατε γίνει ήδη όνομα, όχι στη σκηνοθεσία, αλλά στον χώρο της δισκογραφίας;
Δυστυχώς, η μάνα μου δεν το πρόλαβε. Πέθανε ακριβώς τη στιγμή που εγώ άρχιζα να απογειώνομαι. Τη στιγμή που είχα μπει στη δισκογραφία και άρχιζα να χτίζω καριέρα, που λέμε. Ο πατέρας μου, πάλι, έμεινε όταν είδε να με γράφουν στα περιοδικά και στις εφημερίδες και να βγαίνω στην τηλεόραση. Το ίδιο και οι θείοι μου, έλεγαν «ο Νικολάκης στην τηλεόραση; Μωρέ, μπράβο!».