Τρίβουν τα χέρια τους στο υπουργείο Οικονοµικών -αν και χαµηλοφώνως, για να µην προκαλέσουν την προσοχή των... περίεργων στις Βρυξέλλεςδιαβάζοντας τα στοιχεία που καταφθάνουν από τις υπηρεσίες του ΓΛΚ και τους Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης. Για ποιον λόγο; Γιατί επιβεβαιώνονται µε το... καληµέρα οι εκτιµήσεις ότι, αν και το «χτίσιµο» του Προϋπολογισµού έγινε µε τα πιο συντηρητικά «υλικά», µε τις πιο συντηρητικές παραδοχές, θα υπάρξει και φέτος υπερπλεόνασµα, και µάλιστα ορατό, πριν καν µπούµε στο δεύτερο εξάµηνο του έτους.

«Είναι ακόµη νωρίς», παρατηρούν αρµόδιες κυβερνητικές πηγές, επιχειρώντας να διατηρήσουν χαµηλό προφίλ, συµπληρώνοντας ότι τα έσοδα ήταν και παραµένουν το «κλειδί» όλων των εξελίξεων. Ο Ιανουάριος επιτρέπει, ωστόσο, αισιοδοξία, καθώς, κόντρα στα µηνύµατα ότι µπορεί να υπάρξουν αβαρίες και αποκλίσεις, τα τελικά στοιχεία έδειξαν υπέρβαση -έστω οριακή έναντι του στόχου και οι πρώτες ενδείξεις από τον Φεβρουάριο κινούνται ακριβώς στην ίδια κατεύθυνση.

Τι «µετράνε» αυτήν τη στιγµή στο υπουργείο Οικονοµικών;

Κατ’ αρχήν, κάποιες πληρωµές, που γίνονται από το Αποθεµατικό, για τα χρέη ΥΚΩ στη ∆ΕΗ και τη στήριξη της ΛΑΡΚΟ. Το συνολικό ποσό φτάνει στα 100 εκατ. ευρώ. Είναι πολλά; Προφανώς όχι, αλλά... ποδαρικό µε έκτακτες πληρωµές δεν είναι ό,τι καλύτερο. Υπάρχει, όµως, ο... καταιγισµός των καλών µαντάτων, που αντιστρέφει πλήρως την εικόνα. Κατ’ αρχάς, η Τράπεζα της Ελλάδος έκανε ένα πολύτιµο δώρο, ανακοινώνοντας µέρισµα 779 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για 100 εκατ. ευρώ παραπάνω από τις προβλέψεις που είχε κάνει το ΓΛΚ.

Ευχάριστη έκπληξη ήρθε και από τις Βρυξέλλες, αφού για πρώτη φορά, αντί να µας ζητήσουν πίσω παράνοµες επιδοτήσεις επιβάλλουν πρόστιµα, ετοιµάζονται να µας επιστρέψουν 279 εκατ. ευρώ! Τρίτη και καλύτερη η είδηση που περιµένουµε επίσης από τις Βρυξέλλες και αφορά το αίτηµα για χαρακτηρισµό δαπανών 280 εκατ. ευρώ ως µεταναστευτικών, άρα εξαιρούµενων από τον υπολογισµό του πλεονάσµατος. Σύνολο; Τουλάχιστον 680 εκατ. ευρώ χώρος και, όπως παραδέχονται αρµόδιες πηγές, «αν “κλειδώσουν” αυτοί οι αριθµοί, πάµε ολοταχώς για γενναία µείωση της εισφοράς αλληλεγγύης».

Φυσικά, συζήτηση περί «δηµοσιονοµικού χώρου» και πρόσθετων ελαφρύνσεων δεν πρόκειται να ανοίξει τον Φεβρουάριο. Οι προκαταρκτικές διαβουλεύσεις θα αρχίσουν στο πλαίσιο της συζήτησης για το Μεσοπρόθεσµο, που οριστικοποιείται τον Απρίλιο, και το επίσηµο άνοιγµα του φακέλου θα γίνει τον Μάιο, «πακέτο» µε το αίτηµα για τη µείωση των πλεονασµάτων από το 2021 και µετά. Μέχρι τότε, το υπουργείο Οικονοµικών θα «χτίζει» τις θέσεις του και θα ενισχύει όλες τις πολιτικές για την τόνωση των εσόδων.

Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το βάρος θα πέσει ειδικά στο κοµµάτι των ρυθµίσεων οφειλών -στις 26 του µήνα ανοίγει η πλατφόρµα για τις 24 δόσεις-, έτσι ώστε να αυξηθεί η ροή εσόδων από... ξεχασµένες πηγές. Ο κρίσιµος Μάιος, µε βάση τον παραπάνω σχεδιασµό, θα σηµατοδοτήσει το «ξήλωµα» της εισφοράς αλληλεγγύης, γνωστής ως «έκτακτης εισφοράς» και θα ντουµπλάρει την εφαρµογή του νέου Πτωχευτικού, άρα και το τέλος της προστασίας για την πρώτη κατοικία.

Τα σενάρια που βρίσκονται στο τραπέζι είναι τρία:


î Το πιο… βατό και επικρατέστερο σενάριο είναι η µείωση της έκτακτης εισφοράς να ξεκινήσει στο δεύτερο εξάµηνο του έτους, περιορίζοντας κατά 20%-30% τις κρατήσεις φόρου σε µισθούς - συντάξεις.

î Το σενάριο-παραλλαγή είναι να ισχύσει η µείωση αναδροµικά από την 1η/1/2020.

î Το πιο τολµηρό σενάριο προβλέπει αναδροµική µείωση της έκτακτης εισφοράς στα εισοδήµατα του 2019, τα οποία θα φορολογηθούν εντός του 2020. Σε αυτήν την περίπτωση το όφελος για τους φορολογουµένους µε εισοδήµατα άνω των 12.000 ευρώ, δηλαδή για τη µικροµεσαία και µεσαία τάξη, θα είναι διπλό: µείωση του φόρου εισοδήµατος που θα πρέπει να καταβάλουν στο δεύτερο εξάμηνο του 2020 και μείωση των κρατήσεων φόρου σε μισθούς-συντάξεις, άρα και αντίστοιχη αύξηση αποδοχών.

Σε αυτό το σενάριο είναι, βέβαια, προφανές ότι η μείωση της εισφοράς θα είναι «μοιρασμένη», καθώς θα επιβαρύνει διπλά τον Προϋπολογισμό του 2020. Ετσι, θα μπορούσε να προχωρήσει, π.χ., μια μείωση της τάξης του 10% για τα περσινά εισοδήματα και άλλη μία κατά 10% για τα εισοδήματα του 2020. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η όποια μείωση δεν θα είναι οριζόντια και θα είναι σε συνάρτηση με το ύψος των εισοδημάτων. Οριστική είναι, επίσης, η απόφαση ότι δεν θα μπει πλαφόν, συνεπώς δεν θα εξαιρεθεί κανένα εισοδηματικό κλιμάκιο από το «ψαλίδισμα» της εισφοράς. Φυσικά, το πώς θα μειωθεί η εισφορά είναι ακόμη «ανοικτό». Οι κινήσεις μπορούν να γίνουν πάνω σε δύο άξονες:

1) Αύξηση του αφορολογήτου της εισφοράς, από τα 12.000 ευρώ, που είναι σήμερα, στα 20.000 ευρώ ή στα 25.000 ευρώ και μείωση των συντελεστών για τα επόμενα κλιμάκια, η οποία θα «σβήνει» όσο ανεβαίνει το εισόδημα.

2) Μεγάλη μείωση συντελεστή στη ζώνη 12.000-20.000 ευρώ και μικρότερη στα επόμενα κλιμάκια. Στην περίπτωση που το αφορολόγητο «σκαρφαλώσει» στα 25.000 ευρώ, τότε όλοι οι φορολογούμενοι στη ζώνη 12.000-25.000 ευρώ θα έχουν όφελος έως 426 ευρώ ετησίως.

Σημαντικά τα οφέλη για τη μεσαία τάξη

Η Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης επιβάλλεται σήμερα στο άθροισμα σχεδόν όλων των εισοδημάτων κάθε φυσικού προσώπου (φορολογουμένων και απαλλασσομένων), εφόσον αυτό υπερβαίνει ετησίως τα 12.000 ευρώ.

Ο υπολογισμός της εισφοράς γίνεται με συντελεστές που κλιμακώνονται ως εξής:

-2,2% στο τμήμα ετήσιου εισοδήματος από 12.001 έως 20.000 ευρώ,

-5% στο τμήμα ετήσιου εισοδήματος από 20.001 έως 30.000 ευρώ,

-6,5% στο τμήμα ετήσιου εισοδήματος από 30.001 έως 40.000 ευρώ,

-7,5% στο τμήμα ετήσιου εισοδήματος από 40.001 έως 65.000 ευρώ,

-9% στο τμήμα ετήσιου εισοδήματος από 65.001 έως και 220.000 ευρώ και

-10% στο τμήμα ετήσιου εισοδήματος πάνω από τα 220.000 ευρώ. Αν προκριθεί μια μείωση της τάξης του 30%, τότε το όφελος για τα μεσαία εισοδήματα θα είναι σημαντικό.

Για παράδειγμα, μισθωτός με εισόδημα 25.000 ευρώ, που σήμερα επιβαρύνεται με εισφορά 426 ευρώ, θα δει το βάρος του να «προσγειώνεται» στα 298 ευρώ, άρα θα έχει ελάφρυνση 128 ευρώ. Μισθωτός με εισόδημα 40.000 ευρώ, στον οποίο σήμερα αναλογεί εισφορά 1.326 ευρώ, θα δει το εκκαθαριστικό του να γίνεται πιο «ελαφρύ» κατά 398 ευρώ. Στο καλύτερο σενάριο, θα εξασφαλιστεί χώρος και για την πρώτη μείωση του Τέλους Επιτηδεύματος, κάτι που θα απαιτήσει συνολικά άνω των 600-700 εκατ. ευρώ υπερπλεόνασμα.

Δύσκολο, αλλά όχι ανέφικτο. Σε αυτό το σενάριο θα απορροφηθούν πλήρως οι επιβαρύνσεις από την αύξηση της κατώτερης ασφαλιστικής εισφοράς για τους αυτοαπασχολουμένους, που θα λάβουν, έτσι, ακέραιη την ελάφρυνση των 1.300 ευρώ (από τη μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή στο 9%) το 2021.

Το πόσο αναγκαία κρίνεται η ελάφρυνση της μισθωτής εργασίας φαίνεται στα στοιχεία του ΟΟΣΑ: το σύνολο φόρων και εισφορών στις αποδοχές ενός φορολογουμένου με μέσο εισόδημα ανέρχεται στο 40,9%, χωρίς βέβαια την ανάλογη ανταποδοτικότητα.

Η Ελλάδα φορολογεί υψηλά την εργασία

Αποκαλυπτική είναι πρόσφατη μελέτη του ΣΕΒ για τα βάρη στη μισθωτή απασχόληση. Η Ελλάδα φορολογεί υψηλά την εργασία και κυρίως πολύ προοδευτικά – για τον λόγο αυτόν η επιβάρυνση, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες, αυξάνει τόσο γρήγορα όσο αυξάνει το εισοδηματικό κλιμάκιο. Για καθαρές ετήσιες αποδοχές 20.000 ευρώ το ελληνικό κράτος αφαιρεί από τους μισθωτούς, μέσω φόρων και εισφορών, κατά μέσο όρο το 44% από το ποσό που πληρώνει ο εργοδότης.

Μόνο 6 ευρωπαϊκές χώρες αφαιρούν περισσότερο. Η εξαγγελία μείωσης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης μετατοπίζει την επιβάρυνση από φόρους και εισφορές στην περίπτωση αυτή στην 11η υψηλότερη θέση ανάμεσα σε 26 κράτη-μέλη, πάντα άνω του μέσου όρου. Για να είναι ανταγωνιστικό το ποσοστό επιβάρυνσης με φόρους και εισφορές επί του κόστους του εργοδότη, θα έπρεπε να είναι γύρω στο 35%. Για καθαρές αποδοχές 40.000 ευρώ τον χρόνο, αφαιρείται μέσω φόρων και εισφορών το 60% του ποσού που πληρώνει ο εργοδότης.

Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν αφαιρεί περισσότερο. Η εξαγγελία μείωσης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης μειώνει αυτή την επιβάρυνση, αλλά δεν αλλάζει τη σχετική θέση της Ελλάδας. Ενα ανταγωνιστικό ποσοστό επιβάρυνσης θα ήταν γύρω στο 40%. Ποιο είναι το... κερασάκι στην τούρτα; Παρά την πολύ υψηλή αυτή επιβάρυνση με φόρους και εισφορές, τα έσοδα του ελληνικού κράτους από φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και από εισφορές στην εργασία υστερούν σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (ως ποσοστό του ΑΕΠ). Συγκεκριμένα, διαμορφώνονται γύρω στο 16%, όταν ο μέσος κοινοτικός όρος βρίσκεται γύρω στο 21%!

Αυτό συμβαίνει παρά τη μεγάλη και προοδευτική αύξηση των συντελεστών φόρου τα τελευταία χρόνια, ακριβώς επειδή λόγω των υψηλών φόρων διατηρείται αδύναμο, σε σχέση με άλλες χώρες, το μέρος της οικονομικής δραστηριότητας και απασχόλησης που αποτελεί τον μεγαλύτερο τροφοδότη των κρατικών εσόδων.

Το World Economic Forum καταγράφει την Ελλάδα ως τη χώρα της Ε.Ε. στην οποία η φορολογία αποτελεί το μέγιστο αντικίνητρο στην εργασία.

Την ίδια ώρα, η Ελλάδα είναι η χώρα με τη μικρότερη απασχόληση σε μεγάλες επιχειρήσεις (5% του πληθυσμού αντί 12,7% στην Ε.Ε. – δηλαδή λιγότερο από το ήμισυ), την ώρα που οι μεγάλες επιχειρήσεις απασχολούν κυρίως εργαζομένους πλήρους απασχόλησης με μισθούς έως και διπλάσιους, κατά μέσο όρο, από τις μικρές επιχειρήσεις.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά»