Οι εποχές και οι πρακτικές Τόμσεν έχουν τελειώσει», τονίζουν στα «Π» ευθύς εξαρχής ευρωπαϊκές πηγές, ξεκαθαρίζοντας, έτσι, ότι αυτή η νέα κρίση που προκύπτει από την πανδημία δεν θα έχει την κατάληξη της προηγούμενης, δηλαδή «τυφλά» μέτρα λιτότητας στο όνομα της δημοσιονομικής ορθοδοξίας. Το ευτύχημα για την Ελλάδα είναι ότι αυτό το... ανάθεμα στις εμμονικές συνταγές του πρώην αξιωματούχου του ΔΝΤ αποτελεί τον μπούσουλα για την αντιμετώπιση των απίστευτων χρεών που αφήνει κληρονομιά σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες η μεγαλύτερη κρίση μετά το κραχ του 1929.

Η πολύ δύσκολη πολιτική συζήτηση έχει ήδη ξεκινήσει και αναμένεται να κορυφωθεί στα μέσα της επόμενης χρονιάς, όταν θα γίνουν οι διαβουλεύσεις για το πώς και ποιοι δημοσιονομικοί κανόνες θα τεθούν σε εφαρμογή στη μεταCOVID εποχή. «Η Ευρώπη θα είναι διαφορετική την επόμενη ημέρα. Ωστόσο, είναι δύσκολο να προβλέψεις τις πολιτικές εξελίξεις και τους συσχετισμούς που θα δημιουργηθούν», παρατηρεί ελληνική κυβερνητική πηγή, την ώρα που πηγή από το ευρωπαϊκό στρατόπεδο «δείχνει» τη Φρανκφούρτη ως το κλειδί της λύσης.

Ας δούμε, όμως, κατ’ αρχάς, το πρόβλημα. Ο πρώτος απολογισμός της ζημίας που έχει προκαλέσει ο κορονοϊός σε ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες προκαλεί σοκ και, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι η πανδημία δεν αναμένεται να «σβήσει» πριν από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 -αν όλα πάνε καλά με το «χτίσιμο» ανοσίας από τα νέα εμβόλια, ο λογαριασμός θα ανέβει ακόμα πιο ψηλά.
Ειδικότερα, με βάση τους υπολογισμούς των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ:

  • Τα κράτη έχουν δαπανήσει περί τα 12 τρισ. δολάρια σε δημοσιονομικά μέτρα για τη στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Αυτά τα ποσά αντιστοιχούν στο 12% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
  • Πέρα από τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις, έχουν ενεργοποιηθεί μέτρα νομισματικής πολιτικής, που υπολογίζονται σε άλλα 7,5 τρισ. δολάρια.
  • Το έλλειμμα των ευρωπαϊκών κρατών υπολογίζεται ότι θα φτάσει φέτος στο 9%-10%, ενώ το χρέος θα ξεπεράσει το 100%, ως αποτέλεσμα του υπερδανεισμού των κυβερνήσεων, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν επαρκώς τα μέτρα στήριξης.
  • Οι παρεμβάσεις για τη στήριξη επιχειρήσεων, εργαζομένων και ανέργων ανέρχονται στο 6% του ΑΕΠ, ενώ έχουν ενεργοποιηθεί αυτόματοι σταθεροποιητές στο 4% του ΑΕΠ.
  • Οι κρατικές εγγυήσεις για δάνεια, δηλαδή για παροχή ρευστότητας, εκτινάχθηκαν στο 22% του ΑΕΠ.
ΥΦΕΣΗ

Αντίστοιχα είναι τα μεγέθη για την Ελλάδα, η οποία, μόλις βγήκε από την περιπέτεια των Μνημονίων και έχοντας χάσει το 25% του ΑΕΠ της, βρίσκεται αντιμέτωπη με ύφεση που θα ξεπεράσει το 10% και, αν μη τι άλλο, «φρενάρει» τη δυναμική ανάκαμψης που διαφαινόταν:

  • Υπολογίζεται ότι γύρω στα 6 δισεκατομμύρια ευρώ οφειλές στην Εφορία και τον ΕΦΚΑ «πάγωσαν» και θα πρέπει να ξεκινήσουν να πληρώνονται από τον προσεχή Μάιο, με απροσδιόριστα αποτελέσματα.
  • Το κράτος μόνο για τη φετινή χρονιά θα δανείσει πάνω από 5 δισεκατομμύρια ευρώ μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής, ενώ έχει εγγυηθεί για άλλα περίπου 7 δισεκατομμύρια ευρώ. Ήδη η Κομισιόν θεωρεί ως υψηλού ρίσκου τις σχετικές εγγυήσεις.
  • Το φετινό έλλειμμα θα ξεπεράσει το 7%, ενώ για την επόμενη χρονιά είναι αμφίβολο αν θα κρατηθεί στο 3%, λόγω των μέτρων στήριξης που θα απαιτηθούν για το πρώτο τετράμηνο.
  • Το χρέος εκτινάσσεται στο 207% του ΑΕΠ και οι δανειακές ανάγκες στο 20%.
  • Ο ΟΔΔΗΧ βγήκε και δανείστηκε στις αγορές 12 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή 4-5 δισεκατομμύρια παραπάνω από τον σχεδιασμό, προκειμένου να καλύψει τις ταμειακές ανάγκες.
  • Τα τραπεζικά δάνεια σε αναστολή υπολογίζονται σε περίπου 23 δισεκατομμύρια ευρώ.
Σε αυτά τα δίδυμα «βουνά» της Ελλάδας -δηλαδή στο εκρηκτικό χρέος και στο stock των «κόκκινων» δανείων, στα οποία θα προστεθούν τουλάχιστον 12 δισ. ευρώ- φαίνεται ότι θα δώσει λύση η Φρανκφούρτη. Κατ’ αρχάς, στο τραπέζι βρίσκεται η δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής bad bank, η οποία θα αναλάβει όχι το σύνολο των «κόκκινων» δανείων, αλλά μόνο εκείνα που «κοκκίνισαν» την περίοδο της πανδημίας. Με αυτόν τον τρόπο, οι τράπεζες θα «ανασάνουν» και θα μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν υγιείς επιχειρήσεις στην κρίσιμη μετα-COVID εποχή, όταν το κρατικό χρήμα θα συνδυαστεί με ιδιωτικές επενδύσεις.

Η δεύτερη παρέμβαση μπορεί να διασφαλίσει τη δημοσιονομική ηρεμία των υπερχρεωμένων χωρών, όπως είναι η Ιταλία, με αποτέλεσμα να ωφελείται και η Ελλάδα. Αυτήν τη στιγμή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με το έκτακτο QE για την πανδημία έχει αγοράσει κρατικά ομόλογα ύψους 512 δισ. ευρώ και, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσει να αγοράζει έως το τέλος του 2021.

Διαγραφή αυτών των χρεών δεν μπορεί να γίνει. Μπορεί, όμως, να γίνει «ρολάρισμα», δηλαδή αυτό το χρέος να ξαναγοραστεί από την ΕΚΤ με μηδενικά επιτόκια και να «σπρωχθεί» χρονικά ακόμα πιο πίσω.

Στην περίπτωση της Ελλάδας μιλάμε για ομόλογα περίπου 30 δισ. στη διετία 2020-2021, δηλαδή σχεδόν όσα τα κονδύλια που αναμένουμε από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 21 Νοεμβρίου