Προειδοποίηση ΤτΕ για νέα κόκκινα δάνεια 8-10 δισ. ευρώ στις Τράπεζες
Η υγειονομική κρίση του COVID-19 ανέτρεψε πλήρως τις προηγούμενες αισιόδοξες μακροοικονομικές προβλέψεις για το 2020, επηρεάζοντας καταλυτικά την οικονομική δραστηριότητα, ωθώντας την οικονομία σε βαθιά ύφεση και διαταράσσοντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα επισημαίνει στην έκθεσή της για την Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα η Τράπεζα της Ελλάδος. Ωστόσο, η λήψη μιας σειράς μέτρων (δημοσιονομικών, νομισματικών και εποπτικών) από τις αρμόδιες αρχές, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ευρωζώνης, άμβλυνε σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις από την πανδημία. Στο περιβάλλον αυτό, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας καλείται να αντεπεξέλθει στις προϋπάρχουσες και εντεινόμενες λόγω της κρίσης προκλήσεις και κυρίως να συνεχίσει την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Οι προκλήσεις
Οι προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν εστιάζονται σε τρεις τομείς. Πρώτον, στο υφιστάμενο ιδιαίτερα μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), το οποίο αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω το επόμενο διάστημα, αντικατοπτρίζοντας την επιδείνωση στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα ως αποτέλεσμα της πανδημίας και της σταδιακής άρσης των μέτρων αναστολής καταβολής δόσεων των δανείων (moratoria) και των άλλων υφιστάμενων μέτρων προστασίας των δανειοληπτών. Δεύτερον, στην ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, εξαιτίας του υψηλού ποσοστού συμμετοχής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (Deferred Tax Credit), το οποίο επίσης αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω, καθώς οι τράπεζες προβαίνουν σε ενέργειες μείωσης του αποθέματος των ΜΕΔ. Τέλος, στη χαμηλή οργανική κερδοφορία των τραπεζών στο υφιστάμενο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων που αναμένεται να διατηρηθεί για μακρό χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να μη διαφαίνεται πιθανή η δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου.
Τα υφιστάμενα διαθέσιμα εργαλεία και οι ενέργειες των εμπλεκόμενων φορέων, συμπεριλαμβανομένης της πρωτοβουλίας του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme - HAPS), κινούνται στη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, με το υφιστάμενο απόθεμα ΜΕΔ να προσδιορίζεται στο 35,8% βάσει στοιχείων εννεαμήνου του 2020, την αβεβαιότητα αναφορικά με την κλιμάκωσή του στο επόμενο διάστημα, την περιορισμένη δυνατότητα, λόγω χαμηλής κερδοφορίας, για δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου από τις τράπεζες, την εκτιμώμενη επιδείνωση της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης έναντι του Δημοσίου ως ποσοστού των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, αλλά κυρίως την επιτακτική ανάγκη χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, καθίσταται σαφές ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες τόσο από τις τράπεζες όσο και από την Πολιτεία.
Εμπειρικά στοιχεία από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβεβαιώνουν ότι Εταιρίες Διαχείρισης Στοιχείων Ενεργητικού (Asset Management Companies - AMC) με άρτιο σχεδιασμό και επαγγελματική διαχείριση μπορούν να επιταχύνουν τη διαδικασία ανάκτησης των ενεχύρων και να αποτρέψουν την περιττή απώλεια πόρων κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των ΜΕΔ.
Μια συστημική λύση που λαμβάνει υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες για τη δημιουργία και λειτουργία μιας Εταιρίας Διαχείρισης Στοιχείων Ενεργητικού, χρησιμοποιώντας τις υπάρχουσες υποδομές των τραπεζών, καθώς και τις υπάρχουσες πλατφόρμες εξυπηρέτησης ΜΕΔ από τρίτες εταιρίες διαχείρισης δανείων, είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ταχείας αντιμετώπισης του προβλήματος των ΜΕΔ, το οποίο επηρεάζει την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού του ελληνικού τραπεζικού τομέα. Η αντιμετώπιση του υφιστάμενου ιδιαίτερα υψηλού αποθέματος ΜΕΔ θα επιτρέψει στις τράπεζες να διαχειριστούν πιο ενεργά τα ΜΕΔ που θα προκύψουν λόγω της πανδημίας, ιδίως μετά την άρση της αναστολής καταβολής δόσεων των δανείων, και ταυτόχρονα να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη στην αγορά, να περιορίσουν τον κίνδυνο απίσχνανσης των παλαιών και νέων μετόχων, καθιστώντας έτσι τις τράπεζες πιο ελκυστικές για επενδυτές μετοχών.
Σύμφωνα με την έκθεσή της ΤτΕ Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα – Ιανουάριος 2021, το εννεάμηνο του 2020 βελτιώθηκε η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) συνεχίστηκε με αποτέλεσμα στο τέλος του εννεαμήνου το συνολικό απόθεμα των ΜΕΔ να διαμορφωθεί σε 58,7 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 14,3% ή 9,8 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2019 (68,5 δισεκ. ευρώ) με στοιχεία εντός ισολογισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συνολική μείωση των ΜΕΔ σε σχέση με το υψηλότερο σημείο τους, που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016, έφθασε το 45,2% ή 48,5 δισεκ. ευρώ. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων στο τέλος του εννεαμήνου του 2020 ανήλθε σε 35,8%, έναντι 40,6% στο τέλος του 2019. Η εν λόγω υποχώρηση οφείλεται κυρίως στη μείωση του αποθέματος των ΜΕΔ (-14,3%), η οποία ήταν μεγαλύτερη από τη μείωση του συνόλου των τραπεζικών πιστώσεων κατά τη διάρκεια του εννεαμήνου
Θα αυξηθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Ωστόσο, όπως σημειώνεται στην έκθεση, το υφιστάμενο ιδιαίτερα μεγάλο απόθεμα ΜΕΔ αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω το επόμενο διάστημα, καθώς θα ενσωματώσει την επιδείνωση στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων του μη χρηματοοικονομικού τομέα, εξαιτίας της πανδημίας και κατόπιν της άρσης των μέτρων αναστολής καταβολής των δόσεων των δανείων (moratoria) και των άλλων υφιστάμενων μέτρων προστασίας των δανειοληπτών
Από την έναρξη της πανδημίας τον Μάρτιο 2020, οι τράπεζες στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη προέβησαν σε ρυθμίσεις αναστολής των πληρωμών των δανείων των οφειλετών (moratoria) προκειμένου να διευκολύνουν τους δανειολήπτες που βρίσκονταν σε αδυναμία αποπληρωμής των οφειλών.
Τα μέτρα αυτά απευθύνονται σε φυσικά και νομικά πρόσωπα με οικονομικές δραστηριότητες που έχουν πληγεί σημαντικά από τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας. Βάσει των στοιχείων που υποβάλλουν τα πιστωτικά ιδρύματα στην Τράπεζα της Ελλάδος, με στοιχεία Νοεμβρίου 2020, το ποσό των δανείων σε καθεστώς αναστολής πληρωμών σε ενοποιημένη βάση ανέρχεται σε 21,0 δισεκ. ευρώ και αντιστοιχεί σε ποσοστό περίπου 12% του συνολικού ποσού δανείων στο τραπεζικό σύστημα.
Άνω του 80% των δανείων με αναστολή πληρωμών είναι ενήμερα δάνεια (αποτελούν περίπου το 15% των ενήμερων δανείων) και έχουν σχετικά περιορισμένη κάλυψη με προβλέψεις για πιστωτικό κίνδυνο (περίπου 3%). Τα δάνεια με αναστολή πληρωμών είναι σε ποσοστό 60% προς επιχειρήσεις και 40% προς φυσικά πρόσωπα. Η διάρκεια της αναστολής ορίζεται κατά περίπτωση ανά τράπεζα και για τα περισσότερα δάνεια είναι με λήξη στο τέλος του 2020 – αρχές του 2021.
Ένα τρίτο των ρυθμίσεων αφορά τον κλάδο εστίασης και παροχής καταλύματος (33%), του χονδρικού και λιανικού εμπορίου (17%), με τον κλάδο της μεταφοράς και απο θήκευσης (12%) και μεταποίησης (12%) να ακολουθούν. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 34% των δανείων που βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής πληρωμών ανήκει στην κατηγορία με σημαντική αύξηση πιστωτικού κινδύνου βάσει του ΔΠΧΑ 9 (Stage 2). Το γεγονός αυτό αυξάνει τον κίνδυνο να δημιουργηθεί νέος κύκλος ΜΕΔ από δανειολήπτες που δεν θα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στην παρούσα δύσκολη οικονομική συγκυρία.
Η τελευταία εκτίμηση των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος με βάση τα μακροοικονομικά μοντέλα της για τον υπολογισμό των νέων ΜΕΔ και τις πρόσφατες μακροοικονομικές παραδοχές, είναι για 8 – 10 δισεκ. ευρώ νέων ΜΕΔ το 2021, χωρίς να είναι δυνατή η εκτίμηση του πληθυσμού που θα προέλθει από τους ενήμερους δανειολήπτες σε καθεστώς αναβολής πληρωμών.
Τα δάνεια αβέβαιης είσπραξης ανήλθαν σε 15,9 δισεκ. ευρώ (27% των ΜΕΔ) στο τέλος του εννεαμήνου του 2020, μειωμένα κατά 21,8% σε σχέση με το τέλος του 2019 (20,4 δισεκ. ευρώ). Επιπλέον παρατηρείται βελτίωση του λόγου των δανείων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές). Συγκεκριμένα, ο λόγος ανήλθε σε 6,1% στο τέλος του εννεαμήνου του 2020, έναντι 12,4% στο τέλος του 2019.
Τα δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) συνέχισαν την πτωτική τους πορεία κατά τη διάρκεια του εννεαμήνου του 2020 και ανήλθαν σε 12,5 δισεκ. ευρώ (21% των ΜΕΔ), σημειώνοντας μείωση κατά 11,0% σε σχέση με το τέλος του 2019 (14,0 δισεκ. ευρώ).
Παρ’ όλα αυτά, επισημαίνεται ότι το 64,0% των ΜΕΔ που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία έχει καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά δάνεια διαμορφώνεται σε 78,6% και για τα επιχειρηματικά σε 50,8%, ενώ για τα καταναλωτικά δάνεια τα οποία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του εξαμήνου το ποσοστό διαμορφώνεται σε 87,5% έναντι 80,9% στο τέλος του 2019.
Παράλληλα, το 52% των ΜΕΔ αφορά καταγγελμένες απαιτήσεις, οι οποίες στο τέλος του εννεαμήνου του 2020 ανήλθαν σε 30,3 δισεκ. ευρώ, μειωμένες κατά 11,1% σε σχέση με το τέλος του 2019 (34,1 δισεκ. ευρώ), κυρίως λόγω της διαγραφής καταγγελμένων απαιτήσεων ύψους 0,9 δισεκ. ευρώ.
Σχετικά με τους δείκτες παρακολούθησης και αξιολόγησης της διαχείρισης των ΜΕΔ, παρατηρούνται τα εξής:
-Ο δείκτης κάλυψης των ΜΕΔ από προβλέψεις ανήλθε στο τέλος του εννεαμήνου του 2020 σε 43,8% από 43,9% το 2019. Ειδικότερα, οι προβλέψεις που είχαν σωρευτικά σχηματίσει οι τράπεζες έως το τέλος του εννεαμήνου του 2020 για την κάλυψη των ΜΕΔ ανέρχονται στο επίπεδο των 25,8 δισεκ. ευρώ έναντι 30,1 δισεκ. ευρώ στο τέλος του 2019. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στη σημαντική συναλλαγή πώλησης μέσω τιτλοποίησης, καθώς και στις διαγραφές που πραγματοποιήθηκαν εντός του εννεαμήνου. Συνολικά, επισημαίνεται ότι το επίπεδο του δείκτη κάλυψης των ΜΕΔ από προβλέψεις υπολείπεται του μέσου όρου των ευρωπαϊκών ομίλων μεσαίου μεγέθους σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του β΄ τριμήνου του 2020
-Ο δείκτης κάλυψης των ΜΕΔ από εξασφαλίσεις στο τέλος του εννεαμήνου του 2020 ανήλθε σε 57,1%, σημειώνοντας άνοδο σε σχέση με το τέλος του 2019 (55,7%). Ωστόσο, ο δείκτης κάλυψης ρυθμισμένων ΜΕΔ από εξασφαλίσεις ανέρχεται σε υψηλότερο επίπεδο, ήτοι 63,4% έναντι 61,9% στο τέλος του 2019.
Κεφαλαιακή επάρκεια
Το εννεάμηνο του 2020 η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων υποχώρησε αλλά παρέμεινε σε ικανοποιητικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 14,6% τον Σεπτέμβριο του 2020 από 16,2% το Δεκέμβριο του 2019 και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 16,3%, από 17,3% αντίστοιχα. Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9 (Fully Loaded), ο Δείκτης CET1 διαμορφώθηκε σε 12,1% και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 13,9%.
Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στη μείωση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζικών ομίλων κατά 9,4% το εννεάμηνο του 2020 σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2019.
Τα εποπτικά ίδια κεφάλαια επηρεάστηκαν αρνητικά από την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), καθώς και από την καταγραφή ζημιών μετά από φόρους. Παράλληλα, το σταθμισμένο για τον κίνδυνο ενεργητικό μειώθηκε κατά 3,5% το εννεάμηνο του 2020 ως αποτέλεσμα του σχηματισμού αυξημένων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και της πώλησης χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Προοπτικές για τα κεφάλαια
Όσον αφορά τις προοπτικές για την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών, τα πιστωτικά ιδρύματα καλούνται να ανταποκριθούν στην αβεβαιότητα σχετικά με τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου, στις ευμετάβλητες συνθήκες των αγορών κεφαλαίων ως αποτέλεσμα της πανδημίας και στην ανάγκη διατήρησης ισχυρής κεφαλαιακής θέσης ώστε να συνεχίζουν να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία. Σημαντική παράμετρο αποτελεί η χαμηλή ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών. Tο Σεπτέμβριο του 2020 oι οριστι- κές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) 28 ανέρχονταν σε €15,2 δισεκ. ευρώ αντιπροσωπεύοντας το 54,5% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων. Το ποσοστό αυτό αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω τα επόμενα τρίμηνα, στο πλαίσιο της υλοποίησης των στρατηγικών των τραπεζών για περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.