Οι οικονομικές αντοχές των Ελλήνων εν μέσω κοροναϊού σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη – Που είναι τα όριά τους και που τα... κόκκινα δάνεια
Διπλό μέτωπο αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις κάθε χώρας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς, πέραν των μέτρων ανάσχεσης της εξάπλωσης της πανδημίας, έχουν αποδυθεί και σε μια προσπάθεια διαχείρισης της συνακόλουθης οικονομικής κρίσης, ως συνέπεια της αναστολής λειτουργίας επιχειρήσεων και της δίμηνης καραντίνας. Είναι ενδεικτικό των συνθηκών που έχουν αρχίσει να εμφανίζονται ότι υπολογίζεται πως περί τα 100 εκατομμύρια Ευρωπαίων σε 21 χώρες της Ε.Ε., στους οποίους περιλαμβάνονται και οι Ελληνες, αδυνατούν να ανταπο κριθούν στις καθημερινές ανάγκες τους, εφόσον μένουν επί δίμηνο όσο, δηλαδή, κράτησε η αναστολή κάθε δραστηριότητας χωρίς εισόδημα.
Πάντως, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Bruegel, oι Ελληνες βρίσκονται σε ικανοποιητική θέση όσον αφορά το ποσοστό των ατόμων που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις διατροφικές και τις άλλες βασικές ανάγκες τους επί δίμηνο, με μειωμένο κατά 50% το ατομικό τους εισόδημα. Ετσι, υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να ανταποκριθεί το 4,8% των Ελλήνων, τη στιγμή που σε δυσχερέστερη θέση είναι το 18% των Κροατών, το 16,5% των Λιθουανών και το 8% της Λετονίας και της Σλοβενίας. Χαμηλότερα ποσά έναντι της Ελλάδας έχουν η Εσθονία (3,8%), η Ουγγαρία (3,7%), η Πορτογαλία (2,2%) και η Ιταλία (2,1%).
ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ
Η ίδια μελέτη εξετάζει και μια άλλη σημαντική παράμετρο, που αφορά τη σημασία για κάθε λαό στην αντιμετώπιση των συνεπειών από την αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας που έχουν οι αποταμιευτικές καταθέσεις του, η σύνταξή του, οι κρατικές ενισχύσεις και το ατομικό του εισόδημα. ∆ηλαδή, πόσο επηρεάζει τις δυνατότητές του η έλλειψη αυτών των οικονομικών δεδομένων. Αν εξαιρεθούν οι καταβαλλόμενες συντάξεις και οι κρατικές ενισχύσεις και αξιολογηθεί η δυνατότητα κάθε νοικοκυριού να αντεπεξέλθει στις δαπάνες διαβίωσής του με βάση τις καταθέσεις του στην τράπεζα, τότε το 17,4% των Ευρωπαίων αντέχει για ένα δίμηνο και το 25,4% για έναν μήνα. Ασφαλώς και ποικίλλει το ποσοστό σε κάθε χώρα, καθώς στη Λετονία δεν θα μπορούσε να αντέξει για δύο μήνες το 71% των κατοίκων, αφού δεν διαθέτει τραπεζικές καταθέσεις, στην Αυστρία το ποσοστό αυτών που δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει είναι στο 11% και στην Ολλανδία στο 12,5%. Στη χώρα μας το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 50%.
Επίσης, το 30% του ελληνικού πληθυσμού δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στις δαπάνες του επί δίμηνο αν δεν είχε εισόδημα που συντίθεται από συντάξεις, αποταμίευση και κρατική ενίσχυση, πλην επιδομάτων ανεργίας. Στο ίδιο ποσοστό με τη χώρα μας είναι και η Κύπρος, ενώ χωρίς τα παραπάνω έσοδα δεν θα μπορούσε να επιβιώσει επί δίμηνο το 20% των Πορτογάλων.
Σε όλες τις χώρες οι συντάξεις είναι θεμελιώδης πηγή εισοδήματος, καθώς επιτρέπουν τον σημαντικό περιορισμό των ευάλωτων νοικοκυριών. Οι συντάξεις, μάλιστα, είναι πολύ σημαντική πηγή εισοδήματος σε χώρες του Νότου, όπως η Ιταλία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία. Αντιθέτως, τα επιδόματα ανεργίας είναι πολύ σημαντική πηγή εισοδήματος σε χώρες όπως η Φινλανδία, το Βέλγιο και η Γαλλία. Μάλιστα, οι κρατικές ενισχύσεις, ενώ παίζουν σημαντικό ρόλο στη μείωση του ποσοστού των ευάλωτων νοικοκυριών στη Γερμανία, στο Βέλγιο και στη Γαλλία, εντούτοις στις χώρες του Νότου, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιταλία, έχουν μικρή επίπτωση σε σχέση με τις συντάξεις.Στη σχετική μελέτη σημειώνεται ότι στη Γαλλία, ενώ το 0,8% των Γάλλων δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις δαπάνες ενός μηνός με μειωμένο το εισόδημά του, το ποσοστό αυτό τριπλασιάζεται αν στις βασικές δαπάνες συμπεριληφθεί το ενοίκιο ή τα τοκοχρεολύσια δανείων. Σε χώρες όπως η Φινλανδία και το Βέλγιο τα σχετικά ποσοστά πενταπλασιάζονται ή επταπλασιάζονται, ενώ το σχετικό πρόβλημα της εξυπηρέτησης των δανείων αυτών είναι μεγάλο στη Γερμανία, την Κύπρο και την Ιρλανδία.
Οσον αφορά την Ελλάδα, μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) έχει ήδη επισημάνει ότι η ύφεση λόγω πανδημίας και αναστολής της οικονομικής δραστηριότητας θα προκαλέσει αύξηση των «κόκκινων» δανείων. Κατά το ΚΕΠΕ, «τα εμπειρικά μας δεδομένα έδειξαν πως μια πιθανή ύφεση λόγω του κοροναϊού τους επόμενους μήνες θα επιδράσει αρνητικά στις προσπάθειες μείωσης των ΜΕ∆, κυρίως μέσω του διαύλου της μείωσης της απασχόλησης, η οποία αναμένεται να συνοδεύσει την πιθανή μείωση του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ. Ωστόσο, με δεδομένη τη δυσχέρεια στην ιδιωτική οικονομία, σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής ως κύριος αντισταθμιστικός παράγοντας μπορεί να αναδειχθεί η αύξηση των κρατικών δαπανών για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας. Στην περίπτωση της χώρας μας, αυτό μπορεί να σημαίνει μείωση των απαιτούμενων πρωτογενών πλεονασμάτων του κρατικού προϋπολογισμού για όσο διάστημα απαιτείται, προκειμένου να στηριχθεί η οικονομία υπό έκτακτες συνθήκες, σχεδόν ‘‘μεταπολεμικής’’ ανοικοδόμησης. Η σχετικά μικρή επίδραση του ύψους του δημόσιου χρέους στην αύξηση των ΜΕ∆ αποτελεί ένα ενθαρρυντικό μήνυμα προς τους υπεύθυνους χάραξης μιας περισσότερο παρεμβατικής πολιτικής στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών». Το πρόβλημα της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει επισημάνει και η Moody’s, η οποία εκτιμά ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν, μεταξύ των άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών, τον πιο υψηλό δείκτη δανείων που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν. Την κατάσταση επιδεινώνει η αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς πριν από την πανδημία είχε αρχίσει η επιτάχυνση λύσης του σχετικού προβλήματος.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 23 Μαΐου
Πάντως, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Bruegel, oι Ελληνες βρίσκονται σε ικανοποιητική θέση όσον αφορά το ποσοστό των ατόμων που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις διατροφικές και τις άλλες βασικές ανάγκες τους επί δίμηνο, με μειωμένο κατά 50% το ατομικό τους εισόδημα. Ετσι, υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να ανταποκριθεί το 4,8% των Ελλήνων, τη στιγμή που σε δυσχερέστερη θέση είναι το 18% των Κροατών, το 16,5% των Λιθουανών και το 8% της Λετονίας και της Σλοβενίας. Χαμηλότερα ποσά έναντι της Ελλάδας έχουν η Εσθονία (3,8%), η Ουγγαρία (3,7%), η Πορτογαλία (2,2%) και η Ιταλία (2,1%).
ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ
Η ίδια μελέτη εξετάζει και μια άλλη σημαντική παράμετρο, που αφορά τη σημασία για κάθε λαό στην αντιμετώπιση των συνεπειών από την αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας που έχουν οι αποταμιευτικές καταθέσεις του, η σύνταξή του, οι κρατικές ενισχύσεις και το ατομικό του εισόδημα. ∆ηλαδή, πόσο επηρεάζει τις δυνατότητές του η έλλειψη αυτών των οικονομικών δεδομένων. Αν εξαιρεθούν οι καταβαλλόμενες συντάξεις και οι κρατικές ενισχύσεις και αξιολογηθεί η δυνατότητα κάθε νοικοκυριού να αντεπεξέλθει στις δαπάνες διαβίωσής του με βάση τις καταθέσεις του στην τράπεζα, τότε το 17,4% των Ευρωπαίων αντέχει για ένα δίμηνο και το 25,4% για έναν μήνα. Ασφαλώς και ποικίλλει το ποσοστό σε κάθε χώρα, καθώς στη Λετονία δεν θα μπορούσε να αντέξει για δύο μήνες το 71% των κατοίκων, αφού δεν διαθέτει τραπεζικές καταθέσεις, στην Αυστρία το ποσοστό αυτών που δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει είναι στο 11% και στην Ολλανδία στο 12,5%. Στη χώρα μας το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 50%.
Mια πιθανή ύφεση λόγω του κοροναϊού τους επόμενους μήνες θα επιδράσει αρνητικά στις προσπάθειες μείωσης των ΜΕΔ
Επίσης, το 30% του ελληνικού πληθυσμού δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στις δαπάνες του επί δίμηνο αν δεν είχε εισόδημα που συντίθεται από συντάξεις, αποταμίευση και κρατική ενίσχυση, πλην επιδομάτων ανεργίας. Στο ίδιο ποσοστό με τη χώρα μας είναι και η Κύπρος, ενώ χωρίς τα παραπάνω έσοδα δεν θα μπορούσε να επιβιώσει επί δίμηνο το 20% των Πορτογάλων.
Σε όλες τις χώρες οι συντάξεις είναι θεμελιώδης πηγή εισοδήματος, καθώς επιτρέπουν τον σημαντικό περιορισμό των ευάλωτων νοικοκυριών. Οι συντάξεις, μάλιστα, είναι πολύ σημαντική πηγή εισοδήματος σε χώρες του Νότου, όπως η Ιταλία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία. Αντιθέτως, τα επιδόματα ανεργίας είναι πολύ σημαντική πηγή εισοδήματος σε χώρες όπως η Φινλανδία, το Βέλγιο και η Γαλλία. Μάλιστα, οι κρατικές ενισχύσεις, ενώ παίζουν σημαντικό ρόλο στη μείωση του ποσοστού των ευάλωτων νοικοκυριών στη Γερμανία, στο Βέλγιο και στη Γαλλία, εντούτοις στις χώρες του Νότου, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιταλία, έχουν μικρή επίπτωση σε σχέση με τις συντάξεις.Στη σχετική μελέτη σημειώνεται ότι στη Γαλλία, ενώ το 0,8% των Γάλλων δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις δαπάνες ενός μηνός με μειωμένο το εισόδημά του, το ποσοστό αυτό τριπλασιάζεται αν στις βασικές δαπάνες συμπεριληφθεί το ενοίκιο ή τα τοκοχρεολύσια δανείων. Σε χώρες όπως η Φινλανδία και το Βέλγιο τα σχετικά ποσοστά πενταπλασιάζονται ή επταπλασιάζονται, ενώ το σχετικό πρόβλημα της εξυπηρέτησης των δανείων αυτών είναι μεγάλο στη Γερμανία, την Κύπρο και την Ιρλανδία.
ΑΥΞΗΣΗ
Οι αποταμιεύσεις, ο καθοριστικός παράγοντας των συντάξεων και η επιβάρυνση του κλίματος από τις τραπεζικές υποχρεώσεις
Οσον αφορά την Ελλάδα, μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) έχει ήδη επισημάνει ότι η ύφεση λόγω πανδημίας και αναστολής της οικονομικής δραστηριότητας θα προκαλέσει αύξηση των «κόκκινων» δανείων. Κατά το ΚΕΠΕ, «τα εμπειρικά μας δεδομένα έδειξαν πως μια πιθανή ύφεση λόγω του κοροναϊού τους επόμενους μήνες θα επιδράσει αρνητικά στις προσπάθειες μείωσης των ΜΕ∆, κυρίως μέσω του διαύλου της μείωσης της απασχόλησης, η οποία αναμένεται να συνοδεύσει την πιθανή μείωση του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ. Ωστόσο, με δεδομένη τη δυσχέρεια στην ιδιωτική οικονομία, σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής ως κύριος αντισταθμιστικός παράγοντας μπορεί να αναδειχθεί η αύξηση των κρατικών δαπανών για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας. Στην περίπτωση της χώρας μας, αυτό μπορεί να σημαίνει μείωση των απαιτούμενων πρωτογενών πλεονασμάτων του κρατικού προϋπολογισμού για όσο διάστημα απαιτείται, προκειμένου να στηριχθεί η οικονομία υπό έκτακτες συνθήκες, σχεδόν ‘‘μεταπολεμικής’’ ανοικοδόμησης. Η σχετικά μικρή επίδραση του ύψους του δημόσιου χρέους στην αύξηση των ΜΕ∆ αποτελεί ένα ενθαρρυντικό μήνυμα προς τους υπεύθυνους χάραξης μιας περισσότερο παρεμβατικής πολιτικής στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών». Το πρόβλημα της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει επισημάνει και η Moody’s, η οποία εκτιμά ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν, μεταξύ των άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών, τον πιο υψηλό δείκτη δανείων που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν. Την κατάσταση επιδεινώνει η αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς πριν από την πανδημία είχε αρχίσει η επιτάχυνση λύσης του σχετικού προβλήματος.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 23 Μαΐου