Μετά την τεράστια τηλεοπτική επιτυχία της Cosmote TV «17 Κλωστές», που προβλήθηκε και από το Mega, ο σκηνοθέτης Σωτήρης Τσαφούλιας ξεκίνησε τα γυρίσματα της νέας του σειράς με τίτλο «Ριφιφί». H σειρά έξι επεισοδίων θα εκτυλίσσεται τη δεκαετία του ’90, με θέμα τη μεγαλύτερη ληστεία που έγινε ποτέ στην Ελλάδα, στην τράπεζα Εργασίας επί της οδού Καλλιρρόης το 1992, μια υπόθεση που μέχρι σήμερα παραμένει ανεξιχνίαστη.

Το σενάριο υπογράφουν οι Βασίλης Ρίσβας και Δήμητρα Σακαλή και τη σκηνοθεσία ο Σωτήρης Τσαφούλιας. Τα γυρίσματα -που ξεκίνησαν ήδη- πρόκειται να πραγματοποιηθούν σε διάφορες περιοχές της Αττικής. Η πρεμιέρα του «Ριφιφί» αναμένεται την επόμενη τηλεοπτική σεζόν.


Η υπόθεση του «Ριφιφί» του Σωτήρη Τσαφούλια

Η ιστορία της νέας σειράς του Σωτήρη Τσαφούλια ακολουθεί τα γεγονότα γύρω από την περιβόητη ληστεία, όπως παρουσιάστηκαν μέσα από ρεπορτάζ και ειδήσεις της εποχής, κι έρχεται να καλύψει μυθοπλαστικά τα δύο μεγάλα ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα μέχρι και σήμερα: Ποιοι το έκαναν και γιατί; Οι Αρχές μίλησαν για οργανωμένο έγκλημα, τρομοκρατικές οργανώσεις και ιδιαίτερα μορφωμένους και αδίστακτους δράστες. Ήταν, όμως, πράγματι έτσι;

Με τη δύναμη της μυθοπλασίας, η νέα παραγωγή της Cosmote TV συνδυάζει την ιστορία της μεγαλύτερης ληστείας που έγινε ποτέ στην Ελλάδα με μια αληθινή ανθρώπινη τραγωδία, προσφέροντας μια ανθρωποκεντρική σειρά, γεμάτη συγκίνηση αλλά και στοιχεία χιούμορ.

Στο «Ριφιφί» συμμετέχει ένα μεγάλο και καταξιωμένο καστ Ελλήνων ηθοποιών: Ευαγγελία Μουμούρη, Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Πάνος Βλάχος, Βλαδίμηρος Κυριακίδης, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Άρης Λεμπεσόπουλος, Άννα Μενενάκου, Κώστας Φιλίππογλου, Δήμος Γιγαντάκης, Ράνια Παπαδάκου, Αχιλλέας Ζέρβας κ.ά.


Μετρ του είδους

Ήταν μια από τις εντυπωσιακότερες και μεθοδικότερες διαρρήξεις στα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά, με τη μέθοδο του ριφιφί, κατά την οποία οι δράστες μπαίνουν πρώτα σε έναν παρακείμενο χώρο και από εκεί εισβάλλουν στο μέρος που αποτελεί το στόχο τους. Ο δημοσιογραφικός χαρακτηρισμός «ριφιφί του αιώνα» αποδίδει πλήρως την πραγματικότητα. Μέχρι σήμερα η υπόθεση παραμένει ανεξιχνίαστη και δικαστικά θεωρείται παραγεγραμμένη.

Η Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 1992 δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα για τους υπαλλήλους του κεντρικού καταστήματος της Τράπεζας Εργασίας στην οδό Καλλιρρόης 19 στην Αθήνα. Έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι είχε παραβιαστεί το θωρακισμένο θησαυροφυλάκιο όπου βρίσκονταν οι θυρίδες πελατών της τράπεζας. Με το που έφτασαν οι δράστες, απόλυτα προσανατολισμένοι, τρύπησαν μπετόν 60 εκατοστών κάτω από το υπόγειο και τελικά κατάφεραν να παραβιάσουν 301 από τις 1.151 θυρίδες της τράπεζας, το πολύτιμο περιεχόμενο των οποίων έκανε φτερά. Η αξία των κλοπιμαίων υπολογίστηκε ότι προσέγγιζε τα 5 δισ. δραχμές (περίπου 14,7 εκατ. ευρώ με βάση την ισοτιμία).

Η έκπληξη των αστυνομικών ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν ανακάλυψαν ότι οι δράστες είχαν εισέλθει στην τράπεζα από ένα τούνελ που είχαν ανοίξει από την κοίτη του ποταμού Ιλισού, που περνά κάτω από την οδό Καλλιρρόης, το οποίο κατέληγε κάτω από το υπόγειο του καταστήματος της τράπεζας.

Η σήραγγα είχε μήκος περίπου 25 μέτρα και ήταν αριστοτεχνικά κατασκευασμένη. Κατά μήκος της διαδρομής του τούνελ είχαν τοποθετηθεί υποστυλώματα και ράγες, οι οποίες χρησίμευαν για να κινείται πάνω τους ένα βαγονέτο, με το οποίο οι δράστες έβγαζαν όλα τα μπάζα κατά την εκσκαφή της σήραγγας. Είναι απορίας άξιο πώς μια τέτοια χρονοβόρα και επίπονη δραστηριότητα δεν έγινε αντιληπτή από κάποιον διερχόμενο, δεδομένου ότι η αστυνομία υπολόγισε ότι, για να σκαφτεί το τούνελ, χρειάστηκαν πάνω από δέκα ημέρες έως και τρεις μήνες, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις.

Η δράση τους μέσα στην τράπεζα έλαβε χώρα μεταξύ 19 και 20 Δεκεμβρίου, όπου ανενόχλητοι διέρρηξαν τις θυρίδες που τους ενδιέφεραν χωρίς να αφήσουν το παραμικρό ίχνος. Ο συναγερμός χτύπησε αρκετές φορές, αλλά οι αρμόδιοι το θεώρησαν ως βλάβη.


Άκαρπες οι έρευνες

Οι έρευνες προχωρούσαν στα τυφλά, όταν την Κυριακή 12 Ιανουαρίου 1993 ανακαλύφθηκαν τυχαία σε ερημική τοποθεσία κοντά σε παραλία της Βραυρώνας άδειες κοσμηματοθήκες, ομόλογα, επιταγές και άλλα έγγραφα. Ήταν προφανώς άχρηστα για τους δράστες, αλλά χρήσιμα για τις Αρχές, που ήλπιζαν ότι θα οδηγούσαν σε κάποιο αξιοποιήσιμο στοιχείο. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Οι αστυνομικοί θεώρησαν σχεδόν βέβαιο ότι οι δράστες διέφυγαν με τα κλοπιμαία στο εξωτερικό χρησιμοποιώντας κάποιο ταχύπλοο σκάφος.

Τον Ιούνιο του 1994, η υπόθεση έλαβε νέα τροπή και αναπτέρωσε τις ελπίδες των Αρχών για την εξιχνίασή της. Ένας κρατούμενος για απάτες στις φυλακές Κορυδαλλού, ο Σύρος Τζουμάκ Χαλίντ, προέβη σε αποκαλύψεις. Ισχυρίστηκε ότι πήρε μέρος στη μεγάλη κλοπή κι ενέπλεξε διευθυντικά στελέχη της τράπεζας και επιχειρηματίες, συνολικά περίπου δεκαεπτά άτομα.

Οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης κινήθηκαν ταχύτατα και τον Αύγουστο ο ανακριτής της υπόθεσης εξέδωσε εντάλματα σύλληψης για τον υποδιευθυντή του καταστήματος της Τράπεζας Εργασίας Αναγνώστη Καλαφάτη, τους επιχειρηματίες Στέλιο Κολοβό, Διονύση Παπασταματάτο και Εμμανουήλ Σπανουδάκη και τον υπάλληλο των ΕΛΤΑ Λάμπρο Κότσαλο, για τους οποίους προέκυψαν από τη δικαστική έρευνα ενδείξεις ότι είχαν ανάμειξη στην υπόθεση του ριφιφί. Ο Καλαφάτης και ο Παπασταματάτος προφυλακίστηκαν, ο Κότσαλος αφέθηκε προσωρινά ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, ενώ οι άλλοι δύο δεν προσήλθαν για να απολογηθούν.

Από τον Νοέμβριο, όμως, η υπόθεση ακολούθησε αντίστροφη πορεία. Σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του ANT1, ο Τζουμάκ Χαλίντ αναίρεσε όσα είχε καταθέσει για την υπόθεση και στις 25 Ιανουαρίου 1995 το επιβεβαίωσε και ενώπιον των δικαστικών αρχών. Λίγες ημέρες νωρίτερα, οι Αναγνώστης Καλαφάτης και Διονύσης Παπασταματάτος είχαν αποφυλακιστεί, ενώ τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου συνελήφθη ο Στέλιος Κολοβός, ο οποίος είχε καταφύγει στο εξωτερικό για να συγκεντρώσει στοιχεία, όπως είπε, που θα αποδείκνυαν την αθωότητά του.

Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, η δικαστική αυλαία της υπόθεσης έπεσε με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, σύμφωνα με το οποίο οι πέντε κατηγορούμενοι του ριφιφί στην Τράπεζα Εργασίας απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες.


Η επικήρυξη

Η Τράπεζα Εργασίας επικήρυξε με 200 εκατ. δραχμές τους δράστες με την ελπίδα ότι κάποιος εμπλεκόμενος στο ριφιφί θα έδινε πληροφορίες για τους δράστες. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Η υπόθεση απασχόλησε όχι μόνο τα ελληνικά αλλά και τα ξένα ΜΜΕ. Όπως ήταν φυσικό, η μη εξιχνίαση της υπόθεσης προκάλεσε πολλά σενάρια για τους πιθανούς δράστες. Η σεναριολογία περιλάμβανε από μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων, όπως ο Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας (ΕΛΑ), μέχρι υπαλλήλους άλλων υποκαταστημάτων της τράπεζας, οι οποίοι και βοήθησαν ώστε να γίνει η διάρρηξη. Επίσης, υπήρχαν εικασίες ότι επρόκειτο για έργο της ιταλικής μαφίας, καθώς είχε προηγηθεί παρόμοιο περιστατικό σε τράπεζα του Μιλάνου.

Όσο για την τύχη της Τράπεζας Εργασίας, που είχε ιδρυθεί το 1975 από ομάδα κεφαλαιούχων με επικεφαλής τον τραπεζίτη Κωνσταντίνο Καψάσκη, το 2000 απορροφήθηκε από τη Eurobank.