Χαλάρωση στα πλεονάσματα και για το 2022 βλέπουν στην Κυβέρνηση
Ισχυρή πιθανότητα να μην υποχρεωθεί η Ελλάδα σε παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος ούτε το 2022, βλέπουν κυβερνητικοί κύκλοι. Η εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε. θα συζητηθεί σε άτυπο Eurogroup στις 11 Σεπτεμβρίου στο Βερολίνο και υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η χαλάρωση θα συνεχιστεί και το 2022, δίνοντας δημοσιονομικό χώρο στην Ελληνική Κυβέρνηση ώστε να αποκαταστήσει τις συνέπειες του κορωνοϊού.
Πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη, η οποία αν επιβεβαιωθεί θα αποτελέσει ένα ακόμη όπλο στη φαρέτρα της Ελληνικής Κυβέρνησης. Μαζί με τους πόρους από το ταμείο ανάκαμψης μπορούν να ενισχύσουν την οικονομία επαναφέροντάς την σε μια πιο φυσιολογική πορεία. Ήδη -δεδομένων των συνθηκών- το οικονομικό επιτελείο επεξεργάζεται ένα προσχέδιο προϋπολογισμού με μηδενικό έλλειμα για το 2021, έναντι ελλείμματος, το οποίο σύμφωνα με το βασικό σενάριο θα κυμανθεί φέτος σε επίπεδα πέριξ του 6% και κυρίως έναντι του στόχου για πλεόνασμα 3,5%. Αυτή ακριβώς η χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων δίνει τη δυνατότητα στην Κυβέρνηση για να συνεχίσει τη στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων που πλήττονται από τις συνέπειες του κορωνοϊού.
Η εξέλιξη αυτή δεν αποκλείεται να επηρεάσει και τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, δεδομένου ότι η Κυβέρνηση Μητσοτακη θα έχει κυβερνήσει 3 συνεχόμενα χρόνια με χαλαρότερους δημοσιονομικούς κανόνες αλλά και πακτωλό ευρωπαϊκών κεφαλαίων. Εξελίξεις οι οποίες μπορούν να αναδιαρθρώσουν πλήρως την ελληνική οικονομία και να αναστρέψουν σε μεγάλο βαθμό τις αρνητικές συνέπειες του κορωνοϊού. Προς το παρόν, στον ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζουν με αμηχανία τις εξελίξεις, επιμένοντας στην αρχική ρητορική πλειοδοσίας, την οποία εγκαινίασε ο Αλέξης Τσίπρας παρουσιάζοντας ένα εμπροσθοβαρές πακέτο στήριξης ύψους 26 δις. ευρώ στις αρχές Απριλίου. Χθες παραχωρώντας συνέντευξη στον τηλεοπτικό σταθμό Κόντρα, επέμενε στην ίδια ρητορική.
Οι αγορές ωστόσο αποτιμούν διαφορετικά την κατάσταση και τιμολογούν τα ελληνικά ομόλογα σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από την περίοδο που η χώρα «έβγαινε από τα μνημόνια». Ειδικότερα, η απόδοση του ελληνικού ομολόγου κυμαίνεται σήμερα λίγο πάνω από 1% ενώ το καλοκαίρι του 2018 βρίσκονταν σε επίπεδα κοντά στο 4,5%. Στην αποκλιμάκωση βοηθά βεβαίως και η στάση της ΕΚΤ η οποία αγοράζει πλέον ελληνικά ομόλογα αλλά και αυτή η αλλαγή της στάσης σχετίζεται φυσικά με τις πολιτικές επιλογές. Θυμίζω ότι ο Αλέξης Τσίπρας απαξίωσε την ποσοτική χαλάρωση, όταν σαν αποτέλεσμα των επιλογών του, η ΕΚΤ συνέχιζε να εξαιρεί τα ελληνικά ομόλογα.
Αυτή τη θετική συγκυρία άλλωστε επιχειρεί να εκμεταλλευτεί ο ΟΔΔΗΧ, ο οργανισμός διαχείρισης του χρέους, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες αναμένεται να προχωρήσει αύριο σε νέα έκδοση δεκαετούς ομολόγου και παρά το γεγονός ότι έχει ήδη υπερκαλυφθεί το δανειακό πρόγραμμα της χώρας. Σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες, η Ελλάδα θα ζητήσει από τις αγορές περί τα 2 δις ευρώ προκειμένου να αντισταθμίσει τις απώλειες από την πτώση των φορολογικών εσόδων. Στόχος είναι στο τέλος του έτους να διατηρηθεί το ταμειακό απόθεμα σε επίπεδα άνω των 30 δις ευρώ, προκειμένου να υπάρχει ασφαλές μαξιλάρι για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε σεναρίου που αφορά στην πανδημία.
Πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη, η οποία αν επιβεβαιωθεί θα αποτελέσει ένα ακόμη όπλο στη φαρέτρα της Ελληνικής Κυβέρνησης. Μαζί με τους πόρους από το ταμείο ανάκαμψης μπορούν να ενισχύσουν την οικονομία επαναφέροντάς την σε μια πιο φυσιολογική πορεία. Ήδη -δεδομένων των συνθηκών- το οικονομικό επιτελείο επεξεργάζεται ένα προσχέδιο προϋπολογισμού με μηδενικό έλλειμα για το 2021, έναντι ελλείμματος, το οποίο σύμφωνα με το βασικό σενάριο θα κυμανθεί φέτος σε επίπεδα πέριξ του 6% και κυρίως έναντι του στόχου για πλεόνασμα 3,5%. Αυτή ακριβώς η χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων δίνει τη δυνατότητα στην Κυβέρνηση για να συνεχίσει τη στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων που πλήττονται από τις συνέπειες του κορωνοϊού.
Η εξέλιξη αυτή δεν αποκλείεται να επηρεάσει και τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, δεδομένου ότι η Κυβέρνηση Μητσοτακη θα έχει κυβερνήσει 3 συνεχόμενα χρόνια με χαλαρότερους δημοσιονομικούς κανόνες αλλά και πακτωλό ευρωπαϊκών κεφαλαίων. Εξελίξεις οι οποίες μπορούν να αναδιαρθρώσουν πλήρως την ελληνική οικονομία και να αναστρέψουν σε μεγάλο βαθμό τις αρνητικές συνέπειες του κορωνοϊού. Προς το παρόν, στον ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζουν με αμηχανία τις εξελίξεις, επιμένοντας στην αρχική ρητορική πλειοδοσίας, την οποία εγκαινίασε ο Αλέξης Τσίπρας παρουσιάζοντας ένα εμπροσθοβαρές πακέτο στήριξης ύψους 26 δις. ευρώ στις αρχές Απριλίου. Χθες παραχωρώντας συνέντευξη στον τηλεοπτικό σταθμό Κόντρα, επέμενε στην ίδια ρητορική.
Οι αγορές ωστόσο αποτιμούν διαφορετικά την κατάσταση και τιμολογούν τα ελληνικά ομόλογα σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από την περίοδο που η χώρα «έβγαινε από τα μνημόνια». Ειδικότερα, η απόδοση του ελληνικού ομολόγου κυμαίνεται σήμερα λίγο πάνω από 1% ενώ το καλοκαίρι του 2018 βρίσκονταν σε επίπεδα κοντά στο 4,5%. Στην αποκλιμάκωση βοηθά βεβαίως και η στάση της ΕΚΤ η οποία αγοράζει πλέον ελληνικά ομόλογα αλλά και αυτή η αλλαγή της στάσης σχετίζεται φυσικά με τις πολιτικές επιλογές. Θυμίζω ότι ο Αλέξης Τσίπρας απαξίωσε την ποσοτική χαλάρωση, όταν σαν αποτέλεσμα των επιλογών του, η ΕΚΤ συνέχιζε να εξαιρεί τα ελληνικά ομόλογα.
Αυτή τη θετική συγκυρία άλλωστε επιχειρεί να εκμεταλλευτεί ο ΟΔΔΗΧ, ο οργανισμός διαχείρισης του χρέους, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες αναμένεται να προχωρήσει αύριο σε νέα έκδοση δεκαετούς ομολόγου και παρά το γεγονός ότι έχει ήδη υπερκαλυφθεί το δανειακό πρόγραμμα της χώρας. Σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες, η Ελλάδα θα ζητήσει από τις αγορές περί τα 2 δις ευρώ προκειμένου να αντισταθμίσει τις απώλειες από την πτώση των φορολογικών εσόδων. Στόχος είναι στο τέλος του έτους να διατηρηθεί το ταμειακό απόθεμα σε επίπεδα άνω των 30 δις ευρώ, προκειμένου να υπάρχει ασφαλές μαξιλάρι για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε σεναρίου που αφορά στην πανδημία.