Μελέτη για τον κρατικό προϋπολογισμό παρουσίασε το Οικονομικό Επιμελητήριο
Τις θέσεις του για τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2020, όπως αυτές αποτυπώνονται στην ειδική μελέτη της επιστημονικής του επιτροπής, παρουσίασε το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, σε ειδική εκδήλωση.
Ο επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής του ΟΕΕ, Διονύσης Χιόνης, υποστήριξε ότι:
«Το ΟΕΕ, στην έκθεσή του, παραθέτει προτάσεις και γνώμες για τον Προϋπολογισμό, κάνοντας κριτική σε πολλά καίρια ζητήματα. Το 2020 αποτελεί μια χρονιά εσωτερικών και εξωτερικών προκλήσεων. Οι επενδύσεις αποτελούν τον κινητήριο μοχλό για την επίτευξη υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης θα βοηθήσουν στην περαιτέρω μείωση του χρέους. Τα υπερπλεονάσματα δε βοήθησαν την ελληνική οικονομία και οδήγησαν σε περαιτέρω δημοσιονομική λιτότητα περιορίζοντας αισθητά τους βαθμούς ελευθερίας».
Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Μιχάλης Αργυρού, ανέφερε ότι:
«Η ελληνική οικονομία δείχνει σημάδια σταθεροποίησης. Μετά από μια περίοδο παρατεταμένης κρίσης, με εύθραυστο τραπεζικό σύστημα, σε καθεστώς αποεπένδυσης και με σημαντικό παραγωγικό κενό, ο Προϋπολογισμός εμπνέει αισιοδοξία. Η ελάφρυνση της μεσαίας τάξης, η ανακούφιση των ευάλωτων ομάδων, τα κίνητρα για διεύρυνση της φορολογικής βάσης, το αίσθημα ανταποδοτικότητας των φόρων αποτελεί το μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης.
(...) Η επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα πιθανώς θα εγκριθεί αύριο (σημ: στο Eurogroup), αλλά η εκταμίευση θα γίνει στις αρχές του 2020, αφού θα πρέπει να εγκριθεί από κάποια κοινοβούλιο των εταίρων. Σύμφωνα με την απόφαση του 2018, τα κέρδη μπορούν να διοχετευτούν κυρίως για την εξυπηρέτηση του χρέους, αλλά η κυβέρνηση προσπαθεί να διοχετευτούν σε επενδύσεις, επειδή θα έχουν μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό όφελος για την οικονομία».
Ο Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, είπε ότι:
«Η ελληνική οικονομία έχει ξεπεράσει τα χειρότερα και από το 2017 βρίσκεται σε ανάπτυξη. Οι κίνδυνοι παραμένουν ορατοί, όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές και η συρρίκνωση του ανθρώπινου κεφαλαίου. Η γνώμη του Γραφείου Προϋπολογισμού αναφέρει ότι ο προϋπολογισμός επιτυγχάνει το στόχο του, αλλά οι αβεβαιότητες παραμονεύουν, αφού τα περιθώρια των εξοικονομήσεων είναι υψηλά, η αποτελεσματικότητα των κινήτρων για ηλεκτρονικές συναλλαγές δεν είναι σίγουρη, ενώ και ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι αρκετά πιο υψηλός από τις προβλέψεις των άλλων φορέων.
Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα από την προηγούμενη κυβέρνηση έγιναν για λόγους δημοσιονομικής εμπιστοσύνης από τους πιστωτές».
Ο Πρόεδρος του Κέντρου Προγραμματισμού και Ερευνών, Παναγιώτης Λιαργκόβας, δήλωσε ότι:
«Ο Προϋπολογισμός είναι και ρεαλιστικός και αναπτυξιακός. Η κυβέρνηση προσπαθεί μέσω της σωστής διακυβέρνησης να νοικοκυρέψει τα δημόσια οικονομικά και να ενισχύσει τα ποιοτικά στοιχεία, όπως η διαφάνεια. Επίσης, μετά από χρόνια, η κυβέρνηση θέτει τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα εντός των δεσμεύσεων με τους πιστωτές, αλλά δεν αναζητεί τα υπερπλεονάσματα, τα οποία ήταν συνειδητή επιλογή της προηγούμενης κυβέρνησης».
Ο καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Παναγιώτης Πετράκης, έκανε λόγο για σημαντικά βήματα προόδου στην ελληνική οικονομία. Όπως είπε, «Υπάρχουν προκλήσεις, αλλά η κυβέρνηση προσπαθεί να επιτύχει εξορθολογισμένη δημοσιονομική διαχείριση. Μετά από 15 χρόνια, η Ελλάδα θα εμφανίσει ρυθμούς ανάπτυξης, υψηλότερους από την Ευρωζώνη, αρχίζοντας να καλύπτει το κενό».
Ο Πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Κωνσταντίνος Κόλλιας, ανέφερε πως «ο Προϋπολογισμός έχει θετικό κοινωνικό πρόσημο καθώς υλοποιεί μικρά, σταθερά και κατάλληλα δομημένα βήματα ενίσχυσης των οικονομικά ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, αλλά και των κοινωνικών κατηγοριών, που σήκωσαν επί μία δεκαετία το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής. Κυρίως, όμως, στηρίζει τη μεσαία τάξη, που είχε αρχίσει να εξαφανίζεται στα χρόνια της κρίσης».
Ο επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής του ΟΕΕ, Διονύσης Χιόνης, υποστήριξε ότι:
«Το ΟΕΕ, στην έκθεσή του, παραθέτει προτάσεις και γνώμες για τον Προϋπολογισμό, κάνοντας κριτική σε πολλά καίρια ζητήματα. Το 2020 αποτελεί μια χρονιά εσωτερικών και εξωτερικών προκλήσεων. Οι επενδύσεις αποτελούν τον κινητήριο μοχλό για την επίτευξη υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης θα βοηθήσουν στην περαιτέρω μείωση του χρέους. Τα υπερπλεονάσματα δε βοήθησαν την ελληνική οικονομία και οδήγησαν σε περαιτέρω δημοσιονομική λιτότητα περιορίζοντας αισθητά τους βαθμούς ελευθερίας».
Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Μιχάλης Αργυρού, ανέφερε ότι:
«Η ελληνική οικονομία δείχνει σημάδια σταθεροποίησης. Μετά από μια περίοδο παρατεταμένης κρίσης, με εύθραυστο τραπεζικό σύστημα, σε καθεστώς αποεπένδυσης και με σημαντικό παραγωγικό κενό, ο Προϋπολογισμός εμπνέει αισιοδοξία. Η ελάφρυνση της μεσαίας τάξης, η ανακούφιση των ευάλωτων ομάδων, τα κίνητρα για διεύρυνση της φορολογικής βάσης, το αίσθημα ανταποδοτικότητας των φόρων αποτελεί το μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης.
(...) Η επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα πιθανώς θα εγκριθεί αύριο (σημ: στο Eurogroup), αλλά η εκταμίευση θα γίνει στις αρχές του 2020, αφού θα πρέπει να εγκριθεί από κάποια κοινοβούλιο των εταίρων. Σύμφωνα με την απόφαση του 2018, τα κέρδη μπορούν να διοχετευτούν κυρίως για την εξυπηρέτηση του χρέους, αλλά η κυβέρνηση προσπαθεί να διοχετευτούν σε επενδύσεις, επειδή θα έχουν μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό όφελος για την οικονομία».
Ο Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, είπε ότι:
«Η ελληνική οικονομία έχει ξεπεράσει τα χειρότερα και από το 2017 βρίσκεται σε ανάπτυξη. Οι κίνδυνοι παραμένουν ορατοί, όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές και η συρρίκνωση του ανθρώπινου κεφαλαίου. Η γνώμη του Γραφείου Προϋπολογισμού αναφέρει ότι ο προϋπολογισμός επιτυγχάνει το στόχο του, αλλά οι αβεβαιότητες παραμονεύουν, αφού τα περιθώρια των εξοικονομήσεων είναι υψηλά, η αποτελεσματικότητα των κινήτρων για ηλεκτρονικές συναλλαγές δεν είναι σίγουρη, ενώ και ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι αρκετά πιο υψηλός από τις προβλέψεις των άλλων φορέων.
Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα από την προηγούμενη κυβέρνηση έγιναν για λόγους δημοσιονομικής εμπιστοσύνης από τους πιστωτές».
Ο Πρόεδρος του Κέντρου Προγραμματισμού και Ερευνών, Παναγιώτης Λιαργκόβας, δήλωσε ότι:
«Ο Προϋπολογισμός είναι και ρεαλιστικός και αναπτυξιακός. Η κυβέρνηση προσπαθεί μέσω της σωστής διακυβέρνησης να νοικοκυρέψει τα δημόσια οικονομικά και να ενισχύσει τα ποιοτικά στοιχεία, όπως η διαφάνεια. Επίσης, μετά από χρόνια, η κυβέρνηση θέτει τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα εντός των δεσμεύσεων με τους πιστωτές, αλλά δεν αναζητεί τα υπερπλεονάσματα, τα οποία ήταν συνειδητή επιλογή της προηγούμενης κυβέρνησης».
Ο καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Παναγιώτης Πετράκης, έκανε λόγο για σημαντικά βήματα προόδου στην ελληνική οικονομία. Όπως είπε, «Υπάρχουν προκλήσεις, αλλά η κυβέρνηση προσπαθεί να επιτύχει εξορθολογισμένη δημοσιονομική διαχείριση. Μετά από 15 χρόνια, η Ελλάδα θα εμφανίσει ρυθμούς ανάπτυξης, υψηλότερους από την Ευρωζώνη, αρχίζοντας να καλύπτει το κενό».
Ο Πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Κωνσταντίνος Κόλλιας, ανέφερε πως «ο Προϋπολογισμός έχει θετικό κοινωνικό πρόσημο καθώς υλοποιεί μικρά, σταθερά και κατάλληλα δομημένα βήματα ενίσχυσης των οικονομικά ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, αλλά και των κοινωνικών κατηγοριών, που σήκωσαν επί μία δεκαετία το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής. Κυρίως, όμως, στηρίζει τη μεσαία τάξη, που είχε αρχίσει να εξαφανίζεται στα χρόνια της κρίσης».