Η Θεωρία Παιγνίων και ο πετρελαϊκός κλάδος
Την Κυριακή που πέρασε, ανακοινώθηκε η μεγαλύτερη συμφωνία για μείωση παραγωγής πετρελαίου που έχει επιτευχθεί ποτέ εν μέσω κρίσης, με μια άνευ προηγουμένου συντονισμένη προσπάθεια των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Σαουδικής Αραβίας για τη σταθεροποίηση των τιμών του πετρελαίου και, έμμεσα, των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών.
Τα μέτρα που επιβλήθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο για την διαχείριση της κρίσης του κορονοϊού συρρίκνωσαν δραματικά τη ζήτηση πετρελαίου, επιβαρύνοντας σημαντικά τους προϋπολογισμούς των πετρελαιοπαραγωγών χωρών και σφυρηλατώντας παράλληλα τη βιομηχανία σχιστολιθικού πετρελαίου των ΗΠΑ, με την πετρελαϊκή Whiting Petroleum να είναι η πρώτη που δηλώνει χρεοκοπία στις αρχές Απριλίου.
Η συμφωνία μεταξύ άλλων περιλαμβάνει την μείωση κατά 9,7 εκατ. βαρέλια ημερησίως για τους μήνες Μάιο και Ιούνιο, νούμερο που αντιστοιχεί σχεδόν στο 10% της παγκόσμιας παραγωγής και που αποτελεί τέσσερις φορές μεγαλύτερη μείωση παραγωγής από αυτή που έγινε κατά την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008.
Παρότι πλέον οι αναλυτές συγκλίνουν πως οι τιμές πετρελαίου θα παραμείνουν σταθερά κάτω από τα 40 δολάρια για το άμεσο μέλλον, έχει μεγάλη αξία να εξετάσουμε ποιοί ήταν οι λόγοι που επέβαλαν στις 3 μεγαλύτερες ανταγωνίστριες δυνάμεις στον χώρο του πετρελαίου να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι διαπραγματεύσεων και να συναποφασίσουν την μεγαλύτερη συμφωνία μείωσης παραγωγής πετρελαίου που επιτεύχθηκε ποτέ.
Αρχικά ήδη από το 2014, οι αμερικανικές επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη στην εξόρυξη σχιστολιθικού πετρελαίου ξεκίνησαν να αποδίδουν καρπούς, με το μερίδιο των ΗΠΑ στην διεθνή αγορά πετρελαίου να μεγαλώνει διαρκώς. Χαρακτηριστικό της αύξησης αυτής αποτελεί η τεράστια βύθιση των τιμών πετρελαίου τον Σεπτέμβριο του 2016, όπου καμία πετρελαιοπαραγωγός χώρα δεν αποφάσισε να μειώσει τις ποσότητες εξόρυξης της για να μην χάσει μερίδιο αγοράς, με την πλεονάζουσα υπερπροσφορά πετρελαίου εκ μέρους των ΗΠΑ να κατακρημνίζει τις τιμές από τα 114$ στα 27$ το βαρέλι.
Και είναι αυτό το ορόσημο, όπου οι πιέσεις των ΗΠΑ να επανεισέλθουν δυναμικά στις αγορές πετρελαίου, ωθεί την Σαουδική Αραβία και την Ρωσία να συνεργαστούν στενά στη διαχείριση των τιμών πετρελαίου, δημιουργώντας μια άτυπη συμμαχία παραγωγών με μέλη του ΟΠΕΚ και μη, υπό την ονομασία “ΟΠΕΚ+”.
Αυτή η άτυπη συμμαχία θα παίξει μεγάλο ρόλο τα επόμενα χρόνια καθορίζοντας τις τιμές μέσα από την μείωση της παραγωγή πετρελαίου κατά 2,1 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως συνολικά, με τη Σαουδική Αραβία να επωμίζεται το μεγαλύτερο μέρος των μειώσεων.
Φτάνοντας στο Φεβρουάριο του 2020, τα πρώτα σημάδια στην μείωση ζήτησης πετρελαίου κάνουν την εμφάνιση τους, καθώς η Κίνα έχει θέσει σε εφαρμογή σκληρά μέτρα στις μετακινήσεις εντός και εκτός της χώρας. Με δεδομένη την εξάπλωση του κορονοϊού και σε άλλες χώρες, στην σύνοδο του ΟΠΕΚ λαμβάνεται η απόφαση για επιπλέον μείωση της παραγωγής κατά 1,5 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, όπου καλούνται και τα υπόλοιπα μέλη που συμμετέχουν στην άτυπη συμμαχία “ΟΠΕΚ+” να συνεισφέρουν ανάλογα στις αποφάσεις που πάρθηκαν για την συγκράτηση των τιμών.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθεί πως στις αρχές Φεβρουαρίου ένα ακόμα σημαντικό γεγονός έχει λάβει χώρα στον κλάδο του πετρελαίου. Ο Πρόεδρος Trump ανακοινώνει κυρώσεις κατά της κρατικά ελεγχόμενης ρωσικής πετρελαϊκής Rosneft, για την παράνομη μεταφορά πετρελαίου από την Βενεζουέλα, θέλοντας να αυξήσει την πίεση τόσο στην ρωσική πλευρά, όσο και στον Πρόεδρο της Βενεζουέλας Ν. Μαδούρο.
Επιπρόσθετα στο παραπάνω, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως ο πιο σημαντικός δείκτης για την έκθεση σε κίνδυνο των πετρελαιοπαραγωγών χωρών είναι η τιμή ανα βαρέλι που χρειάζεται μια χώρα για καλύψει το κόστος παραγωγής, συν την εξισορρόπηση που απαιτείται για τον κρατικό προϋπολογισμό.
Όπως βλέπουμε η Σαουδική Αραβία, παρότι πρόσφατα αναθεώρησε την συγκεκριμένη τιμή στα 58$ το βαρέλι με μεγάλες περικοπές, χρειάζεται λίγο πάνω από 80$ για να εξισορροπήσει τον προϋπολογισμό της με δεδομένη την ημερήσια παραγωγή στα 9,8 εκατ. βαρέλια, ενώ το Ιράν που πλήττεται σοβαρά από τις αμερικανικές κυρώσεις, χρειάζεται περίπου 195$ το βαρέλι, με δεδομένη ημερήσια παραγωγή στα 2,3 εκατ. βαρέλια.
Έχοντας συνεπώς η Ρωσία βρεθεί σε μια μέγγενη ανάμεσα στις κυρώσεις των ΗΠΑ και στην πίεση εκ μέρους του ΟΠΕΚ, δηλαδή της Σαουδικής Αραβίας, να μειώσει την παραγωγή της, πήρε την στρατηγική απόφαση να απεμπλακεί από την άτυπη συμμαχία του “ΟΠΕΚ+¨και να μην συμμορφωθεί με τις συστάσεις για τον έλεγχο των τιμών.
Με την απόφαση της αυτή είχε δύο βασικές στοχεύσεις. Την αντίρροπη άσκηση πίεσης στις αμερικανικές πετρελαϊκές, κρατώντας τις τιμές χαμηλά και εξαναγκάζοντας ορισμένες από αυτές να δηλώσουν πτώχευση (περίπτωση Whiting Petroleum που προαναφέραμε) και να “χτυπήσει” την Σαουδική Αραβία στο κομμάτι που είχε η ίδια πλεονέκτημα, δηλαδή στην καλύτερη τοποθέτηση έναντι κινδύνου, έχοντας βασίσει τον προϋπολογισμό της κάτω από τα 50$, με δεδομένη ημερήσια παραγωγή στα 11,3 εκατ. βαρέλια, έναντι 80$ και 9,8 εκατ. της Σ. Αραβίας αντίστοιχα.
Η απάντηση της Σαουδικής Αραβίας ήταν άμεση, απειλώντας πως θα “ξεχειλίσει” την αγορά με επιπλέον 10 εκατ. βαρέλια πετρελαίου και δίνοντας μεγάλες εκπτώσεις σε δυνητικούς και μη πελάτες, με την Ρωσία να εμφανίζεται σίγουρη πως μπορεί να ανταπεξέλθει σε μια τέτοια εξέλιξη.
Όπως όμως και στο “Δίλημμα του Φυλακισμένου” της Θεωρίας Παιγνίων, οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες μπορεί να έχουν σημαντικά οφέλη βραχυπρόθεσμα αν αποφασίσουν να ανταγωνιστούν η μία την άλλη, τα οφέλη όμως είναι μεγαλύτερα μακροπρόθεσμα αν αποφασίσουν να συνεργαστούν.
Η καθοριστική συμβολή του Προέδρου Trump για την επίτευξη της συγκεκριμένης συμφωνίας, καταδεικνύει εμφανώς πως τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε ότι έχει να κάνει με τις τιμές πετρελαίου, από τότε που ξαναμπήκαν στο παιχνίδι των μεγάλων εξαγωγέων πετρελαιοειδών μετά από δεκαετίες, εναρμονίζονται με αυτά των υπόλοιπων μεγάλων εξαγωγέων του πλανήτη και ειδικότερα της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας.
Κλείνοντας την ανάλυση αυτή, ο θυμόσοφος λαός λέει πως “όταν στο βάλτο παλεύουν τα βουβάλια, την πληρώνουν τα βατράχια”. Και επειδή στον “βάλτο” του πετρελαίου έχει αποδειχθεί πως όποιο από τα βουβάλια και να κερδίσει, στο τέλος θα βγουν όλα πληγωμένα, στην συγκεκριμένη περίπτωση αποδεικνύεται επίσης πως δεν ισχύει το ίδιο και για τα βατράχια.
Αυτή την στιγμή, όλοι οι καταναλωτές που αντιστοιχούν στα βατράχια βγαίνουν ωφελημένοι και περισσότερο από όλους ο “βασιλιάς” βάτραχος που ακούει στο όνομα Κίνα, η οποία στοκάρει αποθέματα πετρελαίου και ποντάρει στην γρήγορη ανάκαμψη της οικονομίας της μετά την πανδημία του κορονοϊού, ενώ οι υπόλοιποι θα μετρούν ακόμα τις πληγές τους.
Και αυτός είναι ο λόγος που παρά τις απειλές που εκτοξεύθηκαν εκατέρωθεν, τελικά όλοι οι μεγάλοι παίκτες στον χώρο της ενέργειας αποδεικνύονται εν μέσω κρίσης περισσότερο ορθολογιστές από ότι θα αναμενόταν, αφού μόνο να χάσουν έχουν από την αδιαλλαξία τους, ενώ πολλά να κερδίσουν από την συνεργασία τους.
* Ο Άγις Δήγκας είναι Μηχανολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, ερευνητής του Εργαστηρίου Γεωπολιτισμικών Αναλύσεων Ευρύτερης Μέσης Ανατολής & Τουρκίας του ΕΚΠΑ και υπ. Διδάκτωρ Γεωπολιτικής της Ενέργειας
Τα μέτρα που επιβλήθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο για την διαχείριση της κρίσης του κορονοϊού συρρίκνωσαν δραματικά τη ζήτηση πετρελαίου, επιβαρύνοντας σημαντικά τους προϋπολογισμούς των πετρελαιοπαραγωγών χωρών και σφυρηλατώντας παράλληλα τη βιομηχανία σχιστολιθικού πετρελαίου των ΗΠΑ, με την πετρελαϊκή Whiting Petroleum να είναι η πρώτη που δηλώνει χρεοκοπία στις αρχές Απριλίου.
Η συμφωνία μεταξύ άλλων περιλαμβάνει την μείωση κατά 9,7 εκατ. βαρέλια ημερησίως για τους μήνες Μάιο και Ιούνιο, νούμερο που αντιστοιχεί σχεδόν στο 10% της παγκόσμιας παραγωγής και που αποτελεί τέσσερις φορές μεγαλύτερη μείωση παραγωγής από αυτή που έγινε κατά την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008.
Παρότι πλέον οι αναλυτές συγκλίνουν πως οι τιμές πετρελαίου θα παραμείνουν σταθερά κάτω από τα 40 δολάρια για το άμεσο μέλλον, έχει μεγάλη αξία να εξετάσουμε ποιοί ήταν οι λόγοι που επέβαλαν στις 3 μεγαλύτερες ανταγωνίστριες δυνάμεις στον χώρο του πετρελαίου να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι διαπραγματεύσεων και να συναποφασίσουν την μεγαλύτερη συμφωνία μείωσης παραγωγής πετρελαίου που επιτεύχθηκε ποτέ.
Αρχικά ήδη από το 2014, οι αμερικανικές επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη στην εξόρυξη σχιστολιθικού πετρελαίου ξεκίνησαν να αποδίδουν καρπούς, με το μερίδιο των ΗΠΑ στην διεθνή αγορά πετρελαίου να μεγαλώνει διαρκώς. Χαρακτηριστικό της αύξησης αυτής αποτελεί η τεράστια βύθιση των τιμών πετρελαίου τον Σεπτέμβριο του 2016, όπου καμία πετρελαιοπαραγωγός χώρα δεν αποφάσισε να μειώσει τις ποσότητες εξόρυξης της για να μην χάσει μερίδιο αγοράς, με την πλεονάζουσα υπερπροσφορά πετρελαίου εκ μέρους των ΗΠΑ να κατακρημνίζει τις τιμές από τα 114$ στα 27$ το βαρέλι.
Και είναι αυτό το ορόσημο, όπου οι πιέσεις των ΗΠΑ να επανεισέλθουν δυναμικά στις αγορές πετρελαίου, ωθεί την Σαουδική Αραβία και την Ρωσία να συνεργαστούν στενά στη διαχείριση των τιμών πετρελαίου, δημιουργώντας μια άτυπη συμμαχία παραγωγών με μέλη του ΟΠΕΚ και μη, υπό την ονομασία “ΟΠΕΚ+”.
Αυτή η άτυπη συμμαχία θα παίξει μεγάλο ρόλο τα επόμενα χρόνια καθορίζοντας τις τιμές μέσα από την μείωση της παραγωγή πετρελαίου κατά 2,1 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως συνολικά, με τη Σαουδική Αραβία να επωμίζεται το μεγαλύτερο μέρος των μειώσεων.
Φτάνοντας στο Φεβρουάριο του 2020, τα πρώτα σημάδια στην μείωση ζήτησης πετρελαίου κάνουν την εμφάνιση τους, καθώς η Κίνα έχει θέσει σε εφαρμογή σκληρά μέτρα στις μετακινήσεις εντός και εκτός της χώρας. Με δεδομένη την εξάπλωση του κορονοϊού και σε άλλες χώρες, στην σύνοδο του ΟΠΕΚ λαμβάνεται η απόφαση για επιπλέον μείωση της παραγωγής κατά 1,5 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, όπου καλούνται και τα υπόλοιπα μέλη που συμμετέχουν στην άτυπη συμμαχία “ΟΠΕΚ+” να συνεισφέρουν ανάλογα στις αποφάσεις που πάρθηκαν για την συγκράτηση των τιμών.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθεί πως στις αρχές Φεβρουαρίου ένα ακόμα σημαντικό γεγονός έχει λάβει χώρα στον κλάδο του πετρελαίου. Ο Πρόεδρος Trump ανακοινώνει κυρώσεις κατά της κρατικά ελεγχόμενης ρωσικής πετρελαϊκής Rosneft, για την παράνομη μεταφορά πετρελαίου από την Βενεζουέλα, θέλοντας να αυξήσει την πίεση τόσο στην ρωσική πλευρά, όσο και στον Πρόεδρο της Βενεζουέλας Ν. Μαδούρο.
Επιπρόσθετα στο παραπάνω, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως ο πιο σημαντικός δείκτης για την έκθεση σε κίνδυνο των πετρελαιοπαραγωγών χωρών είναι η τιμή ανα βαρέλι που χρειάζεται μια χώρα για καλύψει το κόστος παραγωγής, συν την εξισορρόπηση που απαιτείται για τον κρατικό προϋπολογισμό.
Όπως βλέπουμε η Σαουδική Αραβία, παρότι πρόσφατα αναθεώρησε την συγκεκριμένη τιμή στα 58$ το βαρέλι με μεγάλες περικοπές, χρειάζεται λίγο πάνω από 80$ για να εξισορροπήσει τον προϋπολογισμό της με δεδομένη την ημερήσια παραγωγή στα 9,8 εκατ. βαρέλια, ενώ το Ιράν που πλήττεται σοβαρά από τις αμερικανικές κυρώσεις, χρειάζεται περίπου 195$ το βαρέλι, με δεδομένη ημερήσια παραγωγή στα 2,3 εκατ. βαρέλια.
Έχοντας συνεπώς η Ρωσία βρεθεί σε μια μέγγενη ανάμεσα στις κυρώσεις των ΗΠΑ και στην πίεση εκ μέρους του ΟΠΕΚ, δηλαδή της Σαουδικής Αραβίας, να μειώσει την παραγωγή της, πήρε την στρατηγική απόφαση να απεμπλακεί από την άτυπη συμμαχία του “ΟΠΕΚ+¨και να μην συμμορφωθεί με τις συστάσεις για τον έλεγχο των τιμών.
Με την απόφαση της αυτή είχε δύο βασικές στοχεύσεις. Την αντίρροπη άσκηση πίεσης στις αμερικανικές πετρελαϊκές, κρατώντας τις τιμές χαμηλά και εξαναγκάζοντας ορισμένες από αυτές να δηλώσουν πτώχευση (περίπτωση Whiting Petroleum που προαναφέραμε) και να “χτυπήσει” την Σαουδική Αραβία στο κομμάτι που είχε η ίδια πλεονέκτημα, δηλαδή στην καλύτερη τοποθέτηση έναντι κινδύνου, έχοντας βασίσει τον προϋπολογισμό της κάτω από τα 50$, με δεδομένη ημερήσια παραγωγή στα 11,3 εκατ. βαρέλια, έναντι 80$ και 9,8 εκατ. της Σ. Αραβίας αντίστοιχα.
Η απάντηση της Σαουδικής Αραβίας ήταν άμεση, απειλώντας πως θα “ξεχειλίσει” την αγορά με επιπλέον 10 εκατ. βαρέλια πετρελαίου και δίνοντας μεγάλες εκπτώσεις σε δυνητικούς και μη πελάτες, με την Ρωσία να εμφανίζεται σίγουρη πως μπορεί να ανταπεξέλθει σε μια τέτοια εξέλιξη.
Όπως όμως και στο “Δίλημμα του Φυλακισμένου” της Θεωρίας Παιγνίων, οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες μπορεί να έχουν σημαντικά οφέλη βραχυπρόθεσμα αν αποφασίσουν να ανταγωνιστούν η μία την άλλη, τα οφέλη όμως είναι μεγαλύτερα μακροπρόθεσμα αν αποφασίσουν να συνεργαστούν.
Η καθοριστική συμβολή του Προέδρου Trump για την επίτευξη της συγκεκριμένης συμφωνίας, καταδεικνύει εμφανώς πως τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε ότι έχει να κάνει με τις τιμές πετρελαίου, από τότε που ξαναμπήκαν στο παιχνίδι των μεγάλων εξαγωγέων πετρελαιοειδών μετά από δεκαετίες, εναρμονίζονται με αυτά των υπόλοιπων μεγάλων εξαγωγέων του πλανήτη και ειδικότερα της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας.
Κλείνοντας την ανάλυση αυτή, ο θυμόσοφος λαός λέει πως “όταν στο βάλτο παλεύουν τα βουβάλια, την πληρώνουν τα βατράχια”. Και επειδή στον “βάλτο” του πετρελαίου έχει αποδειχθεί πως όποιο από τα βουβάλια και να κερδίσει, στο τέλος θα βγουν όλα πληγωμένα, στην συγκεκριμένη περίπτωση αποδεικνύεται επίσης πως δεν ισχύει το ίδιο και για τα βατράχια.
Αυτή την στιγμή, όλοι οι καταναλωτές που αντιστοιχούν στα βατράχια βγαίνουν ωφελημένοι και περισσότερο από όλους ο “βασιλιάς” βάτραχος που ακούει στο όνομα Κίνα, η οποία στοκάρει αποθέματα πετρελαίου και ποντάρει στην γρήγορη ανάκαμψη της οικονομίας της μετά την πανδημία του κορονοϊού, ενώ οι υπόλοιποι θα μετρούν ακόμα τις πληγές τους.
Και αυτός είναι ο λόγος που παρά τις απειλές που εκτοξεύθηκαν εκατέρωθεν, τελικά όλοι οι μεγάλοι παίκτες στον χώρο της ενέργειας αποδεικνύονται εν μέσω κρίσης περισσότερο ορθολογιστές από ότι θα αναμενόταν, αφού μόνο να χάσουν έχουν από την αδιαλλαξία τους, ενώ πολλά να κερδίσουν από την συνεργασία τους.
* Ο Άγις Δήγκας είναι Μηχανολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, ερευνητής του Εργαστηρίου Γεωπολιτισμικών Αναλύσεων Ευρύτερης Μέσης Ανατολής & Τουρκίας του ΕΚΠΑ και υπ. Διδάκτωρ Γεωπολιτικής της Ενέργειας