Άλλαξε γνώμη το ΔΝΤ - Αναθεωρεί προς τα πάνω τις προβλέψεις για το πλεόνασμα
Μεγάλη αίσθηση προκαλεί η αλλαγή των προβλέψεων του Ταμείου για τα δημοσιονομικά
Μετά την θετική για την ελληνική οικονομία έκθεση που παρουσίασε χθες το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή για το τρίτο τρίμηνο του 2019, ακόμα και το ΔΝΤ σήμερα φαίνεται να άλλαξε προς το καλύτερο τις εκτιμήσεις του για τα πλεονάσματα.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μέσα σε μόλις ένα μήνα αναθεώρησε τις προβλέψεις του.
Συγκεκριμένα, στο πεδίο του ΑΕΠ, ευθυγραμμίζεται με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν και «σκαρφαλώνει» στο 2,3% αντί 2,2% που προέβλεπε στο World Economic Outlook.
Ωστόσο για τα επόμενα χρόνια το Ταμείο διατηρεί τις προβλέψεις για επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, σημειώνοντας ότι παρά το θετικό ξεκίνημα της κυβέρνησης, το δημογραφικό, η χαμηλή παραγωγικότητα καθώς και οι εξωτερικοί παράγοντες θα παραμείνουν «βαρίδια» για την ελληνική οικονομία.
Αυτό που προκαλεί μεγάλη αίσθηση είναι η αλλαγή των προβλέψεων για τα δημοσιονομικά, καθώς πριν από λίγες εβδομάδες το ΔΝΤ έβλεπε παντού «τρύπες». Και ενώ για φέτος το Ταμείο εκτιμούσε ότι το πλεόνασμα δεν θα ξεπεράσει το 3,3%, πλέον βάζει τον πήχη στο 3,7%. Την ίδια στιγμή, βελτίωση υπάρχει και στο 2020, καθώς ενώ πριν το Ταμείο έβλεπε πλεόνασμα 2,6% και τώρα ανεβάζει τον πήχη στο 3,1%, δηλαδή περίπου 1 δις ευρώ παραπάνω.
Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Φθινοπωρινές Προβλέψεις εκτιμά ότι η Ελλάδα με τα σημερινά δεδομένα επιτυγχάνει τους δημοσιονομικούς στόχους και του 2020 και του 2021.
Οι παρατηρήσεις και τα βασικά σημεία της Έκθεσης
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μέσα σε μόλις ένα μήνα αναθεώρησε τις προβλέψεις του.
Συγκεκριμένα, στο πεδίο του ΑΕΠ, ευθυγραμμίζεται με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν και «σκαρφαλώνει» στο 2,3% αντί 2,2% που προέβλεπε στο World Economic Outlook.
Ωστόσο για τα επόμενα χρόνια το Ταμείο διατηρεί τις προβλέψεις για επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, σημειώνοντας ότι παρά το θετικό ξεκίνημα της κυβέρνησης, το δημογραφικό, η χαμηλή παραγωγικότητα καθώς και οι εξωτερικοί παράγοντες θα παραμείνουν «βαρίδια» για την ελληνική οικονομία.
Αυτό που προκαλεί μεγάλη αίσθηση είναι η αλλαγή των προβλέψεων για τα δημοσιονομικά, καθώς πριν από λίγες εβδομάδες το ΔΝΤ έβλεπε παντού «τρύπες». Και ενώ για φέτος το Ταμείο εκτιμούσε ότι το πλεόνασμα δεν θα ξεπεράσει το 3,3%, πλέον βάζει τον πήχη στο 3,7%. Την ίδια στιγμή, βελτίωση υπάρχει και στο 2020, καθώς ενώ πριν το Ταμείο έβλεπε πλεόνασμα 2,6% και τώρα ανεβάζει τον πήχη στο 3,1%, δηλαδή περίπου 1 δις ευρώ παραπάνω.
Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Φθινοπωρινές Προβλέψεις εκτιμά ότι η Ελλάδα με τα σημερινά δεδομένα επιτυγχάνει τους δημοσιονομικούς στόχους και του 2020 και του 2021.
Οι παρατηρήσεις και τα βασικά σημεία της Έκθεσης
- Η ανάκαμψη της οικονομίας ήταν απογοητευτική. Η αναστροφή πολιτικών τον προηγούμενο χρόνο (αφορολόγητο, συντάξεις, εργασιακά) «φρενάρουν» τη μακροπρόθεσμη προοπτική της ανάπτυξης. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να ξεπεράσει τα οργανωμένα συμφέροντα. Οι Ελληνικές Αρχές χαρακτήρισαν απαισιόδοξες τις εκτιμήσεις του Ταμείου, υποστηρίζοντας ότι το πλέγμα των μεταρρυθμίσεων θα ωθήσει το ΑΕΠ.
- Οι Ελληνικές Αρχές ενεργοποίησαν προεκλογικά ένα πακέτο επεκτατικών μέτρων 0,8% του ΑΕΠ, που διάβρωσε τις προηγούμενες προσπάθειες στο πεδίο του ΦΠΑ και των συντάξεων. Πέρα από την κατάργηση της μείωσης του αφορολογήτου και των συντάξεων, το Ταμείο εστιάζει στη μείωση του ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα
- Πρέπει να βελτιωθεί το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, με μεγαλύτερη έμφαση στις επενδύσεις και στις κοινωνικές δαπάνες. Συμφωνία με Ευρωπαίους για χαμηλότερα πλεονάσματα θα δημιουργήσει πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο για αναπτυξιακές και κοινωνικές πολιτικές. Θα βοηθήσει ο καλύτερος προγραμματισμός για τα δημοσιονομικά ρίσκα, μαζί με ένα μηχανισμό για προσωρινές αποκλίσεις από τους στόχους στην περίπτωση shocks
- Το Ταμείο εκτιμά ότι το πλεόνασμα του 2020 θα κινηθεί κοντά στο 3%, καθώς κάποια από τα αντίμετρα των ελαφρύνσεων είναι ανεπαρκή ή αβέβαιης αποτελεσματικότητας
- Θα πρέπει να προτεραιοποιηθούν οι μειώσεις στους άμεσους φόρους και να αποφευχθούν νέες μειώσεις (π.χ. εξαιρέσεις ΦΠΑ στις κατασκευές). Οι μειώσεις στη φορολογία εισοδήματος είναι ευπρόσδεκτες αλλά θα έπρεπε να συνδυαστούν με διεύρυνση της φορολογικής βάσης- μείωση του αφορολογήτου
- Το Ταμείο ζητά να μπει ένα τέλος στην πρακτική των έκτακτων ρυθμίσεων οφειλών. Θετική η έμφαση της κυβέρνησης στην πάγια ρύθμιση, αλλά θα έπρεπε να βελτιωθεί η αρχιτεκτονική της, με καλλίτερη στόχευση (κριτήρια)
- Το σχέδιο για ενίσχυση των ηλεκτρονικών πληρωμών μπορεί να βοηθήσει στην εισπραξιμότητα του ΦΠΑ, αλλά μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους σε θέματα κατανάλωσης των πολιτών με χαμηλά εισοδήματα
- Το Ταμείο επιμένει ότι η ευθυγράμμιση των παλιών συντάξεων με το νέο τρόπο υπολογισμού, δηλαδή η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, θα δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο για στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες
- Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι αναπτυξιακοί και δημοσιονομικοί στόχοι μπορούν να επιτευχθούν χωρίς μείωση του αφορολογήτου και των καταβαλλόμενων συντάξεων
- Ενίσχυση της παραγωγικότητας μέσω μεγαλύτερης ευελιξίας στην αγορά εργασίας και πιο αποτελεσματικών πολιτικών απασχόλησης. Το Ταμείο επιμένει στην ύπαρξη υποκατώτατου μισθού για τους νέους, έτσι ώστε να ενισχυθεί η απασχόληση σε αυτές τις ηλικίες
- Παραμένει χαμηλό το ποσοστό αποτελεσματικότητας των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και είναι ενδεικτικό ότι το 85% των ακινήτων καταλήγει πάλι στις τράπεζες. Το πλαίσιο για την πρώτη κατοικία παραμένει «φτωχά» στοχευμένο
- Top priority η «επισκευή» του τραπεζικού τομέα. Η δυνατότητα των τραπεζών να ενισχύσουν χρηματοδοτικά τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, θα πάρει πολλά χρόνια
- Το Ταμείο εκτιμά ότι το stock των χρεών του Δημοσίου (περίπου 2,4 δις ευρώ) θα έχει εξοφληθεί ως το τέλος του 2020
- Το Χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα κινηθεί σε υψηλότερα επίπεδα (+ 10 ποσοστιαίες μονάδες) σε σχέση με τις εκτιμήσεις του περασμένου Μαρτίου, λόγω των χαμηλότερων ρυθμών ανάπτυξης και της τάσης των πλεονασμάτων την περίοδο 2019- 2025, απορροφώντας τα οφέλη από τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης. Το Ταμείο επιμένει ότι η βιωσιμότητα του Χρέους μακροπρόθεσμα δεν είναι διασφαλισμένη, υπό ρεαλιστικές μακροοικονομικές παραδοχές. Σε ένα συνδυασμό αρνητικών εξελίξεων (χαμηλότερη ανάπτυξη, υψηλότερα επιτόκια), το Χρέος θα φτάσει στο 221% του ΑΕΠ το 2024