Η επιστροφή της μεσαίας τάξης με τις μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης- Όλο το πλάνο του υπουργείου Οικονομικών
Απόφαση του υπουργείου Οικονομικών να «τρέξει» πιο γρήγορα τις μειώσεις φόρου και εισφορών για τα φυσικά πρόσωπα. Πριν καλά-καλά τεθεί σε εφαρμογή η νέα φορολογική κλίμακα, με τα αυξημένα αφορολόγητα για όσους έχουν παιδιά και τις μειωμένες κρατήσεις φόρου, στο οικονομικό επιτελείο βρίσκονται ήδη σε ανοικτή γραμμή επικοινωνίας με το Μέγαρο Μαξίμου, δρομολογώντας την επιτάχυνση της μείωσης των βαρών για τα φυσικά πρόσωπα, ειδικά για τους μισθωτούς.
Ακτινογραφώντας τις έως τώρα παρεμβάσεις στη φορολογία ακινήτων και εισοδήματος, παγιώνεται η αντίληψη ότι αν και το πρώτο κύμα ελαφρύνσεων ήταν σημαντικό, απαιτείται ένα ισχυρό θετικό σοκ έτσι ώστε να σταθεί στα πόδια της το ταχύτερο δυνατόν η ραχοκοκαλιά της κοινωνίας: η μεσαία τάξη. Η αλλαγή του αρχικού σχεδιασμού, που «άπλωνε» σε βάθος τετραετίας τις κρίσιμες ελαφρύνσεις στην εισφορά αλληλεγγύης, στο Τέλος Επιτηδεύματος και στις ασφαλιστικές εισφορές, κρίνεται επιβεβλημένη, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν τα στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι κατά την περίοδο της κρίσης η μεσαία τάξη υποχώρησε στη ζώνη των 10.000-20.000 ευρώ.
Είναι ενδεικτικό ότι μόλις το 10% των φορολογουμένων δηλώνει πάνω από 20.000 ευρώ εισόδημα, καθώς το μέσο ατομικό εισόδημα βρίσκεται στις 7.500 ευρώ, ενώ το μέσο οικογενειακό εισόδημα μόλις και μετά βίας φτάνει στις 15.500 ευρώ.
Πώς αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της συμπίεσης της πάλαι ποτέ μεσαίας τάξης; Η μία λογική ήταν αυτή που ακολούθησε η προηγούμενη κυβέρνηση σταθερά την προηγούμενη τετραετία, «βομβαρδίζοντας» με φόρους όσους κινούνταν πάνω από τις 20.000 ευρώ ως... προνομιούχους, για να στηρίζει επιδοματικά τα χαμηλά στρώμα-τα, με αποτέλεσμα έναν τοξικό φαύλο κύκλο. Η άλλη λογική είναι η σταθερή και αναλογική ελάφρυνση όλων των εισοδηματικών στρωμάτων, έτσι ώστε να αποκατασταθούν ταχύτερα οι απώλειες της «μαύρης» περιόδου. Αυτήν ακριβώς τη λογική εξυπηρετεί ο επικαιροποιημένος σχεδιασμός του υπουργείου Οικονομικών, ανοίγοντας τη βεντάλια των ελαφρύνσεων στην έκτακτη εισφορά και στις ασφαλιστικές εισφορές, εντός του 2020, παρά το ότι δεν προβλέφθηκε στον Προϋπολογισμό.
Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν μισθωτό με μηνιαίες αποδοχές 1.429 ευρώ, που έχει 2 παιδιά και ιδιόκτητο διαμέρισμα 100 τ.μ., αξίας 160.000 ευρώ, στο κέντρο της Αθήνας, ο οποίος αποτελεί τον «καθρέπτη» της σημερινής ταλαιπωρημένης μεσαίας τάξης. Η πρώτη παρέμβαση έγινε με τη μείωση του ΕΝΦΙΑ και όσο κι αν προσπαθεί κανείς να αντικρούσει την πραγματικότητα, οι ψυχροί αριθμοί λένε ότι με το σχέδιο της προηγούμενης κυβέρνησης θα είχε μείωση φόρου μόλις 6,67% -προφανώς ως... προνομιούχος μεγαλοϊδιοκτήτης-, ενώ τελικά είδε τον φόρο του να μειώνεται κατά 20%. Συγκεκριμένα, ενώ το σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ του «έδινε» ελάφρυνση 30 ευρώ, ο φετινός του ΕΝΦΙΑ είναι μειωμένος κατά 90%. Σημειωτέον ότι σε ανάλογη ή χειρότερη μοίρα ήταν περίπου 870.000 φορολογούμενοι, οι οποίοι θα είχαν μείωση ΕΝΦΙΑ από 2,7% έως 9,5%, επειδή η αξία του σπιτιού τους ήταν από 100.000 έως 200.000 ευρώ, ενώ όσοι κινούνταν λίγο υψηλότερα δεν θα έβλεπαν ούτε μισό ευρώ έκπτωση φόρου.
Η δεύτερη παρέμβαση έγινε με τις αλλαγές στη φορολογική κλίμακα κι έτσι ο εν λόγω φορολογούμενος θα έχει φέτος -μέσω παρακράτησης- όφελος 40 ευρώ ή αύξηση αποδοχών 2,86 ευρώ τον μήνα. Κι επειδή είναι προφανές ότι αυτό δεν αρκεί, έρχεται η τρίτη παρέμβαση, με ανατροπές στην έκτακτη εισφορά και μάλιστα πιθανότατα με αναδρομικό χαρακτήρα, για τα εισοδήματα του 2019.
Το πρώτο σενάριο προβλέπει αύξηση του αφορολογήτου της έκτακτης εισφοράς στις 20.000 ευρώ, από 12.000 ευρώ σήμερα. Ανεξαρτήτως του πόσο θα μειωθούν οι συντελεστές για τα παραπάνω εισοδήματα, ο μισθωτός του παραδείγματός μας θα ωφεληθεί με 176 ευρώ λιγότερο φόρο.
Αν η απόφαση ισχύσει για τα εισοδήματα του 2019, τότε το όφελος θα είναι διπλό, αφού εκτός από τα 176 ευρώ λιγότερου φόρου στο εφετινό εκκαθαριστικό, θα έχει και αύξηση 12,6 ευρώ τον μήνα λόγω μικρότερης παρακράτησης. Αθροίζοντας κανείς τις τρεις παρεμβάσεις, διαπιστώνει ότι ο εν λόγω μισθωτός θα έχει συνολικό όφελος τουλάχιστον 306 ευρώ, ωστόσο είναι πιθανό το όφελός του να διευρυνθεί από την επιτάχυνση της μείωσης των εισφορών που προκρίνει το υπουργείο Οικονομικών. Έτσι, αν το 2020 οι εισφορές για τους εργαζομένους μειωθούν κατά 0,98%, δηλαδή συμπτυχθεί η μείωση της διετίας 2020-2021, τότε ο συγκεκριμένος μισθωτός θα δει τις αποδοχές του να αυξάνονται περαιτέρω, κατά 14 ευρώ τον μήνα.
Ακτινογραφώντας τις έως τώρα παρεμβάσεις στη φορολογία ακινήτων και εισοδήματος, παγιώνεται η αντίληψη ότι αν και το πρώτο κύμα ελαφρύνσεων ήταν σημαντικό, απαιτείται ένα ισχυρό θετικό σοκ έτσι ώστε να σταθεί στα πόδια της το ταχύτερο δυνατόν η ραχοκοκαλιά της κοινωνίας: η μεσαία τάξη. Η αλλαγή του αρχικού σχεδιασμού, που «άπλωνε» σε βάθος τετραετίας τις κρίσιμες ελαφρύνσεις στην εισφορά αλληλεγγύης, στο Τέλος Επιτηδεύματος και στις ασφαλιστικές εισφορές, κρίνεται επιβεβλημένη, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν τα στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι κατά την περίοδο της κρίσης η μεσαία τάξη υποχώρησε στη ζώνη των 10.000-20.000 ευρώ.
Είναι ενδεικτικό ότι μόλις το 10% των φορολογουμένων δηλώνει πάνω από 20.000 ευρώ εισόδημα, καθώς το μέσο ατομικό εισόδημα βρίσκεται στις 7.500 ευρώ, ενώ το μέσο οικογενειακό εισόδημα μόλις και μετά βίας φτάνει στις 15.500 ευρώ.
Ενώ το σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ «έδινε» ελάφρυνση 30 ευρώ, ο φετινός ΕΝΦΙΑ είναι μειωμένος κατά 90%
Πώς αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της συμπίεσης της πάλαι ποτέ μεσαίας τάξης; Η μία λογική ήταν αυτή που ακολούθησε η προηγούμενη κυβέρνηση σταθερά την προηγούμενη τετραετία, «βομβαρδίζοντας» με φόρους όσους κινούνταν πάνω από τις 20.000 ευρώ ως... προνομιούχους, για να στηρίζει επιδοματικά τα χαμηλά στρώμα-τα, με αποτέλεσμα έναν τοξικό φαύλο κύκλο. Η άλλη λογική είναι η σταθερή και αναλογική ελάφρυνση όλων των εισοδηματικών στρωμάτων, έτσι ώστε να αποκατασταθούν ταχύτερα οι απώλειες της «μαύρης» περιόδου. Αυτήν ακριβώς τη λογική εξυπηρετεί ο επικαιροποιημένος σχεδιασμός του υπουργείου Οικονομικών, ανοίγοντας τη βεντάλια των ελαφρύνσεων στην έκτακτη εισφορά και στις ασφαλιστικές εισφορές, εντός του 2020, παρά το ότι δεν προβλέφθηκε στον Προϋπολογισμό.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν μισθωτό με μηνιαίες αποδοχές 1.429 ευρώ, που έχει 2 παιδιά και ιδιόκτητο διαμέρισμα 100 τ.μ., αξίας 160.000 ευρώ, στο κέντρο της Αθήνας, ο οποίος αποτελεί τον «καθρέπτη» της σημερινής ταλαιπωρημένης μεσαίας τάξης. Η πρώτη παρέμβαση έγινε με τη μείωση του ΕΝΦΙΑ και όσο κι αν προσπαθεί κανείς να αντικρούσει την πραγματικότητα, οι ψυχροί αριθμοί λένε ότι με το σχέδιο της προηγούμενης κυβέρνησης θα είχε μείωση φόρου μόλις 6,67% -προφανώς ως... προνομιούχος μεγαλοϊδιοκτήτης-, ενώ τελικά είδε τον φόρο του να μειώνεται κατά 20%. Συγκεκριμένα, ενώ το σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ του «έδινε» ελάφρυνση 30 ευρώ, ο φετινός του ΕΝΦΙΑ είναι μειωμένος κατά 90%. Σημειωτέον ότι σε ανάλογη ή χειρότερη μοίρα ήταν περίπου 870.000 φορολογούμενοι, οι οποίοι θα είχαν μείωση ΕΝΦΙΑ από 2,7% έως 9,5%, επειδή η αξία του σπιτιού τους ήταν από 100.000 έως 200.000 ευρώ, ενώ όσοι κινούνταν λίγο υψηλότερα δεν θα έβλεπαν ούτε μισό ευρώ έκπτωση φόρου.
Η δεύτερη παρέμβαση έγινε με τις αλλαγές στη φορολογική κλίμακα κι έτσι ο εν λόγω φορολογούμενος θα έχει φέτος -μέσω παρακράτησης- όφελος 40 ευρώ ή αύξηση αποδοχών 2,86 ευρώ τον μήνα. Κι επειδή είναι προφανές ότι αυτό δεν αρκεί, έρχεται η τρίτη παρέμβαση, με ανατροπές στην έκτακτη εισφορά και μάλιστα πιθανότατα με αναδρομικό χαρακτήρα, για τα εισοδήματα του 2019.
Το πρώτο σενάριο προβλέπει αύξηση του αφορολογήτου της έκτακτης εισφοράς στις 20.000 ευρώ, από 12.000 ευρώ σήμερα. Ανεξαρτήτως του πόσο θα μειωθούν οι συντελεστές για τα παραπάνω εισοδήματα, ο μισθωτός του παραδείγματός μας θα ωφεληθεί με 176 ευρώ λιγότερο φόρο.
Αν η απόφαση ισχύσει για τα εισοδήματα του 2019, τότε το όφελος θα είναι διπλό, αφού εκτός από τα 176 ευρώ λιγότερου φόρου στο εφετινό εκκαθαριστικό, θα έχει και αύξηση 12,6 ευρώ τον μήνα λόγω μικρότερης παρακράτησης. Αθροίζοντας κανείς τις τρεις παρεμβάσεις, διαπιστώνει ότι ο εν λόγω μισθωτός θα έχει συνολικό όφελος τουλάχιστον 306 ευρώ, ωστόσο είναι πιθανό το όφελός του να διευρυνθεί από την επιτάχυνση της μείωσης των εισφορών που προκρίνει το υπουργείο Οικονομικών. Έτσι, αν το 2020 οι εισφορές για τους εργαζομένους μειωθούν κατά 0,98%, δηλαδή συμπτυχθεί η μείωση της διετίας 2020-2021, τότε ο συγκεκριμένος μισθωτός θα δει τις αποδοχές του να αυξάνονται περαιτέρω, κατά 14 ευρώ τον μήνα.