Ασφυξία στην αγορά από την «άπνοια» του καλοκαιριού
Οι αρνητικοί δείκτες σε λιανικό και χονδρικό εμπόριο του β´τριμήνου με -7% και -19% αντίστοιχα, όχι μόνο διατηρήθηκαν τον Ιούλιο και Αύγουστο όπως αναμενόταν, αλλά βυθίστηκαν ακόμα περισσότερο, αποτυπώνοντας την έντονη «καταναλωτική άπνοια» της φετινής καλοκαιρινής αγοράς. Με την ολοκλήρωση των θερινών εκπτώσεων το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών πραγματοποίησε περιοδική έρευνα στην αγορά, επιβεβαιώνοντας τη μεγάλη πτώση που σημείωσαν οι πωλήσεις τόσο τον Ιούλιο, όσο και τον Αύγουστο. Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται από την αύξηση των κρουσμάτων κατά τη διάρκεια του Αυγούστου σε συνδυασμό με τα απαραίτητα για την υγεία των πολιτών μέτρα που ελήφθησαν. Ωστόσο, τα μέτρα στήριξης της απασχόλησης και επιχειρήσεων, με ρυθμίσεις, διευκολύνσεις, αναστολές και παρατάσεις φαίνεται να απέτρεψαν μια ολοκληρωτική κατάρρευση της αγοράς. Συνοψίζοντας μάλιστα τα αποτελέσματα του ΙΝ.ΕΜ.Υ, οκτώ στις δέκα επιχειρήσεις πραγματοποίησαν χαμηλότερες πωλήσεις κατά τη διάρκεια της θερινής εκπτωτικής περιόδου σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή.
Οι επιδόσεις μάλιστα των εμπορικών επιχειρήσεων ήταν χειρότερες συγκριτικά με κάθε προηγούμενη περίοδο σε βάθος 10ετίας. Οι μισές επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου εκτιμούν πως οι πωλήσεις τους υποχώρησαν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 30% κατά τη διάρκεια των θερινών εκπτώσεων. Αντίθετα, μόλις μία στις τέσσερις σημείωσε ηπιότερη πτώση πωλήσεων έως 20%. Περίπου επτά στους δέκα εμπόρους αιφνιδιάστηκαν από την πτώση των πωλήσεων τους, που ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που ανέμεναν από τον αντίκτυπο της πανδημίας. Οι επιδόσεις των πωλήσεων στη λιανική το τελευταίο δίμηνο δεν επιβεβαίωσαν, αλλά «ψαλίδισαν» τις ελπίδες του εμπορικού κόσμου για ηπιότερης έντασης αντίκτυπο στην αγορά. Η αβεβαιότητα από την κρίση υγείας και η εφαρμογή των μέτρων ατομικής προστασίας επηρέασε αρνητικά τις μετακινήσεις με ΜΜΜ και την επισκεψιμότητα στα καταστήματα, καθώς περισσότερες από οκτώ στις δέκα επιχειρήσεις κατέγραψαν μεγάλη συρρίκνωση της επισκεψιμότητας. Εννέα στις δέκα επιχειρήσεις θεωρεί πως η πανδημία του κορωνοϊού επηρέασε σημαντικά την ψυχολογία των καταναλωτών, χαρακτηρίζοντάς την «συγκρατημένη έως φοβική». Οι οκτώ στις δέκα επιχειρήσεις υποστήριξε πως η πανδημία έχει επηρεάσει από μεγάλο έως πολύ μεγάλο βαθμό τη λειτουργία τους, υπό τις παρούσες συνθήκες. Το κόστος προσαρμογής στο νέο πλαίσιο λειτουργίας που υπαγορεύει ο Covid-19 φαίνεται μοιρασμένα σε άλλους μικρό και σε άλλους μεγάλο με τη διαφοροποίηση να οφείλεται στο μέγεθος και τον κλάδο των επιχειρήσεων.
Οι μισές επιχειρήσεις θεωρούν πως η υποχρεωτική χρήση μάσκας στο χώρο του καταστήματος έχει επηρεάσει αρνητικά τη λειτουργία του καταστήματος. Σχεδόν σε τρεις από τις τέσσερις επιχειρήσεις οι πελάτες χρησιμοποίησαν κυρίως κάρτες για τις συναλλαγές τους. Συμπερασματικά, η υγειονομική και οικονομική κρίση, η εργασιακή ανασφάλεια και ο φόβος υπαγόρευσαν μειωμένη επισκεψιμότητα και «καχεκτικές» πωλήσεις τη περίοδο των τακτικών θερινών εκπτώσεων. Ο επόμενος στόχος για το εμπόριο είναι η εορταστική περίοδος του Δεκεμβρίου, η οποία όμως αφενός απέχει πολύ, αφετέρου δεν υπάρχουν οι εισπράξεις και επαρκή κεφάλαια για αγορές εποχικών εμπορευμάτων. Το φθινοπωρινό τρίμηνο που ακολουθεί, παρά τις προσφορές και ενδιάμεσες εκπτώσεις που μεσολαβούν, δεν φαίνεται ικανό να μπορεί να ενισχυθεί η αγοραστική κίνηση, αλλά ενδεχομένως, με τα καλά νέα του εμβολίου τον Νοέμβριο, να σταθεροποιηθεί.
Την «αναιμική» κατανάλωση και τον «φτωχό» τζίρο στην αγορά, επιβεβαιώνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το β´τρίμηνο, με τη μείωση των εισαγωγών κατά -17,2%, των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά -32,1%, τις επενδύσεις παγίου -10,3%, αλλά και τη μείωση των δημοσίων εσόδων από ΦΠΑ κατά -16%.
Τα «δυσάρεστα» οικονομικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, για το β´τρίμηνο του έτους, ήταν αναμενόμενα, αλλά είναι αντιμετωπίσιμα. Η εκτιμώμενη ύφεση στο -15,2%, είναι στα όρια του μέσου όρου της Ευρωζώνης στο -15%. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως το β´τρίμηνο περιείχε όλη τη δύσκολη μετάβαση από το καθολικό lockdown του Απριλίου στη σταδιακή επανεκκίνηση της αγοράς του Μαίου και Ιουνίου. Το σενάριο της γρήγορης ανάκαμψης, που όλοι επιθυμούμε, επί του παρόντος δεν είναι εφικτό, ενώ η συνέχεια για την αγορά θα είναι δύσκολη και απαιτεί αντοχές από εμάς, αλλά και ανάσες από τη κυβέρνηση, που οφείλει με όλα τα «εφεδρικά καύσιμα» που διαθέτει, να δώσει σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις για να ολοκληρώσουμε το προβληματικό γ’ τρίμηνο και να ξεπεράσουμε το τελευταίο και καθοριστικό δ´τρίμηνο του έτους.
Οι επιδόσεις μάλιστα των εμπορικών επιχειρήσεων ήταν χειρότερες συγκριτικά με κάθε προηγούμενη περίοδο σε βάθος 10ετίας. Οι μισές επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου εκτιμούν πως οι πωλήσεις τους υποχώρησαν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 30% κατά τη διάρκεια των θερινών εκπτώσεων. Αντίθετα, μόλις μία στις τέσσερις σημείωσε ηπιότερη πτώση πωλήσεων έως 20%. Περίπου επτά στους δέκα εμπόρους αιφνιδιάστηκαν από την πτώση των πωλήσεων τους, που ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που ανέμεναν από τον αντίκτυπο της πανδημίας. Οι επιδόσεις των πωλήσεων στη λιανική το τελευταίο δίμηνο δεν επιβεβαίωσαν, αλλά «ψαλίδισαν» τις ελπίδες του εμπορικού κόσμου για ηπιότερης έντασης αντίκτυπο στην αγορά. Η αβεβαιότητα από την κρίση υγείας και η εφαρμογή των μέτρων ατομικής προστασίας επηρέασε αρνητικά τις μετακινήσεις με ΜΜΜ και την επισκεψιμότητα στα καταστήματα, καθώς περισσότερες από οκτώ στις δέκα επιχειρήσεις κατέγραψαν μεγάλη συρρίκνωση της επισκεψιμότητας. Εννέα στις δέκα επιχειρήσεις θεωρεί πως η πανδημία του κορωνοϊού επηρέασε σημαντικά την ψυχολογία των καταναλωτών, χαρακτηρίζοντάς την «συγκρατημένη έως φοβική». Οι οκτώ στις δέκα επιχειρήσεις υποστήριξε πως η πανδημία έχει επηρεάσει από μεγάλο έως πολύ μεγάλο βαθμό τη λειτουργία τους, υπό τις παρούσες συνθήκες. Το κόστος προσαρμογής στο νέο πλαίσιο λειτουργίας που υπαγορεύει ο Covid-19 φαίνεται μοιρασμένα σε άλλους μικρό και σε άλλους μεγάλο με τη διαφοροποίηση να οφείλεται στο μέγεθος και τον κλάδο των επιχειρήσεων.
Οι μισές επιχειρήσεις θεωρούν πως η υποχρεωτική χρήση μάσκας στο χώρο του καταστήματος έχει επηρεάσει αρνητικά τη λειτουργία του καταστήματος. Σχεδόν σε τρεις από τις τέσσερις επιχειρήσεις οι πελάτες χρησιμοποίησαν κυρίως κάρτες για τις συναλλαγές τους. Συμπερασματικά, η υγειονομική και οικονομική κρίση, η εργασιακή ανασφάλεια και ο φόβος υπαγόρευσαν μειωμένη επισκεψιμότητα και «καχεκτικές» πωλήσεις τη περίοδο των τακτικών θερινών εκπτώσεων. Ο επόμενος στόχος για το εμπόριο είναι η εορταστική περίοδος του Δεκεμβρίου, η οποία όμως αφενός απέχει πολύ, αφετέρου δεν υπάρχουν οι εισπράξεις και επαρκή κεφάλαια για αγορές εποχικών εμπορευμάτων. Το φθινοπωρινό τρίμηνο που ακολουθεί, παρά τις προσφορές και ενδιάμεσες εκπτώσεις που μεσολαβούν, δεν φαίνεται ικανό να μπορεί να ενισχυθεί η αγοραστική κίνηση, αλλά ενδεχομένως, με τα καλά νέα του εμβολίου τον Νοέμβριο, να σταθεροποιηθεί.
Την «αναιμική» κατανάλωση και τον «φτωχό» τζίρο στην αγορά, επιβεβαιώνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το β´τρίμηνο, με τη μείωση των εισαγωγών κατά -17,2%, των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά -32,1%, τις επενδύσεις παγίου -10,3%, αλλά και τη μείωση των δημοσίων εσόδων από ΦΠΑ κατά -16%.
Τα «δυσάρεστα» οικονομικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, για το β´τρίμηνο του έτους, ήταν αναμενόμενα, αλλά είναι αντιμετωπίσιμα. Η εκτιμώμενη ύφεση στο -15,2%, είναι στα όρια του μέσου όρου της Ευρωζώνης στο -15%. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως το β´τρίμηνο περιείχε όλη τη δύσκολη μετάβαση από το καθολικό lockdown του Απριλίου στη σταδιακή επανεκκίνηση της αγοράς του Μαίου και Ιουνίου. Το σενάριο της γρήγορης ανάκαμψης, που όλοι επιθυμούμε, επί του παρόντος δεν είναι εφικτό, ενώ η συνέχεια για την αγορά θα είναι δύσκολη και απαιτεί αντοχές από εμάς, αλλά και ανάσες από τη κυβέρνηση, που οφείλει με όλα τα «εφεδρικά καύσιμα» που διαθέτει, να δώσει σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις για να ολοκληρώσουμε το προβληματικό γ’ τρίμηνο και να ξεπεράσουμε το τελευταίο και καθοριστικό δ´τρίμηνο του έτους.