Οίκοι αξιολόγησης: Τα «ραντεβού» της Ελλάδας με τις αναβαθμίσεις
Για τις 24 Ιανουαρίου έχει κλειστεί το πρώτο ραντεβού της χρονιάς ανάμεσα στην Αθήνα και τους οίκους αξιολόγησης. Σε μία χρονιά υψηλών προσδοκιών, που αναμένεται να φέρει την Ελλάδα ένα βήμα πιο κοντά στην έξοδο από το junk, ο κύκλος των reviews της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας ανοίγει με τους αναλυτές Αρβίντ Ραμακρισνάν και Μισέλ Ναπολιτάνο, οι οποίοι καλύπτουν την ελληνική οικονομία για λογαριασμό της Fitch.
Οι κρίσεις των οίκων αξιολόγησης είναι ιδιαίτερα κρίσιμες φέτος, καθώς η Αθήνα χρειάζεται πιστοληπτική ικανότητα επενδυτικής κατηγορίας (από τουλάχιστον έναν εκ των τεσσάρων βασικών rating agencies – S&P, Moody’s, Fitch ή DBRS) για να μπορέσει να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ενδεχομένως η Ελλάδα να μην προλάβει μέσα στο 2020 να αναβαθμιστεί κατά τις 3-4 βαθμίδες που απαιτούνται για την έξοδο από το junk. Όμως οι όποιες αναβαθμίσεις καθώς και τα θετικά σχόλια από τους οίκους σίγουρα θα βοηθήσουν ώστε να συνεχιστεί το ράλι των ομολόγων και να πέσουν ακόμα χαμηλότερα οι αποδόσεις τους, σε μία χρονιά όπου ο ΟΔΔΗΧ σχεδιάζει να δανειστεί έως και 8 δισ. ευρώ από τις αγορές.
Η Fitch, που ανοίγει τον κύκλο των reviews της χρονιάς, κατατάσσει τα ελληνικά ομόλογα στο BB-, δηλαδή τρεις βαθμίδες χαμηλότερα από την επενδυτική κατηγορία. Ανάμεσα στους παράγοντες που θα οδηγούσαν τους αναλυτές του οίκου στην αναβάθμιση της Ελλάδας είναι ένα καλό ιστορικό μείωσης του χρέους, μία διατηρήσιμη οικονομική ανάκαμψη, μία συνετή οικονομική και δημοσιονομική πολιτική που να συνδυάζεται με καλές σχέσεις με τους πιστωτές και σταθερό πολιτικό περιβάλλον ή μία μείωση του δημοσιονομικού κινδύνου που προκύπτει από τον τραπεζικό τομέα. Πάντως, εάν η Fitch αποφασίσει να μην αναβαθμίσει την Ελλάδα στις 24 Ιανουαρίου, το επόμενο ραντεβού της με την Αθήνα έχει ήδη κλειστεί για τις 24 Ιουλίου.
Έως τότε, τη σκυτάλη θα έχει λάβει η S&P. Με δεδομένες τις θετικές προοπτικές που έχει δώσει ο συγκεκριμένος οίκος στην ελληνική αξιολόγηση (BB-), είναι πολύ πιθανό ότι το review της 24ης Απριλίου θα καταλήξει σε αναβάθμιση. Άλλωστε, ο Μάρκο Μρσνικ, ο αναλυτής που παρακολουθεί την ελληνική οικονομία για λογαριασμό του οίκου, έγραφε στις 25 Οκτωβρίου ότι «θα μπορούσαμε να αναβαθμίσουμε την αξιολόγησή μας για την Ελλάδα μέσα στους επόμενους 12 μήνες εάν η κυβέρνηση συνεχίσει να εφαρμόζει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ενισχύουν τις προοπτικές ανάπτυξης και τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών της χώρας». Ένας άλλος παράγοντας που θα μπορούσε να οδηγήσει την S&P σε αναβάθμιση είναι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα. Μετά τις 24 Απριλίου, το επόμενο review της S&P είναι προγραμματισμένο για τις 23 Οκτωβρίου.
«Ραντεβού» στις ίδιες ακριβώς ημερομηνίες δίνει και η DBRS, η οποία στις αρχές Νοεμβρίου αναβάθμισε την τάση της ελληνικής πιστοληπτικής αξιολόγησης σε θετική. Ο οίκος έλαβε ενθαρρυντικά μηνύματα από τη δέσμευση της κυβέρνησης στη μεταρρυθμιστική ατζέντα, την αποκατάσταση της πρόσβασης στις αγορές, την πρόωρη αποπληρωμή των χρεών προς το ΔΝΤ, το σχέδιο Ηρακλής για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και την άρση των capital controls. Για να προχωρήσει στην αναβάθμιση της ελληνικής αξιολόγησης από το BB (low), θέλει να δει τη συνεχιζόμενη υλοποίηση των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που στηρίζουν τη μελλοντική ανάπτυξη, τη συμμόρφωση με τους όρους της μεταμνημονιακής επιτήρησης, την περαιτέρω βελτίωση της πρόσβασης στις αγορές και τη συνεχιζόμενη ενίσχυση της κατάστασης του τραπεζικού τομέα.
Όσο για τη Moody’s, το μοναδικό από τους μεγάλους οίκους που κατατάσσει τα ελληνικά ομόλογα 4 βαθμίδες χαμηλότερα από την επενδυτική κατηγορία, το πρώτο «ραντεβού» της χρονιάς έχει κλειστεί για τις 8 Μαΐου. Η αναλύτρια του οίκου, Κάθριν Μιλμπρόνερ, διατηρεί την αξιολόγηση της Ελλάδας στο B1, αλλά έχει δηλώσει ότι αυτή θα μπορούσε να αναβαθμιστεί «εάν η νέα κυβέρνηση συνεχίσει να εφαρμόζει τις δεσμεύσεις της προς την Ευρωζώνη, συμπεριλαμβανομένων των μεταρρυθμίσεων που οδήγησαν στη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και την ενίσχυση των επενδύσεων, διατηρώντας ταυτόχρονα στέρεα δημόσια οικονομικά. Η ταχύτερη των εκτιμήσεων βελτίωση στην κατάσταση του τραπεζικού τομέα θα ήταν επίσης θετική». Εφόσον η 8η Μαΐου περάσει χωρίς αναβάθμιση από τη Moody’s, τότε οι προσδοκίες θα μεταφερθούν στο review της 6ης Νοεμβρίου.
Οι κρίσεις των οίκων αξιολόγησης είναι ιδιαίτερα κρίσιμες φέτος, καθώς η Αθήνα χρειάζεται πιστοληπτική ικανότητα επενδυτικής κατηγορίας (από τουλάχιστον έναν εκ των τεσσάρων βασικών rating agencies – S&P, Moody’s, Fitch ή DBRS) για να μπορέσει να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ενδεχομένως η Ελλάδα να μην προλάβει μέσα στο 2020 να αναβαθμιστεί κατά τις 3-4 βαθμίδες που απαιτούνται για την έξοδο από το junk. Όμως οι όποιες αναβαθμίσεις καθώς και τα θετικά σχόλια από τους οίκους σίγουρα θα βοηθήσουν ώστε να συνεχιστεί το ράλι των ομολόγων και να πέσουν ακόμα χαμηλότερα οι αποδόσεις τους, σε μία χρονιά όπου ο ΟΔΔΗΧ σχεδιάζει να δανειστεί έως και 8 δισ. ευρώ από τις αγορές.
Η Fitch, που ανοίγει τον κύκλο των reviews της χρονιάς, κατατάσσει τα ελληνικά ομόλογα στο BB-, δηλαδή τρεις βαθμίδες χαμηλότερα από την επενδυτική κατηγορία. Ανάμεσα στους παράγοντες που θα οδηγούσαν τους αναλυτές του οίκου στην αναβάθμιση της Ελλάδας είναι ένα καλό ιστορικό μείωσης του χρέους, μία διατηρήσιμη οικονομική ανάκαμψη, μία συνετή οικονομική και δημοσιονομική πολιτική που να συνδυάζεται με καλές σχέσεις με τους πιστωτές και σταθερό πολιτικό περιβάλλον ή μία μείωση του δημοσιονομικού κινδύνου που προκύπτει από τον τραπεζικό τομέα. Πάντως, εάν η Fitch αποφασίσει να μην αναβαθμίσει την Ελλάδα στις 24 Ιανουαρίου, το επόμενο ραντεβού της με την Αθήνα έχει ήδη κλειστεί για τις 24 Ιουλίου.
Έως τότε, τη σκυτάλη θα έχει λάβει η S&P. Με δεδομένες τις θετικές προοπτικές που έχει δώσει ο συγκεκριμένος οίκος στην ελληνική αξιολόγηση (BB-), είναι πολύ πιθανό ότι το review της 24ης Απριλίου θα καταλήξει σε αναβάθμιση. Άλλωστε, ο Μάρκο Μρσνικ, ο αναλυτής που παρακολουθεί την ελληνική οικονομία για λογαριασμό του οίκου, έγραφε στις 25 Οκτωβρίου ότι «θα μπορούσαμε να αναβαθμίσουμε την αξιολόγησή μας για την Ελλάδα μέσα στους επόμενους 12 μήνες εάν η κυβέρνηση συνεχίσει να εφαρμόζει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ενισχύουν τις προοπτικές ανάπτυξης και τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών της χώρας». Ένας άλλος παράγοντας που θα μπορούσε να οδηγήσει την S&P σε αναβάθμιση είναι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα. Μετά τις 24 Απριλίου, το επόμενο review της S&P είναι προγραμματισμένο για τις 23 Οκτωβρίου.
«Ραντεβού» στις ίδιες ακριβώς ημερομηνίες δίνει και η DBRS, η οποία στις αρχές Νοεμβρίου αναβάθμισε την τάση της ελληνικής πιστοληπτικής αξιολόγησης σε θετική. Ο οίκος έλαβε ενθαρρυντικά μηνύματα από τη δέσμευση της κυβέρνησης στη μεταρρυθμιστική ατζέντα, την αποκατάσταση της πρόσβασης στις αγορές, την πρόωρη αποπληρωμή των χρεών προς το ΔΝΤ, το σχέδιο Ηρακλής για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και την άρση των capital controls. Για να προχωρήσει στην αναβάθμιση της ελληνικής αξιολόγησης από το BB (low), θέλει να δει τη συνεχιζόμενη υλοποίηση των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που στηρίζουν τη μελλοντική ανάπτυξη, τη συμμόρφωση με τους όρους της μεταμνημονιακής επιτήρησης, την περαιτέρω βελτίωση της πρόσβασης στις αγορές και τη συνεχιζόμενη ενίσχυση της κατάστασης του τραπεζικού τομέα.
Όσο για τη Moody’s, το μοναδικό από τους μεγάλους οίκους που κατατάσσει τα ελληνικά ομόλογα 4 βαθμίδες χαμηλότερα από την επενδυτική κατηγορία, το πρώτο «ραντεβού» της χρονιάς έχει κλειστεί για τις 8 Μαΐου. Η αναλύτρια του οίκου, Κάθριν Μιλμπρόνερ, διατηρεί την αξιολόγηση της Ελλάδας στο B1, αλλά έχει δηλώσει ότι αυτή θα μπορούσε να αναβαθμιστεί «εάν η νέα κυβέρνηση συνεχίσει να εφαρμόζει τις δεσμεύσεις της προς την Ευρωζώνη, συμπεριλαμβανομένων των μεταρρυθμίσεων που οδήγησαν στη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και την ενίσχυση των επενδύσεων, διατηρώντας ταυτόχρονα στέρεα δημόσια οικονομικά. Η ταχύτερη των εκτιμήσεων βελτίωση στην κατάσταση του τραπεζικού τομέα θα ήταν επίσης θετική». Εφόσον η 8η Μαΐου περάσει χωρίς αναβάθμιση από τη Moody’s, τότε οι προσδοκίες θα μεταφερθούν στο review της 6ης Νοεμβρίου.