Ανάπτυξη στο 2,2% – 2,5% το 2020 προβλέπει ο ΙΟΒΕ
Στο επίπεδο του 2,2% - 2,5% εκτιμά για φέτος την ανάπτυξη το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεσή του για την εγχώρια οικονομία.
Όπως προκύπτει από την έκθεση, η ανάπτυξη προβλέπεται να κλιμακωθεί από τη μεγαλύτερη επενδυτική δραστηριότητα, λόγω της πιστωτικής επέκτασης, των φοροελαφρύνσεων στις επιχειρήσεις, τις αποκρατικοποιήσεις – παραχωρήσεις (+16%), τη νέα αύξηση εξαγωγών (+5,5-6%) και την ανάκαμψη ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,4%).
Αντίθετα, αναμένεται μικρή περιστολή καταναλωτικών δαπανών δημοσίου κατόπιν της περυσινής ανόδου και από μεταρρυθμίσεις στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών (-0,8%). Η ισχυρότερη εγχώρια ζήτηση θα αποτυπωθεί στις εισαγωγές (+6,5-7%).
Για το 2019 ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται στο 2,1%, από την ενίσχυση των εξαγωγών (+6,0%), κυρίως σε υπηρεσίες (Τουρισμός – Μεταφορές) και τη διεύρυνση της δημόσιας κατανάλωσης, λόγω εκλογικού κύκλου (+2,0%), όπως αναφέρει το ΙΟΒΕ.
Θετική συμβολή είχαν και οι επενδύσεις, ωστόσο αρκετά μικρότερη της αρχικά αναμενόμενης (+4-5%), ενώ η κατανάλωση των νοικοκυριών σημείωσε μικρά άνοδο (+0,5%).
«Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε στάδιο επιταχυνόμενης πραγματικής μεγέθυνσης. Ο ρυθμός της για το προηγούμενο έτος εκτιμάται οριακά άνω του 2% ενώ για το τρέχον αναμένεται σχετικά υψηλότερος, στην περιοχή του 2,2% με 2,5%. Η καταναλωτική εμπιστοσύνη και το οικονομικό κλίμα ευρύτερα ενισχύονται σε υψηλά επίπεδα, εικοσαετίας και δωδεκαετίας αντίστοιχα», ανέφερε, κατά την παρουσίαση της Έκθεσης, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας.
Παράλληλα, εστίασε στα εξής σημεία:
Το κόστος χρηματοδότησης αποκλιμακώνεται στο δημόσιο και, σταδιακά, και στο ιδιωτικό επίπεδο. Σημαντικοί τομείς, όπως ο τουρισμός, συνεχίζουν να έχουν θετική συμβολή, ενώ άλλοι, όπως η οικοδομή, ανακάμπτουν από πολυετή λήθαργο. Οι εξαγωγές εξακολουθούν να κινούνται θετικά.
Η άρση της ακραίας αβεβαιότητας που κυριάρχησε για μια σχεδόν δεκαετία, έχει από μόνη της ευεργετικά αποτελέσματα. Η επόμενη χρονιά θα είναι η πρώτη μετά από μια δεκαετία, όπου η ελληνική οικονομία θα μπορεί να είναι περισσότερο στραμμένη στις προκλήσεις του μέλλοντος παρά στα προβλήματα που κληρονομεί από το παρελθόν.
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας θα είναι χωρίς εμπόδια και δυσκολίες. Υπάρχουν δομικές παθογένειες, ασθενής παραγωγική βάση και υψηλό εξωτερικό δημόσιο χρέος. Παρά την προσαρμογή, χαρακτηρίζεται ακόμη από χαμηλό βαθμό καινοτομίας, μικρή συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ και χαμηλή παραγωγικότητα.
Το συνολικό επίπεδο επενδύσεων στη χώρα μας παραμένει καθηλωμένο περίπου στο μισό από αυτό που θα χρειαζόταν για τη σύγκλιση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης.
Μετά τα επόμενα λίγα χρόνια, όπου αναμένεται βελτίωση, τα θεμελιώδη της οικονομίας δεν την τραβούν μεσοπρόθεσμα από το 2% προς το 3%, αλλά την υποβιβάζουν προς το 1% ετήσιας πραγματικής μεγέθυνσης. Θα είναι λοιπόν ιδιαίτερα χρήσιμο να γίνει κατανοητό πως η πορεία ενδυνάμωσης της οικονομίας δεν έχει τελειώσει, ούτε θα είναι αυτόματη. Θα απαιτηθούν στοχευμένες πολιτικές, όσο και οριζόντιες, ειδικότερα στα συστήματα φορολογίας συντάξεων και εκπαίδευσης. Ο στόχος πρέπει να είναι να αυξηθεί συστηματικά η αμοιβή της εργασίας και της επιχειρηματικότητας στη χώρα. Μόνο εάν αυτό συμβεί η μεγέθυνση της οικονομίας που καταγράφεται σήμερα θα οδηγήσει σε συνθήκες για ισχυρή ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα.
Είναι κρίσιμο να γίνουν κατανοητές οι ευκαιρίες αλλά και οι περιορισμοί και να μην υπάρξει καθυστέρηση στη στροφή σε ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης. Μια θετική πορεία μετασχηματισμού της οικονομίας μας θα έχει ως κεντρικά χαρακτηριστικά, τη στροφή της παραγωγής προς τις παγκόσμιες αγορές, αντί για το εσωτερικό, με ενίσχυση της σχετικής συνεισφοράς της μεταποίησης όπως και της ποιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών μέσα από την καινοτομία.
Οι πρόσφατες σχετικές παρεμβάσεις για μείωση φορολογικών συντελεστών και αύξηση συντάξεων, χρησιμοποιούν υφιστάμενο δημοσιονομικό χώρο προς όφελος της ενίσχυσης του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας.
Ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος που θα δημιουργηθεί, συμπεριλαμβανομένης και της ενδεχόμενης επιστροφής των αποδόσεων των ομολόγων, πρέπει να ενισχύσει την οικονομία κατά απόλυτη προτεραιότητα μέσω επενδύσεων.
Είναι υψηλής σημασίας να υπάρχει κατά το δυνατό σταθερότητα και απλότητα των κανόνων και όχι συνεχείς αλλαγές. Προς αυτό θα συμβάλλει μια διαχρονική διευθέτηση για χρήση των «υπερπλεονασμάτων» που δημιουργούνται που να είναι συστηματική και όχι ευκαιριακή.
Οι πρόσφατες παρεμβάσεις καθιστούν το σύστημα φορολογίας εισοδήματος ακόμη περισσότερο προοδευτικό και διατηρούν ακραία υψηλή επιβάρυνση για το σχετικά μικρό ποσοστό του πληθυσμού που πληρώνει φόρους. Από κοινού με τις παρεμβάσεις που έχουν ανακοινωθεί στο ασφαλιστικό σύστημα, ευνοούν σχετικά περισσότερο την αυτοαπασχόληση και μικρή επιχειρηματικότητα σε σύγκριση με την μισθωτή απασχόληση, εξέλιξη που δεν συντείνει στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και εξωστρέφειάς της οικονομίας.
Προς αυτή την κατεύθυνση, θα ήταν ιδιαίτερα θετική η μείωση του επιπέδου των ασφαλιστικών εισφορών στη μισθωτή εργασία, του ιδιαίτερα υψηλού ορίου του ασφαλιστέου εισοδήματος, της ενίσχυσης της ανταποδοτικότητας και ευελιξίας των συντάξεων μέσω δεύτερου και τρίτου πυλώνα, και η άμβλυνση της ακραίας προοδευτικότητας του φορολογικού εισοδήματος.
Τα επόμενα χρόνια, οικονομίες που θα γίνουν περισσότερο ανοιχτές, λειτουργώντας ως περιφερειακά ή παγκόσμια κέντρα για ανθρώπινο κεφάλαιο, επενδύσεις ιδέες και καινοτομικότητα, θα επωφελούνται συνεχώς.
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται μπροστά σε ένα πολύ σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας, ώστε να μετατραπεί η τρέχουσα μεγέθυνση σε ισχυρή και μεσοπρόθεσμα διατηρήσιμη ανάπτυξη.