Γιάννης Ζουγανέλης: Η υποψηφιότητα για Grammy, η Μύκονος και η φιλία με τον Σάκη Μπουλά
Μίλησε στον Γιάννη Τσιμιτσέλη για όλους και για όλα.
Με θέα τη θάλασσα του Αργοσαρωνικού, από το πανέμορφο νησί των Σπετσών, ο Γιάννης Τσιμιτσέλης και ο Γιάννης Ζουγανέλης έφαγαν ψάρια… αλά σπετσιώτα και μίλησαν για όλους και για όλα.
«Ξεκινώντας τη συνέντευξη θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη. Έχουμε δουλέψει μαζί και αυτά που ξέρω για σένα είναι το 10% από αυτά που έχεις κάνει», είπε αρχικά ο Γιάννης Τσιμιτσέλης.
«Έχω κάνει πάρα πολλά πράγματα στη μουσική. Έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε που έβγαλα τον πρώτο μου δίσκο, το 1972. Έχω την ατυχία ο κόσμος να με γνωρίσει περισσότερο με την εικόνα μου στην υποκριτική και κυρίως την κωμική», απάντησε ο Γιάννης Ζουγανέλης.
«Ήμουν υποψήφιος για Grammy»
«Ήμουν υποψήφιος για Grammy. Ήταν μια ωραία εμπειρία γιατί αυτό μου επέτρεψε να επικοινωνώ την ελληνική κουλτούρα μέσα από τη μουσική, και μάλιστα στοχευμένα στην αρχαιοελληνική σκέψη, σε όλο τον κόσμο», εξομολογήθηκε ο διάσημος τραγουδιστής και ηθοποιός, σε μια αποκάλυψη που λίγοι γνωρίζουν.
«Αγαπούν την Ελλάδα και την κουλτούρα της πάρα πολύ σε όλο τον κόσμο», συμπλήρωσε.
«Κηδεμόνευα τους γονείς μου»
Ο δημοφιλής καλλιτέχνης αναφέρθηκε στους γονείς του και στην παιδική του ηλικία.
«Η μαμά μου έχει καταγωγή από τη Νάξο και ο μπαμπάς από τη Μύκονο. Τη Μύκονο η αλήθεια είναι ότι τη βίωσα πιο πολύ, γιατί ο πατέρας μου ήταν ένας εξαιρετικός τεχνίτης της οικοδομής. Παρότι αναλφάβητος και κουφός, είχε έναν δικό του κώδικα να χειρίζεται τις εργασίες της οικοδομής. Η Μύκονος ήταν ένα έναυσμα για μένα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου γιατί εκεί γνώρισα πολύ μεγάλες προσωπικότητες, είδα τη μεγαλοσύνη και ταυτόχρονα την ταπεινότητά τους».
Και συνέχισε: «Μεγάλωσα μικρός. Ένιωσα ότι οι γονείς μου δεν ισορροπούσαν στη ζωή έτσι όπως θα έπρεπε, οπότε τους κηδεμόνευα. 15 χρονών ήμουν ένας ολοκληρωμένος πολίτης. Η ζωή ήταν καταπληκτική με τους γονείς μου. Τον έρωτα, τον γνώρισα βλέποντάς τους. Το σπίτι μας ήταν ανοιχτό και γινόταν χαμός. Πανέξυπνοι άνθρωποι διότι η φύση προικίζει τους ανθρώπους που υστερούν σε κάτι, με κάτι άλλο και βλέπεις ότι ανθίζουν τελείως διαφορετικά με δικούς τους κώδικες».
Ο ίδιος σημείωσε ότι προτιμούσε το νησί στο παρελθόν. «Την έχουμε παραεκμεταλλευτεί τη Μύκονο. Βέβαια κρατάει την αισθητική της, ευνόησε ο Θεός και είναι ένα πετράδι διαμαντένιο μέσα στη φύση. Είναι πολύ όμορφο νησί», υπογράμμισε.
«Είμαι περήφανος για την Ελεονώρα»
«Είναι (σ.σ. η κόρη του) ότι με κάνει να καμαρώνω περισσότερο στη ζωή. Επειδή αντιλήφθηκα σε μικρή ηλικία όταν ήταν, ότι έχει μια τάση να αντιλαμβάνεται τη μουσική και να την εκφράζει, κατάλαβα ότι το έχει. Ποτέ δεν της κούνησα το δάχτυλο, ποτέ δεν της έκανα παρατήρηση για τις επιλογές της. Τις αποδεχόμουν, είτε μου άρεσαν, είτε όχι. Όταν καταλάβουμε ότι τα παιδιά μας δεν είναι ιδιοκτησία μας, είναι εύκολο αυτό», είπε ο αγαπημένος ηθοποιός για την κόρη του, Ελεωνόρα Ζουγανέλη.
«Τη θαυμάζω και σαν ηθοποιό. Όταν είδα τις εξετάσεις της δραματικής σχολής, δεν πίστευα στα μάτια μου, έμεινα έκθαμβος. Την αγαπώ, τη θαυμάζω, την αποδέχομαι και μερικές φορές με πιάνει το στομάχι μου όταν βλέπω την αγωνία της. Δεν έχει ηρεμία».
«Αδελφικός μου φίλος ο Σάκης Μπουλάς»
«Αδελφικός μου φίλος ήταν ο Σάκης ο Μπουλάς», είπε ο Γιάννης Ζουγανέλης σε μια εξομολόγηση για τους ανθρώπους που βρίσκονταν και βρίσκονται κοντά του.
«Ζήσαμε πολλά χρόνια μαζί, δεν λογοφέραμε, δεν τσακωθήκαμε παρά τις τεράστιες διαφωνίες που είχαμε. Ήταν ένα καλλιεργημένο και γλυκό παιδί, είχα συναντηθεί με την οικογένειά του. Η απώλεια ήταν και είναι τεράστια», τόνισε.
Επίσης ένας άλλος Σάκης, ο Σάκης ο Τρίκης, «ένας από τους καλύτερους ηχολήπτες στην Ελλάδα», είναι από τους πιο κοντινούς ανθρώπους του καλλιτέχνη.
«Θαυμαστής, μου έσπασε πλευρό»
Ο Γιάννης Ζουγανέλης αναφέρθηκε και σε ένα από τα ευτράπελα που του έχουν συμβεί με τους θαυμαστές του: «Μια φορά, έξω από τη Θεσσαλονίκη, με πλησιάζει ένας κύριος, πολύ γεροδεμένος και μου είπε ότι με αγαπάει και με εκτιμάει. Με αγκάλιασε, με έσφιξε και μου έσπασε ένα πλευρό. ‘Από αγάπη το έκανα’, μου είπε μετά». Οι προθέσεις του κόσμου όταν σε προσεγγίζει, υπάρχει αμηχανία, αλλά δε θεωρούν δικό τους άνθρωπο. Είναι μεγάλο πλεονέκτημα αυτό».