Νέα μελέτη ΚΕΦίΜ για τις αιτίες της αποβιομηχάνισης της Ελλάδας - Μισθολογικό κόστος και παραγωγικότητα στη μεταποίηση
Η αποσύνδεση των μισθών από την παραγωγικότητα - καθώς οι πρώτοι αυξάνονταν με σημαντικά μεγαλύτερο ρυθμό από τη δεύτερη - και η αύξηση του κρατικού παρεμβατισμού είναι οι βασικές αιτίες της αποβιομηχάνισης της Ελλάδας, ιδίως κατά την περίοδο 1980-2000 σύμφωνα με τη νέα μελέτη του ΚΕΦίΜ «Μισθολογικό κόστος και παραγωγικότητα στη μεταποίηση: Η διαχρονική τους σχέση και η κατάσταση σήμερα». Σύμφωνα με τη μελέτη, το επίπεδο των μισθών σήμερα δεν αποτελεί αντικίνητρο ανάπτυξης στον κλάδο της μεταποίησης. Η μελέτη συγκρίνει ακόμα την εξέλιξη των μισθών και της παραγωγικότητας σε άλλες επτά Ευρωπαϊκές χώρες αναδεικνύοντας ότι τα μεγέθη αυτά έχουν τη μικρότερη σύνδεση μεταξύ τους διαχρονικά στην Ελλάδα.
Τα κύρια ευρήματα της μελέτης
Η μεγαλύτερη αύξηση του μισθολογικού κόστους έναντι της παραγωγικότητας στη μεταποίηση, κυρίως κατά τη δεκαετία του 1980, σε συνδυασμό με την αύξηση του κρατικού παρεμβατισμού απέβη καταλυτική για την αποβιομηχάνιση της Ελλάδας και τη μονομερή στροφή του παραγωγικού μοντέλου στον κλάδο των υπηρεσιών.
Το μισθολογικό κόστος δεν αποτελεί σήμερα αντικίνητρο ανάπτυξης στον κλάδο της μεταποίησης, καθώς από το 2013 και μετά η παραγωγικότητα του κλάδου αυξάνεται ταχύτερα από το μισθολογικό κόστος. Εμπόδια παραμένουν το μη μισθολογικό κόστος (φόροι και ασφαλιστικές εισφορές) και το αντιαναπτυξιακό ρυθμιστικό περιβάλλον.
Κατά την περίοδο 1960-2018, το μισθολογικό κόστος στη χώρα μας αυξανόταν ετησίως κατά μέσο όρο 11% περισσότερο απ’ ό,τι η παραγωγικότητα.
Η αποσύνδεση μισθολογικού κόστους και παραγωγικότητας κορυφώθηκε στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1981-2000, όταν το μισθολογικό κόστος αυξήθηκε με ετήσιο μέσο όρο 27% περισσότερο απ’ ό,τι η παραγωγικότητα. Ειδικά τα έτη 1982 και 1997, η διαφορά αυτή έφτασε το 38%.
Με την έναρξη της κρίσης, η παραγωγικότητα της μεταποίησης σημείωσε κατακόρυφη πτώση ενώ το μισθολογικό κόστος παρέμεινε αρχικά σχετικά σταθερό, με αποτέλεσμα η απασχόληση στη μεταποίηση να μειωθεί κατά 33% και ο αριθμός των επιχειρήσεων να μειωθεί κατά 28%.
Ο Υπουργός Ανάπτυξης & Επενδύσεων, Άδωνις Γεωργιάδης, δήλωσε για την έρευνα: «Η έρευνα του ΚΕΦίΜ για το μισθολογικό κόστος και την παραγωγικότητα στη μεταποίηση είναι εξαιρετικά χρήσιμη για να καταλάβουμε τι έφταιξε και η Ελλάδα, εισερχόμενη στη δεκαετία του 80, ήταν μια υπολογίσιμη μεταποιητική και παραγωγική δύναμη ενώ σήμερα παραμένει μια πολύ χαμηλή έως ασήμαντη σε αυτούς τους τομείς, έστω και με την πρόοδο που έχει κάνει η μεταποίηση μετά το 2013. Ασφαλώς, το μισθολογικό κόστος δεν αποτελεί αντικίνητρο και αυτό είναι ένα από τα ευρήματα της έρευνας. Δεν χρειάζεται καμία περαιτέρω μείωση του μισθολογικού κόστους, αλλά η έρευνα εξηγεί πως όλα τα υπόλοιπα, όπως η γραφειοκρατία και οι δυσκολίες λειτουργίας μιας επιχείρησης, εξακολουθούν να επιβαρύνουν πολύ τη μεταποιητική δραστηριότητα. Η Κυβέρνησή μας έχει θέσει ως κύριο στόχο τη μετατροπή του παραγωγικού μας μοντέλου σε ένα πιο πλουραλιστικό παραγωγικό μοντέλο και τη μεταποίηση ως πρώτη μας προτεραιότητα. Την έρευνα αυτή θα την λάβω πολύ σοβαρά υπόψη μου.»
«Η επώδυνη για τη χώρα και την απασχόληση εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών που καταγράφει η μελέτη μας δείχνει όμως και τον τρόπο με τον οποίο η χώρα μπορεί να αλλάξει παραγωγικό μοντέλο: Με μείωση του μη μισθολογικού κόστους και των παραγόντων που καθορίζουν την ανταγωνιστικότητα των μεταποιητικών επιχειρήσεων. Έτσι θα αυξηθεί η παραγωγικότητα, θα υπάρξει χώρος για αύξηση απασχόλησης και αποδοχών σε στέρεες βάσεις και θα έχουμε πλήρη αξιοποίηση των αναπτυξιακών προοπτικών που μπορεί να διασφαλίσει η μεταποίηση.» υπογράμμισε από την πλευρά του ο Διευθυντής Τομέα Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος και Ρυθμιστικών Πολιτικών του ΣΕΒ, Μιχάλης Μητσόπουλος.
Ο Γιώργος Βερνίκος, Πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ελλάδος στην τοποθέτησή του σχετικά με τη μελέτη του ΚΕΦίΜ ανέφερε: «Σήμερα, στην εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης και των βασικών κατευθύνσεων για παραγωγικό μοντέλο προσανατολισμένο στην πράσινη οικονομία, τη βιώσιμη ανάπτυξη, τη ψηφιοποίηση, την κατάρτιση, κλπ, η σχετική συζήτηση εντείνεται, γίνεται πιο περίπλοκη και με έντονη αμφισβήτηση, τόσο της εκπροσώπησης, όσο και του ορισμού των λέξεων. Βρισκόμαστε στο επίκεντρο σχετικών συζητήσεων στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της χώρας μας και στην ευρωπαϊκή ΟΚΕ, στον ILO και σε σχετικούς Οργανισμούς. Η συζήτηση βρίσκεται έντονα στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας».
Τα κύρια ευρήματα της μελέτης
Η μεγαλύτερη αύξηση του μισθολογικού κόστους έναντι της παραγωγικότητας στη μεταποίηση, κυρίως κατά τη δεκαετία του 1980, σε συνδυασμό με την αύξηση του κρατικού παρεμβατισμού απέβη καταλυτική για την αποβιομηχάνιση της Ελλάδας και τη μονομερή στροφή του παραγωγικού μοντέλου στον κλάδο των υπηρεσιών.
Το μισθολογικό κόστος δεν αποτελεί σήμερα αντικίνητρο ανάπτυξης στον κλάδο της μεταποίησης, καθώς από το 2013 και μετά η παραγωγικότητα του κλάδου αυξάνεται ταχύτερα από το μισθολογικό κόστος. Εμπόδια παραμένουν το μη μισθολογικό κόστος (φόροι και ασφαλιστικές εισφορές) και το αντιαναπτυξιακό ρυθμιστικό περιβάλλον.
Κατά την περίοδο 1960-2018, το μισθολογικό κόστος στη χώρα μας αυξανόταν ετησίως κατά μέσο όρο 11% περισσότερο απ’ ό,τι η παραγωγικότητα.
Η αποσύνδεση μισθολογικού κόστους και παραγωγικότητας κορυφώθηκε στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1981-2000, όταν το μισθολογικό κόστος αυξήθηκε με ετήσιο μέσο όρο 27% περισσότερο απ’ ό,τι η παραγωγικότητα. Ειδικά τα έτη 1982 και 1997, η διαφορά αυτή έφτασε το 38%.
Με την έναρξη της κρίσης, η παραγωγικότητα της μεταποίησης σημείωσε κατακόρυφη πτώση ενώ το μισθολογικό κόστος παρέμεινε αρχικά σχετικά σταθερό, με αποτέλεσμα η απασχόληση στη μεταποίηση να μειωθεί κατά 33% και ο αριθμός των επιχειρήσεων να μειωθεί κατά 28%.
Ο Υπουργός Ανάπτυξης & Επενδύσεων, Άδωνις Γεωργιάδης, δήλωσε για την έρευνα: «Η έρευνα του ΚΕΦίΜ για το μισθολογικό κόστος και την παραγωγικότητα στη μεταποίηση είναι εξαιρετικά χρήσιμη για να καταλάβουμε τι έφταιξε και η Ελλάδα, εισερχόμενη στη δεκαετία του 80, ήταν μια υπολογίσιμη μεταποιητική και παραγωγική δύναμη ενώ σήμερα παραμένει μια πολύ χαμηλή έως ασήμαντη σε αυτούς τους τομείς, έστω και με την πρόοδο που έχει κάνει η μεταποίηση μετά το 2013. Ασφαλώς, το μισθολογικό κόστος δεν αποτελεί αντικίνητρο και αυτό είναι ένα από τα ευρήματα της έρευνας. Δεν χρειάζεται καμία περαιτέρω μείωση του μισθολογικού κόστους, αλλά η έρευνα εξηγεί πως όλα τα υπόλοιπα, όπως η γραφειοκρατία και οι δυσκολίες λειτουργίας μιας επιχείρησης, εξακολουθούν να επιβαρύνουν πολύ τη μεταποιητική δραστηριότητα. Η Κυβέρνησή μας έχει θέσει ως κύριο στόχο τη μετατροπή του παραγωγικού μας μοντέλου σε ένα πιο πλουραλιστικό παραγωγικό μοντέλο και τη μεταποίηση ως πρώτη μας προτεραιότητα. Την έρευνα αυτή θα την λάβω πολύ σοβαρά υπόψη μου.»
«Η επώδυνη για τη χώρα και την απασχόληση εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών που καταγράφει η μελέτη μας δείχνει όμως και τον τρόπο με τον οποίο η χώρα μπορεί να αλλάξει παραγωγικό μοντέλο: Με μείωση του μη μισθολογικού κόστους και των παραγόντων που καθορίζουν την ανταγωνιστικότητα των μεταποιητικών επιχειρήσεων. Έτσι θα αυξηθεί η παραγωγικότητα, θα υπάρξει χώρος για αύξηση απασχόλησης και αποδοχών σε στέρεες βάσεις και θα έχουμε πλήρη αξιοποίηση των αναπτυξιακών προοπτικών που μπορεί να διασφαλίσει η μεταποίηση.» υπογράμμισε από την πλευρά του ο Διευθυντής Τομέα Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος και Ρυθμιστικών Πολιτικών του ΣΕΒ, Μιχάλης Μητσόπουλος.
Ο Γιώργος Βερνίκος, Πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ελλάδος στην τοποθέτησή του σχετικά με τη μελέτη του ΚΕΦίΜ ανέφερε: «Σήμερα, στην εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης και των βασικών κατευθύνσεων για παραγωγικό μοντέλο προσανατολισμένο στην πράσινη οικονομία, τη βιώσιμη ανάπτυξη, τη ψηφιοποίηση, την κατάρτιση, κλπ, η σχετική συζήτηση εντείνεται, γίνεται πιο περίπλοκη και με έντονη αμφισβήτηση, τόσο της εκπροσώπησης, όσο και του ορισμού των λέξεων. Βρισκόμαστε στο επίκεντρο σχετικών συζητήσεων στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της χώρας μας και στην ευρωπαϊκή ΟΚΕ, στον ILO και σε σχετικούς Οργανισμούς. Η συζήτηση βρίσκεται έντονα στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας».