Ο οίκος DBRS αναβάθμισε σε θετική την τάση για την Ελλάδα
Δεν προχώρησε, τελικά, σε αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS, θέτοντας ωστόσο θετικό «trend» («τάση») και επιβεβαιώνοντας την αξιολόγηση για το αξιόχρεο της χώρας στο BB (low).
Ο οίκος DBRS σημειώνει ότι θα υπάρξει αναβάθμιση του ελληνικού rating, εάν συνεχιστεί η ευθυγράμμιση με τη μεταμνημονιακή εποπτεία, η εφαρμογή δημοσιονομικών και δομικών μεταρρυθμίσεων που θα στηρίξουν τη μελλοντική ανάπτυξη, καθώς και αν συνεχιστούν η απρόσκοπτη πρόσβαση στις αγορές και οι βελτιώσεις στην κατάσταση των τραπεζών.
Στον αντίποδα, πιθανή αντιστροφή ή «πάγωμα» των μεταρρυθμίσεων, ενδεχόμενη σημαντική απώλεια των στόχων για τα πλεονάσματα ή νέα αστάθεια στον χρηματοοικονομικό τομέα θα μπορούσαν να «πυροδοτήσουν» υποβάθμιση.
Η επιβεβαίωση του ΒΒ, σημειώνει ο οίκος, αντανακλά το γεγονός ότι η Ελλάδα βγαίνει από τα χρόνια της κρίσης και βρίσκεται στην τρίτη χρονιά ανάπτυξης. Η χώρα ευθυγραμμίζεται με τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Την ίδια στιγμή, το μεγάλο μαξιλάρι ρευστότητας αντιστοιχεί στις ανάγκες χρηματοδότησης του Δημοσίου για δύο χρόνια, ενώ τα κόστη χρηματοδότησης είναι σε προ κρίσης χαμηλά.
Ωστόσο, το χρέος παραμένει υψηλό, καθώς εκτιμάται στο 173,3% του ΑΕΠ στα τέλη του 2019. Πάντως, το υψηλό χρέος αντισταθμίζεται σε έναν βαθμό από τις μακροχρόνιες ωριμάνσεις και από το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος του.
Σε σχέση με την προηγούμενη αξιολόγηση, έχει σημειωθεί πρόοδος από πολλές απόψεις, οδηγώντας στο θετικό outlook. Υπάρχει νέα κυβέρνηση με ισχυρή δέσμευση και μομέντουμ για να εφαρμόσει το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα. Εχει αποκατασταθεί η πρόσβαση στις αγορές και η Ελλάδα είναι σε τροχιά για να προπληρώσει 2,7 δισ. ευρώ ακριβών δανείων από το ΔΝΤ.
Επίσης, το πρόγραμμα Ηρακλής αναμένεται να στηρίξει τις τράπεζες στην προσπάθεια να απομακρύνουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα από τους ισολογισμούς, ενώ υπήρξε και πλήρης άρση των capital controls τον Σεπτέμβριο.
Ο οίκος DBRS σημειώνει ότι θα υπάρξει αναβάθμιση του ελληνικού rating, εάν συνεχιστεί η ευθυγράμμιση με τη μεταμνημονιακή εποπτεία, η εφαρμογή δημοσιονομικών και δομικών μεταρρυθμίσεων που θα στηρίξουν τη μελλοντική ανάπτυξη, καθώς και αν συνεχιστούν η απρόσκοπτη πρόσβαση στις αγορές και οι βελτιώσεις στην κατάσταση των τραπεζών.
Στον αντίποδα, πιθανή αντιστροφή ή «πάγωμα» των μεταρρυθμίσεων, ενδεχόμενη σημαντική απώλεια των στόχων για τα πλεονάσματα ή νέα αστάθεια στον χρηματοοικονομικό τομέα θα μπορούσαν να «πυροδοτήσουν» υποβάθμιση.
Η επιβεβαίωση του ΒΒ, σημειώνει ο οίκος, αντανακλά το γεγονός ότι η Ελλάδα βγαίνει από τα χρόνια της κρίσης και βρίσκεται στην τρίτη χρονιά ανάπτυξης. Η χώρα ευθυγραμμίζεται με τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Την ίδια στιγμή, το μεγάλο μαξιλάρι ρευστότητας αντιστοιχεί στις ανάγκες χρηματοδότησης του Δημοσίου για δύο χρόνια, ενώ τα κόστη χρηματοδότησης είναι σε προ κρίσης χαμηλά.
Ωστόσο, το χρέος παραμένει υψηλό, καθώς εκτιμάται στο 173,3% του ΑΕΠ στα τέλη του 2019. Πάντως, το υψηλό χρέος αντισταθμίζεται σε έναν βαθμό από τις μακροχρόνιες ωριμάνσεις και από το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος του.
Σε σχέση με την προηγούμενη αξιολόγηση, έχει σημειωθεί πρόοδος από πολλές απόψεις, οδηγώντας στο θετικό outlook. Υπάρχει νέα κυβέρνηση με ισχυρή δέσμευση και μομέντουμ για να εφαρμόσει το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα. Εχει αποκατασταθεί η πρόσβαση στις αγορές και η Ελλάδα είναι σε τροχιά για να προπληρώσει 2,7 δισ. ευρώ ακριβών δανείων από το ΔΝΤ.
Επίσης, το πρόγραμμα Ηρακλής αναμένεται να στηρίξει τις τράπεζες στην προσπάθεια να απομακρύνουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα από τους ισολογισμούς, ενώ υπήρξε και πλήρης άρση των capital controls τον Σεπτέμβριο.