Από το 1978 έως το 1991, ο Τζέφρι Ντάμερ δολοφόνησε, κατακρεούργησε, μαγείρεψε και έφαγε 17 νεαρούς άνδρες. Θέατρο των φρικωδιών αυτών υπήρξε το Μιλγουόκι των ΗΠΑ, εξ ου και το προσωνύμιο «Ο κανίβαλος του Μιλγουόκι» που δόθηκε αργότερα στον Ντάμερ.
Η δράση του Ντάμερ άρχισε στα 18 του χρόνια, με πρώτη τη δολοφονία του 19χρονου Στίβεν Μαρκ Χικς, ο οποίος έκανε ωτοστόπ για να πάει σε μια ροκ συναυλία. Ο δολοφόνος δρούσε σε μια γειτονιά αρκετά υποβαθμισμένη και στοχοποιούσε, κατά βάση, νεαρούς γκέι άνδρες, οι περισσότεροι εκ των οποίων μαύροι.
Ειδικά την εποχή εκείνη και ιδιαίτερα στην περιοχή όπου δραστηριοποιούνταν ο Ντάμερ, ήταν αρκετά απίθανο οι Αρχές να ασχοληθούν με τις εξαφανίσεις των θυμάτων του, ή με τους φτωχούς γείτονές του που παραπονιούνταν συχνά για τη δυσωδία που έβγαινε από το διαμέρισμά του. Όταν οι γείτονες του Ντάμερ πήραν είδηση ότι ένα 14χρονο αγόρι προσπαθούσε να ξεφύγει από το σπίτι του και ειδοποίησαν την αστυνομία, εκείνος κατάφερε να πείσει τους αστυνομικούς ότι το έφηβο παιδί, με καταγωγή από το Λάος, ήταν «φίλος του» και μάλιστα ενήλικας.
Ο Ντάμερ τελικά συνελήφθη, όταν το τελευταίο υποψήφιο θύμα του κατάφερε να διαφύγει γυμνό από το διαμέρισμα και να καλέσει την αστυνομία, η οποία μπήκε στο σπίτι και ήρθε αντιμέτωπη με διάφορα μακάβρια ευρήματα: Ο Ντάμερ είχε αμέτρητες φωτογραφίες πολαρόιντ, όπου πόζαρε μαζί με ακρωτηριασμένα κομμάτια των θυμάτων του. Επιπλέον, είχε βαλσαμώσει τα τμήματα των σωμάτων τους που θεωρούσε ομορφότερα. Όπως εξήγησε αργότερα στις Αρχές, η πρακτική του να τρώει τα θύματά του ήταν ένας τρόπος για τον ίδιο, ώστε να τα «κρατάει κοντά του».
«Για ό,τι έκανα, μου αξίζει να πεθάνω» είπε ο Ντάμερ στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν. Το δικαστήριο, στο οποίο παρευρέθηκε ο πατέρας του, Λάιονελ και η μητριά του Σάρι, άκουσε πολλά για τη διανοητική κατάσταση του νεαρού εγκληματία. Ο Τζέφρι Ντάμερ είχε δείξει από μικρή ηλικία την αγάπη του για τα νεκρά ζώα και είχε μάθει από τον χημικό πατέρα του πώς να διαλύει τα κόκκαλά τους μέσα σε οξύ – τεχνική που αξιοποίησε κι αργότερα για τις δολοφονίες του. Όταν ο Τζέφρι ήταν 18 ετών, οι γονείς του χώρισαν κι εκείνος το έριξε στο αλκοόλ. Μεγαλώνοντας, ο νεαρός είχε την τάση να συνεβρίσκεται με τους ερωτικούς του συντρόφους μόνον αφότου τους είχε ναρκώσει – ή και δολοφονήσει.
Ο Ντάμερ καταδικάστηκε για δεκαπέντε από τις δεκαέξι δολοφονίες που είχε διαπράξει στο Ουισκόνσιν σε δεκαπέντε φορές ισόβια κάθειρξη στις 17 Φεβρουαρίου 1992. Αργότερα, καταδικάστηκε σε δέκατη έκτη φορά ισόβια κάθειρξη για μια επιπλέον ανθρωποκτονία που διαπράχθηκε στο Οχάιο το 1978.